«Η Ιστορία δεν είναι το παρελθόν. Είναι το παρόν. Τη φέρουμε την ιστορία μας. Είμαστε η ιστορία μας. Αν προσποιηθούμε το αντίθετο, είμαστε κοινοί εγκληματίες». O Τζέιμς Μπόλντουιν δεν άντεξε πολύ στο Παρίσι, όπου κατέφυγε αμέσως μετά τον πόλεμο. Δεν είχε καμιά δουλειά να ονειρεύεται μπροστά στη γραφομηχανή του ή να συζητά με Γάλλους διανοούμενους για το γαλλο-αλγερινό ζήτημα, όταν την ίδια εποχή στις ΗΠΑ έβραζε επιτακτικά εντονότερα το φυλετικό πρόβλημα. Αντικρίζοντας τη φωτογραφία μιας αγέρωχης μαύρης κοπέλας να κατευθύνεται προς το σχολείο της υφιστάμενη τη χλεύη και την παρενόχληση λευκών συμπολιτών της, συνειδητοποίησε πως πρέπει να επιστρέψει.

 

Του είχε λείψει η μυρωδιά του Χάρλεμ, οι συγγενείς του, οι δικοί του άνθρωποι. Χρειαζόταν τη στράτευση για να προχωρήσει. Δούλεψε ως σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας, αλλά κυρίως συνέθεσε τα δοκίμια και τα περίφημα μυθιστορήματά του. Πάνω απ' όλα μίλησε, πολύ και δημόσια, εξισώνοντας τον χαρακτηρισμό του νέγρου με τη σκλαβιά σε μια επείγουσα παρακίνηση προς τους Αμερικανούς να δουν τι έχουν κάνει μέχρι τώρα και πώς μπορούν να το διορθώσουν για να αποδοθεί δικαιοσύνη, αν και γνώριζε πως ο δρόμος θα ήταν μακρύς και αιματηρός.

 

Το ντοκιμαντέρ του Αϊτινού Ραούλ Πεκ, ντελικάτη βιογραφία και ταυτόχρονα συναρπαστικό επιμελημένο χρονικό, βασίζεται στο ημιτελές χειρόγραφο του Μπόλντουιν, το Remember this house

Το ντοκιμαντέρ του Αϊτινού Ραούλ Πεκ, ντελικάτη βιογραφία και ταυτόχρονα συναρπαστικό επιμελημένο χρονικό, βασίζεται στο ημιτελές χειρόγραφο του Μπόλντουιν, το Remember this house, και το αφηγείται συγκλονιστικά ο Σάμιουελ Τζάκσον στην καλύτερη, τολμώ να πω, ερμηνεία του από το Pulp Fiction. Ενώ η φωνή του ηθοποιού δεν μοιάζει με εκείνη του συγγραφέα, το ηχόχρωμά του μεταδίδει μια εύθραυστη, αλλά απαρασάλευτη υπερηφάνεια, την κομψότητα της έκφρασης, τη δύναμη της σύνταξης και την άρθρωση ενός πολιτικού λόγου που αναγόταν πάντα στην προσωπική παρατήρηση, στο συναίσθημα και στο τραυματικό βίωμα του συγγραφέα.

 

Μέσα από τις εμφανίσεις του σε πανεπιστήμια, τηλεοπτικά πλατό και συνεντεύξεις Τύπου, ο Μπόλντουιν δεν έπαψε ποτέ να διαβιβάζει την ειλικρινή του λύπη, την έκκλησή του για συλλογική ευθύνη καθώς και την πίστη του στο πάθος ως εκ των ων ουκ άνευ συστατικό για την ανατροπή. Το πένθος του για τις βίαιες δολοφονίες των ηγετών της δεκαετίας του '60, του Μάλκολμ Χ, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και νωρίτερα του Μέντγκαρ Έβερς, διακόπτει προσωρινά τον ακτιβιστικό του οίστρο σε τρεις, αντίστοιχα, ελεγειακές στάσεις που σηματοδότησαν τη ματαίωση της κατάκτησης των πολυπόθητων civil rights.

 

Ο Μπόλντουιν δεν έπαψε ποτέ να διαβιβάζει την ειλικρινή του λύπη, την έκκλησή του για συλλογική ευθύνη καθώς και την πίστη του στο πάθος ως εκ των ων ουκ άνευ συστατικό για την ανατροπή.

