Αν στο Amour άφησε ένα παράθυρο αξιοπρέπειας μπροστά στον πόνο, στο Happy End ο στυγερός Μίκαελ Χάνεκε κλείνει με δύναμη όλες τις πόρτες της ανθρωπιάς στην περίπτωση της δυναστείας των Λοράν, μιας τυπικής μεγαλοαστικής οικογένειας. Οι δύο άκρες του νήματος (ποιο νήμα; μιλάμε για ατσάλινο σύρμα) είναι ο 84χρονος αρχηγός (Ζαν Λουί Τρεντινιάν) που πάσχει από Αλτσχάιμερ και δεν θέλει πλέον να ζήσει μετά τον θάνατο της συζύγου του και η 12χρονη εγγονή του, η οποία χάνει τη μητέρα της από υπερβολική δόση αντικαταθλιπτικών και μένει πλέον στο μεγάλο πατρικό με τον πατέρα της (Ματιέ Κασοβίτς), τη δεύτερη γυναίκα του και το μωρό τους, και τη θεία (Ιζαμπέλ Ιπέρ), η οποία διευθύνει τις επιχειρήσεις μαζί με τον ηττοπαθή, προβληματικό γιο της.

 

Από τον τίτλο (κανείς δεν πιστεύει στα σοβαρά πως κάποιος από αυτήν τη φάρα θα έχει ευτυχές τέλος) μέχρι την αναπότρεπτη κατάρα της καταναγκαστικής παραμονής στον σκουριασμένο πύργο της αριστοκρατίας, ο Αυστριακός δεν δείχνει κανένα έλεος

Αναπτύσσοντας την πλοκή ελλειπτικά, έτσι ώστε να γνωριστεί ο θεατής αποσπασματικά και σταδιακά με τα μέλη της «φυλής» Λοράν, τις συνήθειες και τις αδυναμίες τους, ο Χάνεκε δεν κρίνει απαραίτητο να εμβαθύνει στην εγγενή αμαρτία της υψηλής μπουρζουαζίας: τη θεωρεί δεδομένη, τερατώδη μέσα στην αδράνειά της, εγκληματική στις επαγγελματικές συναλλαγές και στις προσωπικές ανταλλαγές. Όταν γίνεται ένα ατύχημα και ο δικηγόρος της οικογένειας εξηγεί την εξωδικαστική διαδικασία στους συγγενείς του θύματος, δεν υπάρχει αντίδραση, σαν να γνωρίζουν και οι δυο μεριές πως η λύση γέρνει επικίνδυνα και αναπόφευκτα προς τους έχοντες, είναι θέσφατο.

 

Όταν, επίσης, στην καλύτερη σκηνή της ταινίας, ο γηραιός Τομά Λοράν παίρνει τους δρόμους με αναπηρικό αμαξίδιο και ζητά από φιλήσυχους μαύρους προφανώς να τον σκοτώσουν με αντάλλαγμα το χρυσό του ρολόι, δεν ακούγεται κουβέντα, μέχρι και το σημείο που το deal πέφτει στο κενό και ο άπραγος επιχειρηματίας ξαναβάζει το Cartier στον καρπό του και παίρνει τον δρόμο της επιστροφής, σαν να μην έχει συμβεί και τίποτα σπουδαίο (αντίστοιχα, βουβές σεκάνς στον Κρυμμένο περιείχαν μεγαλύτερη, πιο έκδηλη βία στην ανέλιξή τους).

 

Ο Χάνεκε δεν μας λέει τίποτε καινούργιο, απλώς προσθέτει αδιόρατη σάτιρα στον άφθονο κυνισμό του.

Στην προσπάθειά του να συμπορευθεί με το πνεύμα της εποχής και να διαγνώσει τις νέες μεθόδους συγκαλυμμένου ψέματος και ανοιχτής εξαπάτησης, ο δις βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα σκηνοθέτης καταφεύγει και πάλι στο βιντεοσκοπημένο υλικό που αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά του Bennys Video με σύντομα insta videos της εγγονής, η οποία καταγράφει στο κινητό της ημερολόγιο μακάβριες επισημάνσεις, εκδηλώνοντας ταυτόχρονα τραυματισμένο ψυχισμό και επικίνδυνες προθέσεις. Η μικρή Εβ είναι πιθανώς ένα από τα παιδιά της Λευκής Κορδέλας, γεννημένη στο απέθαντο βασίλειο των προνομίων, αυτόματα ένοχη για τη διαιώνιση του μεγάλου, άδηλου Κακού. Ο Χάνεκε δεν μας λέει τίποτε καινούργιο, απλώς προσθέτει αδιόρατη σάτιρα στον άφθονο κυνισμό του.

 

Από τον τίτλο (κανείς δεν πιστεύει στα σοβαρά πως κάποιος από αυτήν τη φάρα θα έχει ευτυχές τέλος) μέχρι την αναπότρεπτη κατάρα της καταναγκαστικής παραμονής στον σκουριασμένο πύργο της αριστοκρατίας, ο Αυστριακός δεν δείχνει κανένα έλεος, παρά μόνο την ψυχρή του περιφρόνηση για μια τάξη δεινοσαύρων που δεν λέει να εξαφανιστεί όσο κι αν έχει ξεθωριάσει, που ίσως φαίνεται λίγο να κρατάει τους τύπους και να νοιάζεται για τον Μαροκινό υπηρέτη και το χτυπημένο παιδάκι του ή, το χειρότερο, μοιάζει αρκετά με εμάς, τους υπόλοιπους, δηλαδή τους δυνητικούς υπάλληλους τους. Η αποστολή του Χάνεκε είναι να τους καταδώσει στα μάτια μας, να μας κάνει να διακρίνουμε τις ανεπαίσθητες διαφορές που χωρίζουν τα ευγενικά τέρατα από τους ανύποπτους που μπορεί και να τους ζηλεύουν. Οι ιστορίες που επιλέγει πλέον φαντάζουν καλοδουλεμένες προφάσεις με σκοπό την εφαρμογή της αυταπόδεικτης θεωρίας του. Και η ατυχία του είναι πως, συγκριτικά, οι προηγούμενες τρεις ταινίες του ήταν αριστουργήματα.