Με την DC να ακολουθεί το εμπορικά πετυχημένο παράδειγμα της Marvel, ερχόμαστε σε επαφή με το δικό της διευρυμένο κινηματογραφικό σύμπαν, με ήρωες δηλαδή που πιθανόν να είχαν δευτερεύοντες ρόλους στα φιλμ των πρωταγωνιστών της εταιρείας (του Batman και του Superman δηλαδή), αλλά τώρα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παίρνουν τη δική τους ευκαιρία. Η πρώτη, όμως, από τις πολλές διαφορές των δύο κόσμων είναι πως οι ήρωες της «Ομάδας Αυτοκτονίας», σε οποιαδήποτε άλλη ταινία της DC, λογικά θα έπαιζαν τον ρόλο του κακού.

 

Ξεκινώντας από αυτήν τη σύμβαση, ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Άγιερ προσπάθησε να παίξει με τις έννοιες του καλού και του κακού, αφαιρώντας από την ταινία οποιονδήποτε χαρακτήρα θα έμοιαζε απλοϊκά καλός, ώστε να βγάλει ανθρωπισμό και συναισθήματα μέσα από ένα σύνολο ατόμων, ξεκάθαρα περιθωριοποιημένων, διαταραγμένων και, στερεοτυπικά μιλώντας, δακτυλοδεικτούμενων ως κινδύνων για την κοινωνία. Το πετυχαίνει στο μεγαλύτερο διάστημα, κάνοντας κάτι που δεν είναι καινούργιο αλλά έχει αδίκως εγκαταλειφθεί από τα περισσότερα blockbusters του 21ου αιώνα, ειδικά από αυτά που περιέχουν υπερήρωες. Εκμεταλλεύεται άριστα την εισαγωγή του, δεν ορμά με τα μούτρα στη βασική ιστορία και δίνει χρόνο στους ήρωές του για να μας συστηθούν. Βλέπουμε χωρίς βιασύνη το σχέδιο της κυβέρνησης, τοποθετημένο χρονικά στο σύμπαν της DC λίγο μετά το τέλος του «Batman v Superman», το οποίο κινηματογραφικά το έχουμε δει στο «Και οι δώδεκα ήταν καθάρματα» του 1967, μόνο που εδώ ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος προσαρμόζεται σε έναν δυστοπικό και ασαφή χρονικά μελλοντικό κόσμο. Το σχέδιο έχει να κάνει με την επιστράτευση ισοβιτών που βρίσκονται σε φυλακές υψίστης ασφαλείας, οι οποίοι θα δημιουργήσουν ένα είδος ομάδας που δρα υπό πολύ στενή παρακολούθηση. Αν κάποιος από αυτούς επιχειρήσει να ξεφύγει, σκοτώνεται αμέσως, αν δεχτεί να φέρει εις πέρας την αποστολή του, πιθανόν να έχει ευνοϊκή αντιμετώπιση στο μέλλον.

 

Οι παραδοσιακοί κακοί γίνονται, λοιπόν, θύματα, πιόνια ενός ατόμου (η εξαιρετική Βαϊόλα Ντέιβις ως οργανώτρια του σχεδίου και ίσως ο πιο αληθινά κακός χαρακτήρας της ταινίας), με όλους να κουβαλούν μια προσωπική ιστορία που παίζει τον ρόλο του αδύναμου σημείου τους. Το χτίσιμο του προφίλ τους, που έγινε στην εισαγωγή, οι πρώτες τους αρνητικές αντιδράσεις και η σταδιακή μετατροπή τους σε όμαδα δείχνει να ενδιαφέρει τον Άγιερ περισσότερο ακόμη και από την αποστολή τους, τη βασική ιστορία δηλαδή. Ίσως φταίει και η επιλογή του εχθρού, καθώς η Enchantress που έχει κυριεύσει την Κάρα Ντελεβίν είναι μια μάλλον flat οντότητα σε σχέση με τους αντιήρωες που έχει απέναντί της. Σε αυτούς δεσπόζει η παρουσία του Γουίλ Σμιθ, που υποδύεται με άνεση μια πατρικη φιγούρα, όχι μόνο λόγω της σχέσης του ήρωά του (Deadshot) με την κόρη του αλλά και γιατί αναλαμβάνει τον άτυπο ρόλο του ηγέτη της ομάδας. Η Μάργκοτ Ρόμπι έχει εύκολα την τρέλα που χρειαζόταν ο χαρακτήρας της Harley Quinn, ο στιβαρός Τζόελ Κίναμαν ισορροπεί αρμονικά ανάμεσα στον πειθαρχημένο στρατιώτη-φύλακα της ομάδας και στον ανυπάκουο, λόγω έρωτα, άνδρα, ενώ εντυπωσιακή είναι η μετάλλαξη του Αντεουάλε Ακινουόγιε-Αγκμπάζε σε Killer Croc, αφού η απόφαση να χρησιμοποιήσει προσθετικό μακιγιάζ αντί να ερμηνεύσει με motion capturing δίνει πολύ περισσότερη εκφραστικότητα στον ρόλο του. Ξεχωριστή περίπτωση όλης της ταινίας, ερμηνευτικά και δραματουργικά, ο Joker του Τζάρεντ Λέτο, ερωτευμένος σαν αυτόν του Νίκολσον και χαοτικός σαν του Λέτζερ, μοιάζει με μια έξτρα απόλαυση της ταινίας, χωρίς να έχει άμεση σχέση με τη βασική πλοκή, εμφανιζόμενος ως απειλή για μια μελλοντική συνέχεια.

 

Η περίπτωση του Joker είναι και η μοναδική στην οποία βλέπουμε ένα τόσο σημαντικό στοιχείο της ταινίας να υπάρχει κυρίως ως υπόσχεση. Ο Άγιερ, προς τιμήν του, πήγε εντελώς στην άλλη πλευρά σε σχέση με την πολιτική της Marvel, που εδώ καιρό φτιάχνει ταινίες που λειτουργούν περισσότερο ως τρέιλερ της επόμενης, και προσπάθησε, με κύριο όπλο το ταλέντο του στις σκηνές δράσης, να φτιάξει μια ταινία που να έχει δική της υπόσταση και δεν χρειάζεται να έχεις δει 2-3 προηγούμενες (η μικρή εμφάνιση του Batman αφήνει σχεδόν ανεπηρέαστη την ιστορία), ούτε τη βλέπεις με μόνο σκοπό να περιμένεις τις επόμενες. Αν και ακούγεται παράλογο, αυτή η ανεξαρτητοποίηση της «Ομάδας Αυτοκτονίας», πράγμα κάποτε αυτονόητο, έκανε μέχρι και κακό στο φιλμ, που μοιάζει πιο πολύ με μια αξιέπαινη ταινία δράσης παρά με μια ταινία υπερηρώων «σαν της Marvel», ένα ανεξήγητο ζητούμενο εδώ και καιρό από μερίδα κριτικών. Ο χρόνος θα δείξει αν μπορέσει να λειτουργήσει και ως ξεχωριστό franchise, το χτίσιμό του πάντως γίνεται σε γερά θεμέλια.