Ο Μπόλντουιν μοιάζει να σκύβει συντετριμμένος, να αναλογίζεται τις συνέπειες και να μετατρέπει την πρόζα του, αυτό το μείγμα ποιητικής rap με τους κλαυθμούς των μπλουζ, την ίδια στιγμή που ακούγεται ο Buddy Guy, σε μια ενωτική ρητορική με καυτή ουσία και τρυφερή, οικουμενική καρδιά. Ωστόσο, ο Πεκ δεν χρησιμεύει ως μοντέρ του κειμένου του Μπόλντουιν και δεν ντύνει μόνο με εικόνες τις περιγραφές. Στην αναδρομή του συσχετίζει τα πρότυπα των Αφροαμερικανών με το σινεμά και τα αναγνώσματα που σημάδεψαν τη νιότη του, από τον Τζον Γουέιν που ξεπάστρευε τους Ινδιάνους και την Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά μέχρι την Τζόαν Κρόφορντ από τα '30s, σε μια εμπνευσμένη μετατόπιση χρώματος, καθώς δεν υπήρχε διαθέσιμη κινηματογραφική φαντασίωση μαύρου δέρματος στην οθόνη εκείνη την εποχή.

 

Ο Μπόλντουιν μάταια έψαχνε στο πανί την πιθανή ταύτιση με τους ήρωες. Δεν διέκρινε καν τους δικούς του ανθρώπους στους μαύρους χαρακτήρες που εμφανίζονταν φευγαλέα, ανώδυνα ή υποτιμητικά ως κομπάρσοι ή φανταστικά πρόσωπα στο αμερικανικό σινεμά. «Για τους μαύρους, οι λευκοί ήταν άνθρωποι που θέλαμε να φύγουν από τον δρόμο μας, και για τους λευκούς, αντιπροσωπεύαμε τον τρόμο» λέει κάποια στιγμή και ο Πεκ επιμένει σε συγκρουσιακές αντιπαραθέσεις ρατσιστικής βίας (μαύροι κρεμασμένοι, ξυλοκοπημένοι, δολοφονημένοι) με την πλαστή διαιώνιση της λευκής ευτυχίας, από τα διαφημιστικά για το τέλειο σπιτικό ως τα πολυτελή, καλοντυμένα διλήμματα της εμβληματικά πάλλευκης σταρ Ντόρις Ντέι.

 

Το έργο, και του Πεκ και του Μπόλντουιν, θα μπορούσε άνετα να υποπέσει στο ολίσθημα της ισοπεδωμένης ιδεολογίας, δηλαδή του μίσους.

Το έργο, και του Πεκ και του Μπόλντουιν, θα μπορούσε άνετα να υποπέσει στο ολίσθημα της ισοπεδωμένης ιδεολογίας, δηλαδή του μίσους. Ο ίδιος ο συγγραφέας, όμως, παραδέχεται πως δεν γίνεται να είναι πεσιμιστής, σε πείσμα των γεγονότων και της Ιστορίας. Καλεί, όσο πιο ευγενικά μπορεί, ως άνθρωπος βαθιά πληγωμένος, σε έναν συνεχή αγώνα, μια πνευματική και ηθική επαγρύπνηση, κριτικάροντας τα ψέματα που ακούγονται από παντού, παίρνοντας απόσταση από τους εξουσιαστές (ακόμη και από τον φίλα προσκείμενο Ρόμπερτ Κένεντι, όταν εκείνος προέβλεψε με συγκατάβαση έναν μαύρο Πρόεδρο των ΗΠΑ τον 21ο αιώνα) και τους ομόφυλούς του, τις θρησκευτικές σκοπιμότητες και τον ελιτισμό. Δηλαδή, οτιδήποτε απλούστευε πονηρά τα χρώματα για να συντηρήσει μια επικίνδυνη ισορροπία που κρατούσε από παλιά, με τον αφέντη να τρέμει τον δούλο και τον μαύρο να θέλει να εκδικηθεί άτσαλα.

 

Το Δεν είμαι ο νέγρος σου δεν κατάφερε να αποσπάσει το Όσκαρ του καλύτερου ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους πέρσι, διότι το τιτάνιο O.J. Made in America διέθετε, εκτός από τον 8άωρο όγκο του, ένα μεγάλο ατού, εκτός από το θέμα του ρατσισμού στην Αμερική: τη διασημότητα που γοητεύει και γαργαλάει πιο αβανταδόρικα το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας και, φυσικά, το ίδιο το Χόλιγουντ.