Οι Μικροί Κύριοι συνεχίζουν στο μοτίβο των επιπτώσεων της σύγχρονης οικονομίας στον άνθρωπο που απασχόλησε τον Αμερικανό σκηνοθέτη Άιρα Σακς και πριν από δύο χρόνια στο χαμηλόφωνο δράμα Η αγάπη είναι παράξενη. Εκεί, ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων χάνει το σπίτι του και αναγκάζεται να φιλοξενηθεί σε μια ηλικία που λογικά θα έπρεπε να έχουν εξασφαλιστεί, γερνώντας ήρεμοι στην εστία τους. Στη φετινή του ταινία, που ενθουσίασε στο φεστιβάλ του Sundance, μια οικογένεια μετακομίζει στο Μπρούκλιν, μετά τον θάνατο του παππού, και, δυστυχώς, μια άλλη οικογένεια, που σχεδόν χαριστικά ζει εδώ και χρόνια από ένα μικρό μαγαζί, δεν έχει άλλη επιλογή από το να ξεσπιτωθεί, αφού δεν γίνεται να πληρώσει το κανονικό αντίτιμο. Ο Τζον Λίθγκοου και ο Άλφρεντ Μολίνα έχουν παντρευτεί στο Η αγάπη είναι παράξενη, δηλαδή ευτύχησαν να δουν και να βιώσουν μια μεγάλη πολιτική κατάκτηση, γι' αυτό και ο αθέλητος, αδόκητος χωρισμός τους εμπεριέχει διπλή προσωπική πίκρα και κοινωνική ειρωνεία: η θέα δύο ανθρώπων του πνεύματος, πολιτισμένων και ευγενικών, διακριτικών και αξιοπρεπών, κατασταλαγμένων μεσήλικων που κοιμούνται λάθρα σε καναπέδες γνωρίζοντας πως γίνονται βάρος προβληματίζει και λυπεί ταυτόχρονα.

 

Η νέα πραγματικότητα είναι οδυνηρή: ξεσπίτωμα χωρίς εναλλακτική λύση, ένας άτυπος ξεριζωμός που ισοδυναμεί με μικρό θάνατο.

 

Αντίστοιχα, τα συναισθήματα για την οικογένεια που μετακομίζει στο φτηνότερο και ανερχόμενο προάστιο της Νέας Υόρκης, το Μπρούκλιν, γιατί ο σύζυγος είναι θεατρικός ηθοποιός με πενιχρά εισοδήματα και βρίσκει αφορμή να γλιτώσει το ακατέβατα υψηλό ενοίκιο του Μανχάταν, ξεκινούν με την κηδεία του πατέρα του και συνεχίζουν με μια δυσάρεστη κατάσταση. Για να αντεπεξέλθουν, πρέπει να επαναδιαπραγματευτούν το μίσθωμα του καταστήματος στο ισόγειο, όπου μια κυρία ζει εδώ και χρόνια κάνοντας μεταποιήσεις σε ρούχα, μαζί με τον 13χρονο γιο της. Το ενοίκιο πρέπει να αναπροσαμοστεί, με λίγα λόγια να τριπλασιαστεί. Η γυναίκα αυτή αποφεύγει να το συζητήσει διεξοδικά και κατ' επέκταση να κοιτάξει την αλήθεια κατάματα. Η νέα πραγματικότητα είναι οδυνηρή: ξεσπίτωμα χωρίς εναλλακτική λύση, ένας άτυπος ξεριζωμός που ισοδυναμεί με μικρό θάνατο. Στο μεταξύ, ο μοναχογιός της οικογένειας, ο Τζέικ, ένα έξυπνο, εσωστρεφές παιδί με ταλέντο στη ζωγραφική, τα βρίσκει αναπάντεχα με τον συνομήλικό του, τον Τόνι, τον γιο της νοικάρισσας, που είναι ακριβώς το αντίθετο ως χαρακτήρας, έξω καρδιά, επικοινωνιακός, ομιλητικός και θαρραλέος, επίδοξος ηθοποιός που προσκαλεί εγκάρδια τον Τζέικ στη γειτονιά του, την μποέμ, όπως την αποκαλεί, τον εισάγει στους κώδικες του δρόμου, σε πάρτι και μαθήματα υποκριτικής σε κοινοτικές λέσχες, και δημιουργεί μαζί του μια αβίαστη συνωμοτικότητα. Το δράμα που εκτυλίσσεται ανάμεσα στους ενήλικες και τα παζάρια τους και σε παράλληλο χρόνο με το ιδιότυπο coming of age των εφήβων σχολιάζει γλαφυρά τις επώδυνες συνέπειες του περίφημου gentrification, της αστικής πρακτικής του εσωτερικού εποικισμού, που στα ελληνικά μεταφράζουμε ως εξευγενισμό κι έχει να κάνει με την αναβάθμιση μιας οικονομικά απαξιωμένης περιοχής της πόλης που κατοικείται από έθνικ ομάδες με χαμηλά εισοδήματα και την αλλαγή προσώπου και προσωπικότητας της γειτονιάς. Αυτό το φαινόμενο επιχειρείται, τεχνητά συνήθως, σε όλες τις μεγάλες πόλεις και σπάνια καταγράφεται η αντίδραση της άλλης πλευράς: πώς νιώθουν όσοι καλούνται να πάρουν πόδι και πού καταλήγουν;

