Βασισμένο στην αυτοβιογραφία του τελευταίου συντρόφου της Γκλόρια Γκρέιαμ και πολύ νεότερού της Πίτερ Τέρνερ, το Film Stars don't die in Liverpool φέρνει στο προσκήνιο μια ξεχασμένη ηθοποιό από τη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ, την Γκλόρια Γκρέιαμ, η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου για τα Διασταυρούμενα Πυρά του Έντουαρντ Ντμίτρικ (τη χρονιά που προτιμήθηκε το άλλο δράμα για τον αντισημιτισμό, η Συμφωνία Κυρίων του Καζάν).

 

Το πήρε για το λουσάτο Η Ωραία και το Κτήνος του 1952, του Βινσέντε Μινέλι, αλλά έπεσε στην αφάνεια μετά τη δεκαετία του '60, κυρίως εξαιτίας της τολμηρής για τα ήθη της εποχής απόφασής της να παντρευτεί τον γιο του πρώην άνδρα της, σκηνοθέτη Νίκολας Ρέι.

 

Η Γκρέιαμ συγκρίθηκε ατυχώς με τη Μέριλιν, αλλά πάντα έφερε βαρέως ένα άλμα που επιδίωξε με όλους τους τρόπους και τους δόκιμους όρους της κοινότητας, αλλά ποτέ δεν κατάφερε.

Η εικόνα μιας μεσόκοπης, αν και καλοδιατηρημένης, σταρ του Χόλιγουντ που κάτι θυμίζει στους παλιότερους και δεν λέει απολύτως τίποτε στους νέους, να κάνει χορευτικές φιγούρες σε ένα διαμερισματάκι στο βροχερό, γκρίζο Λίβερπουλ της Αγγλίας, προβάροντας τον ρόλο της σε μια ντόπια, θεατρική παράσταση της σειράς που ανεβαίνει σε σκηνή της πόλης, την εποχή της ντίσκο και του πανκ, είναι μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη στο θάρρος μιας γυναίκας που έζησε σε μια σπιταρόνα δίπλα στον Μπόγκαρτ και την Μπακόλ, πήρε 4 διαζύγια, παράτησε τα 4 παιδιά της και το όνειδος που βίωσε στην Αμερική, για να βρει μια κάποια δημιουργική και προσωπική διέξοδο, αντί να γλιστρήσει σε ένα σπιράλ αυτοκαταστροφικής αδράνειας, όπως θα προδίκαζε η με το ζόρι παραμονή της στη «γειτονιά των Θεών» ‒ μια «καμαριέρα» από το παρελθόν μεσοτοιχία με τους ζωντανούς θρύλους.

 

Η επιστροφή της στην Αμερική, σε μια ονειρική παράγκα στο Μάλιμπου με θέα τον Ειρηνικό Ωκεανό και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα, και στο διαμέρισμα που κρατούσε στη Νέα Υόρκη ακριβώς απέναντι από την κορυφή του Chrysler Building, υπογραμμίζει την αίσθηση της τεχνητής ζωής που γεύτηκε έντονα, σαν μεγάλη παρένθεση, ξένη στον τόπο της, αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λος Άντζελες και πήγε σχολείο στο Χόλιγουντ.

 

Το ότι πήγε παρέα με ένα νέο αμόρε, αναζωογονητικό σαν δεύτερη ευκαιρία, αλλά ουτοπικό σε ρεαλιστικά μεγέθη, επιτείνει μια μελαγχολική συνειδητοποίηση της απουσίας της θέσης της, και η μητέρα με τη ζηλιάρα αδελφή τής το υπενθυμίζουν με διαφορετικό, δραματικό τρόπο.

 

Η Γκρέιαμ συγκρίθηκε ατυχώς με τη Μέριλιν, αλλά πάντα έφερε βαρέως ένα άλμα που επιδίωξε με όλους τους τρόπους και τους δόκιμους όρους της κοινότητας, αλλά ποτέ δεν κατάφερε. Ουσιαστικά δεν υπήρξε τόσο σέξι, παρά τους απανωτούς ρόλους της «τσούλας» που δέχτηκε να παίξει σε φιλμ νουάρ, ούτε κλασικά όμορφη για να μη χρειαστεί να αποδείξει τι αξίζει πέρα από την εμφάνισή της, και στη συνέχεια απέτυχε να αναδειχτεί σε πρώτο όνομα, παρά τις λιγοστές καλές εμφανίσεις της και το βραβείο στα 39 της χρόνια.

 

Οι προσπάθειές της είναι φιλότιμες, αλλά η εμμονή με την εξωτερική της εμφάνιση και κυρίως τις ατέλειες του προσώπου που διόρθωσε με επεμβάσεις, και η υπόγεια απόγνωση για τη νεότητα που δεν παραδεχόταν ότι παρήλθε εκπέμπονται στιλπνά και εσωτερικά από την Ανέτ Μπένινγκ, που κλείνει το μάτι στον Τζέιμι Μπελ και τον προσκαλεί στο κρεβάτι με τα θελκτικά ρεφλέξ μιας ώριμης αγριόγατας που δεν λέει να το βάλει κάτω.

 

Δυστυχώς και αδίκως, η Αμερικανίδα ηθοποιός περίσσεψε από την πεντάδα των Όσκαρ για δεύτερη εν συνεχεία χρονιά, μετά την επίσης αξιομνημόνευτη ερμηνεία της πέρσι στο 20th Century Women.