Στη διετία 1973-1975, ο παραγωγός Ελί Λάντο έκανε την παραγωγή στη μεταφορά 14 σημαντικών θεατρικών έργων στον κινηματογράφο, γυρισμένων όλα από επιφανείς σκηνοθέτες, αλλά με στοχευμένο κοινό, αφού προβλήθηκαν σε 500 αίθουσες τετρακοσίων πόλεων των ΗΠΑ, με συνδρομητική εγγραφή που ίσχυε για όλα τα φιλμ. Με αυτό το μοναδικό σκεπτικό, που έκτοτε δεν έχει επαναληφθεί, ο Λαντάου ολοκλήρωσε μια ιδιότυπη διαδρομή στον χώρο, αφού ξεκίνησε από την τηλεόραση αλλά είχε πάντα στον νου και τις προθέσεις του σοβαρά έργα, κατά βάση θεατρικά, ψάχνοντας τον τρόπο και τους χρηματοδότες να τα πακετάρει σε αξιοπρεπές περιτύλιγμα και, πάντα, να σεβαστεί την πηγή. Αποκλείοντας την έξτρα κινηματογραφικότητα (ταυτόχρονα πηγαίνοντας κόντρα σε μια εποχή αμφισβήτησης και αποδόμησης των κλασικών εν γένει), οι διασκευές έμοιαζαν με πιστές αναπαραγωγές, αλλά φιλμαρισμένες για αρχειακό κυρίως λόγο. Ο Γαλιλαίος, πάνω στη σκέψη και στην καταδίκη του αιρετικού για την Καθολική Εκκλησία, εμβληματικού φιλόσοφου και επιστήμονα, του Μπέρτολτ Μπρεχτ δεν αποτελεί εξαίρεση. Σκηνοθετημένος από τον παλιό συνεργάτη του Γερμανού νεωτεριστή, τον Τζόζεφ Λόουζι, ο οποίος ήταν εκείνος που ανέβασε την αγγλική εκδοχή της παράστασης για πρώτη φορά στο Λος Άντζελες αμέσως μετά τον πόλεμο, με τον Τσαρλς Λότον στον κεντρικό ρόλο, κρατάει τα βασικά στοιχεία εκείνης της βερσιόν, με τον Τοπόλ, γνωστό από τον Βιολιστή στη Στέγη, στον ρόλο του Γαλιλαίου και ένα λαμπρό καστ ηθοποιών, από τον Τζον Γκίλγκουντ και τον Μάικλ Λονσντέιλ μέχρι τη Μάργκαρετ Λέιτον και το νεαρό Τομ Κόντι. Η πρώτη σκηνή, με το πανοραμίκ που δείχνει τα φώτα της σκηνής, παραπέμπει ευθέως στη διάχυτη υφή της θεατρικότητας που δεν θα προδοθεί στη διάρκεια της ταινίας όσο κι αν κάποια από τα σκηνικά σποραδικά αναιρούν την αίσθηση του κλειστού δωματίου και προς το φινάλε του κατ' οίκον περιορισμού. Μερικοί από τους διαλόγους ανάμεσα στους σπουδαίους ηθοποιούς είναι εξαιρετικοί, στρατηγικά τοποθετημένοι στη μεγάλη διάρκεια μιας ταινίας που σαφώς λειτουργεί περισσότερο ως παρακαταθήκη ενός θαρραλέου, ακόμη και σήμερα ενδιαφέροντος έργου του μεγάλου μοντερνιστή δραματουργού, παρά ως κινηματογραφικό δημιούργημα με ξεχωριστή άποψη.