 

Η παιδιάστικη άρνησή τους να σιωπούν «εν χορώ» και παραδειγματικά προδίδει πράξη ωριμότητας και ο τρόπος τους δείχνει την υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη, ένα κενό λόγου απέναντι στο αδιέξοδο.

 

Ο Άιρα Σακς, πάντα αντλώντας στοιχεία από προσωπικές του εμπειρίες, επιλέγει να διαβάσει το πρόβλημα μέσα από την αντίδραση των αγοριών, που ως μικροί κύριοι υπό διαμόρφωση αποφασίζουν να διακόψουν απότομα τη φραστική επικοινωνία με τους γονείς τους ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαφαινόμενη αδικία. Οι γονείς του Τζέικ δεν έχουν άλλη λύση παρά να διεκδικήσουν νόμιμα αυτό που τους ανήκει, με μια κατανόηση που δεν φαίνεται να ανακουφίζει ή να ικανοποιεί τον γιο τους. Και ο πιο εκρηκτικός Τόνι δεν παύει να δείχνει σεβασμό στη μητέρα που τον μεγαλώνει μόνη της, αναγνωρίζοντας το στρίμωγμα και την κρισιμότητα της περίστασης. Η παιδιάστικη άρνησή τους να σιωπούν «εν χορώ» και παραδειγματικά προδίδει πράξη ωριμότητας και ο τρόπος τους δείχνει την υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη, ένα κενό λόγου απέναντι στο αδιέξοδο. Έτσι, μια κοινωνική πρακτική που εκτίθεται ψυχρά, σαν πολεοδομικό πείραμα σε πλαίσιο αστικής στρατηγικής, αποκτά υπόσταση και χαρακτήρα σε μια ταινία που αψηφά τις ευκολίες του προφανούς μελοδραματισμού και προχωρά στο βάθος, στον πόνο που προκαλείται και πάλι από τον επικείμενο αποχωρισμό. Ο Τόνι και ο Τζέικ βασικά είναι δύο μικροί καλλιτέχνες, που μάλιστα φιλοδοξούν να φοιτήσουν στο ίδιο ειδικό γυμνάσιο, και αντιλαμβάνονται με έξτρα ευαισθησία τη βαρύτητα των διαλόγων και την ανταλλαγή των βλεμμάτων. Σοφός στους ρυθμούς του και συγκινητικός στις παρατηρήσεις του, ο Σακς κρατά τους ενήλικες στον άχαρο ρόλο των μεσολαβητών μιας στεγνής διαπραγμάτευσης και δίνει τον δημιουργικό χώρο στα δύο παιδιά, δύο λαμπρούς νέους ηθοποιούς, τον Θίο Τάπλιτζ ως Τζέικ και ιδιαίτερα τον εντυπωσιακό Μάικλ Μπαρμπιέρι, που είμαι σίγουρος πως θα μας απασχολήσει στο μέλλον – το acting out που κάνει με τον δάσκαλο ηθοποιίας σε μια μεγάλη σεκάνς ξεπερνά την απλή άσκηση εκφραστικής δεξιοτεχνίας.