Ο πειρασμός να αναγνωστεί η Μούμια συγκριτικά και όχι κριτικά είναι μεγάλος, και μάλιστα δόκιμος σε πολλά επίπεδα. Πρώτον, η νέα εκδοχή του μύθου της κλασικής αιγυπτιακής κατάρας ξεκινάει από την εκδοχή του Καρλ Φρόιντ το 1932, μαγική στους φωτισμούς της, αξέχαστη για την τρομακτική φιγούρα του ιερέα Μπόρις Καρλόφ, αμελητέα για το στατικό και αχνό της σενάριο, και γνωρίζει πολλές παραλλαγές, ανάμεσα σε αυτές μία παρωδία με τους Άμποτ και Κοστέλο και κυρίως η θρυλική Hammer σε σκηνοθεσία Τέρενς Φίσερ το 1959, αμέσως μετά τον θρίαμβο του Δράκουλα, για να περάσει και πάλι στα λιγότερο λεπτεπίλεπτα (σε σχέση με τη μόνιμη βρετανική μελαγχολία, όπως αποδίδεται από τον Κρίστοφερ Λι) χέρια της Universal και του Στίβεν Σόμερς για μια παλιομοδίτικη, χορταστική και τίποτε παραπάνω περιπέτεια, με τον Μπρένταν Φρέιζερ και τη Ρέιτσελ Βάις. Δεύτερον, η πρόσφατη τριλογία, που παραλίγο να είχε και τέταρτο μέρος, αλλά κατέληξε με ένα spin off για τον Scorpion King, παρέπεμπε στον ιδεαλιστικό τυχοδιωτισμό του Ιντιάνα Τζόουνς, του κυνηγού θησαυρών με την καλή συνείδηση, την αγάπη για την αρχαιολογία και τη ροπή στους επικούς μπελάδες. Οι Μούμιες της μεσαίας περιόδου είναι ένα περιχαρές Indiana exploitation με ανοιχτή καρδιά και ανάλαφρη διάθεση που πήγαν καλά σε εισπράξεις και εφοδίασαν με υλικό για rides το θεματικό πάρκο της Universal, η οποία από αυτά περιμένει για να ανανεώσει το ενδιαφέρον των μικρών πελατών του. Και τρίτον, το ιστορικό στούντιο δεν έχει μόνο να σκεφτεί το θεόρατο λούνα παρκ αλλά και τον αδυσώπητο ανταγωνισμό των υπερηρώων της Marvel και της DC, που προπορεύονται στην κούρσα, έχουν το πρακτικό πλεονέκτημα franchises που βασίζονται σε κόμικ, το εμπορικό πλεονέκτημα μιας ατσάλινα εγκαθιδρυμένης, ολιστικής αυτοκρατορίας, όπου οι χαρακτήρες σουλατσάρουν εδώ και χρόνια ο ένας στην ταινία του άλλου, και το ηθικό πλεονέκτημα θετικών ηρώων, που, παρά τη διχοτομημένη φύση τους, στη συντριπτική τους πλειονότητα θέλουν να σώσουν τον πλανήτη από την καταστροφή, ενώ παράλληλα γιατρεύουν τα ψυχολογικά τους τραύματα. Η Universal διαθέτει τέρατα. Ενδιαφέροντα, αλλά τέρατα, κακούς, που μπορεί να έχουν και μια ανθρώπινη διάσταση κάπου βαθιά, ένα απομεινάρι του παλιού τους εαυτού ή μια βιτρίνα που απειλείται ανά πάσα στιγμή, όπως στην περίπτωση του Δρ. Τζέκιλ, που εμφανίζεται στη Μούμια του 2017, ενσαρκωμένη από τον Ράσελ Κρόου. Γι' αυτό και ο χαρακτήρας του Τομ Κρουζ στην ταινία παρουσιάζει ενδιαφέρον με την υβριδική υπόσχεση που δίνει.

 

Η ταινία έχει τον άχαρο ρόλο του λανσαρίσματος, συνεπώς και του καλωσορίσματος, με όσο πιο επιθετικό τρόπο μπορεί, μιας σειράς γεγονότων και ηρώων που υπόσχονται συνέχεια αλληλεξάρτησης.

 

