Όταν κυκλοφόρησε στις γαλλικές αίθουσες η ταινία Τανγκί του Ετιέλ Σατιγιέζ, πριν από 15 χρόνια, σόκαρε κωμικά τους Γάλλους με το θράσος ενός 28χρονου να παραμένει στο σπίτι των γονιών σε τόσο προχωρημένη ηλικία – ίδιον της ανώριμης, μεσογειακής κουλτούρας υπερπροστασίας, και εντελώς αντίθετη, ως νοοτροπία και πρακτική, προς το βορειότερο και πιο ευρωπαϊκό τμήμα του Εξαγώνου. Η εξάπλωση της κρίσης δεν επιτρέπει πλέον διακρίσεις σε εθνικές συμπεριφορές και δεν τίθεται καν θέμα απογαλακτισμού όταν στο Μαμά, Γύρισα η 43χρονη ηρωίδα, χωρισμένη και χρεοκοπημένη, αναγκάζεται να επιστρέψει στη μάνα της και να υποστεί τα χούγια που τόσο έχει ξεσυνηθίσει, χωρίς να παραβλέπει τη μητρική εγκαρδιότητα και την περιστασιακή σωτηρία που της προσφέρει μια γυναίκα με δική της προσωπική ζωή. Η χειρότερη συμβουλή, λένε, είναι να δίνεις συμβουλές και η μάνα Ζοζιάν Μπαλασκό, μια υπέροχη κωμικός με ανενδοίαστη εναλλαγή από την μπαλαφάρα στο λεπτό συναίσθημα, δεν γίνεται να μην το κάνει στο παιδί της, ειδικά όταν η οικογένεια μαζεύεται στο σπίτι για ένα τραπέζι-κόλαση, όπου τα μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια και η κόντρα ανάμεσα στις δύο κόρες αναζωπυρώνεται. Υπάρχει περισσότερο ζουμί στην πλοκή και έρχεται προς το τέλος, αλλά βασικά η κομεντί του Λαβέν ερευνά με γούστο την εξέλιξη της γενιάς Τανγκί στη γενιά Μπούμερανγκ, με την πικρή ήττα των φιλόδοξων παιδιών και την επιστροφή στο αρχικό τετράγωνο της πορείας τους. Η ανάλαφρη πλευρά της ταινίας υπερισχύει του δράματος και ο αισιόδοξος τόνος κυριαρχεί, ακόμη και στα αδιέξοδα και τις δηλητηριώδεις συγκρούσεις – συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες...