Εξαιρετικά προσηλωμένος, ο Γκολούμποβιτς διασκευάζει ένα θεατρικό και ανοίγει τον ορίζοντα του έργου, για να αποδώσει μια κοινωνία που βουλιάζει στην εγωπάθεια και το μετεμφυλιακό απομονωτισμό της. Η Σερβία του αρχιτέκτονα Μλάντεν είναι μια αχάριστη και άκαρδη χώρα, που δεν του επιτρέπει να συγκεντρώσει τα 26 χιλιάδες ευρώ που χρειάζεται για να μεταβεί ο γιος του στη Γερμανία και να αντιμετωπισθεί η σπάνια καρδιακή του πάθηση. Αντίθετα, ένας επιτήδειος παίρνει χαμπάρι την ανάγκη του και του προτείνει να σκοτώσει κάποιον έναντι της αμοιβής. Ο πατέρας αντιμετωπίζει ένα τρομερό δίλημμα μπροστά στο επείγον πρόβλημα του παιδιού του. Πρέπει να πληρώσει το θάνατο με θάνατο, να πάρει μια ζωή για να σώσει μια άλλη. Το ότι το σκέφτεται, πόσω μάλλον που το κάνει κιόλας, δείχνει την κατάπτωση και την απουσία εναλλακτικών επιλογών σε μια χώρα που το «ο θάνατός σου η ζωή μου» βασιλεύει στα ερείπια που άφησαν ο Μιλόσεβιτς, οι αμερικανικές ευεργετικές βόμβες, το σχέδιο εξόντωσης και η ανέχεια.

Το προσωπικό στρίμωγμα ενός φιλήσυχου επιστήμονα (διπλωματούχου αλλά ανήμπορου και εγκληματικά ουδέτερου) εξηγεί την κοινωνική διάσταση της ταινίας. Αντίστοιχα, η κοινωνική γεωγραφία της Παγίδας δικαιολογεί τα βήματα προς την ψυχική καταστροφή αυτού του ανθρώπου. Χωρίς να καταφεύγει σε εντυπωσιακό στυλ, ο Γκομπούλοβιτς κλειδώνει τέλεια μια παγίδα που μοιάζει με αδιέξοδο πολλών επιπέδων. Ο Μλάντεν μετατρέπεται από απαθής κουβαλητής του παιδιού του και ρουτινιάρης απολογητής του νέου συστήματος σε τελειωμένο θύμα του. Το καρκίνωμά του κατάγεται από τις εξελίξεις και η τάξη του νοσεί, όχι όμως και η αξιοπρέπειά του. Η καλύτερη σεκάνς του έργου είναι σαφώς η συνάντηση του Μλάντεν με τον παραγγελιοδόχο του φόνου (Μίκι Μανόλοβιτς), σε μια χυδαίου γούστου, χλιδάτη κατοικία στα χαλάσματα, παραμελημένη και χρεωμένη - το ετοιμόρροπο σύμβολο της νεόπλουτης μαφίας που μπλοφάρει και το θέατρό της πιάνει. Ο Μανόλοβιτς είναι ηθοποιός μεγάλης κλάσης.