Η προπολεμική τετραλογία βασίστηκε στον villain, τον Καρλόφ, και αργότερα στον εξίσου σκιαχτικό Λον Τσέινι. Κανείς δεν θυμάται τον διώκτη, γιατί όλοι ήθελαν να αποθέσουν μαζοχιστικά τον φόβο τους στον εκδικητικό απέθαντο – ήταν και η αιγυπτιολογία ένα τραβηχτικό παραμύθι πολύ στη μόδα εκείνα τα χρόνια... Στην εκδοχή του 1999 ο Σόμερς πολύ έξυπνα γύρισε την οπτική από την πλευρά του Ιντιάνα/Ρικ Ο'Κόνελ, του ατρόμητου παλικαρά που αψηφά τους πανάρχαιους μύθους και σώζει το κορίτσι. Επίσης πονηρά, η δράση μεταφέρθηκε στα '20s και οι απιθανότητες της πλοκής σώζονταν με ένα συγχωροχάρτι νοσταλγίας, αμπαλαρισμένο σε ρετρό ρομάντσο δράσης. Τώρα, η πρόσκληση της φετινής Μούμιας είναι τριπλή: να εντυπωσιάσουν η αναβαθμισμένη δράση και τα κρουστά, να λειτουργήσει, φυσικά, το ρομάντσο στη μέση του χαμού και να ξεκινήσει ένα ανταγωνιστικό σύμπαν που να μπορεί να χωρέσει συνέχειες καθώς και τη σταδιακή εισαγωγή των υπόλοιπων πρωταγωνιστών του περίφημου Dark Universe (Φρανκενστάιν, Αόρατος Άνθρωπος και πάει λέγοντας) αλλά και να σταθεί στην απαιτητική πίστα των superheroes. Πάντα συγκριτικά, η ταινία ξεκινά με δύο μειονεκτήματα. Δεν είναι νεανική, όσο οι αντίπαλοί της. Και δεν είναι ιπτάμενη, αφού κανείς δεν διαθέτει ιδιότητες εξωπραγματικά παρεμβατικές, όπως εκείνοι και εκείνες που έχουν κατάληξη σε -man (ή και -pool), ό,τι κι αν γράφει η επίγεια ταυτότητά τους. Σίγουρα, η πριγκίπισσα Αμανέτ, που υπέγραψε συμβόλαιο με τον θάνατο, σκότωσε από εκδίκηση τον Φαραώ πατέρα της που την παραμέρισε στη διαδοχή του θρόνου και θάφτηκε ζωντανή δεν κάνει συνηθισμένα πράγματα όταν ανασταίνεται μετά πολλών επαίνων και διαδοχικών φόνων. Στην πορεία της προς την επικράτηση, στο Λονδίνο του σήμερα, βρίσκει σθεναρή αντίσταση από τον μισθοφόρο Νικ Μόρτον (Τομ Κρουζ, ίδιος με τον προ 15ετίας εαυτό του), ο οποίος και ανακαλύπτει τυχαία τον τάφο της στο Ιράκ, μαζί με τον συνοδοιπόρο του Κρις Βέιλ, και σε δεύτερο χρόνο από την καταρτισμένη αρχαιολόγο Τζένι Χάλσι (Άναμπελ Γουόλις, φτυστή η Κέιτ Κάπσο στον δεύτερο Ιντιάνα Τζόουνς), πρώην φιλενάδα του Νικ και αντίθετη με τις καιροσκοπικές πρακτικές του χαριτωμένου άπληστου που κατά βάθος ακόμη αγαπά. Ο σκηνοθέτης Άλεξ Κούρτζμαν έχει όλες αυτές τις αποσκευές πίσω του και μόνο μία ταινία στο ενεργητικό του, το People like us, που τον καθιστά πρακτικά άπειρο για τόσο βαριά αποστολή. Η Μούμια είναι μια ταινία που κατασκευάζει, αλλά δεν υπογράφει ουσιαστικά, γιατί λείπει η προσωπικότητα που θα την έκανε ευδιάκριτη σε μια πλατφόρμα ήδη φορτωμένη με μυριάδες παρόμοια συστατικά και ακόμη περισσότερες αναφορές από το παρελθόν. Παρά τοn μηχανικό της χαρακτήρα, η Μούμια έχει νεύρο και μερικές εντυπωσιακές σεκάνς, τις οποίες ράβει μάλλον άτσαλα μέσα στο σενάριο. Η έλλειψη ιδιαίτερου τόνου προδίδεται από τον καθορισμό του Νικ Μόρτον, που μοιάζει παράγωγος και σχετικά δανεικός από τον Ρικ του Φρέιζερ, ασφαλώς και από τον Ιντιάνα (με μια ευπρόσδεκτη, αεικίνητη, έστω και επιφανειακή παραβατικότητα που λείπει από τον μονίμως ράθυμο, καλό Σαμαρείτη του Χάρισον Φορντ) και κυρίως από άλλες, καλύτερες περιπέτειες που έχει γυρίσει ο Κρουζ στο παρελθόν. Η ταινία έχει τον άχαρο ρόλο του λανσαρίσματος, συνεπώς και του καλωσορίσματος, με όσο πιο επιθετικό τρόπο μπορεί, μιας σειράς γεγονότων και ηρώων που υπόσχονται συνέχεια αλληλεξάρτησης. Είναι στέρεη, αλλά χωρίς ξεχωριστή πνοή ή μια σύλληψη ικανή να προκαλέσει δέος, τρόμο, αγωνία ή έκπληξη μπροστά σε κάτι καινούργιο. Είναι απλώς ψυχαγωγική στα δυνατά της σημεία, αναμενόμενη στα περισσότερα γυρίσματα της πλοκής, γεμισμένη με μερικά έξυπνα νέα στοιχεία και κάποια άλλα εντελώς γνώριμα, ρέει μάλλον άνετα, υπολογίζει τη λογική μόνο όποτε το θεωρεί σκόπιμο και σίγουρα δεν άξιζε την αντίστοιχη με εκείνη της Αμανέτ βίαιη ταρίχευση που της επιφύλαξαν οι Αμερικανοί κριτικοί. Το κατά πόσον τα ιερογλυφικά, τα κενοτάφια, οι σαρκοφάγοι, οι καταραμένοι αρχιερείς με τις αδίστακτες ερωμένες τους, οι επικλήσεις στον Όσιρι και μια εσάνς αμμοθύελλας και κρυπτικού μυστηρίου της αρχαίας Αιγύπτου χωρίς τους γρίφους του Ρόμπερτ Λάνγκτον έχουν θέση στο μαζικό σινεμά των προωθημένων εφέ του 21ου αιώνα ή περισσεύουν, μάλλον θα το αποφασίσουν οι αρχιλογιστές.