ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

«Χαμένοι στη μετάφραση», είκοσι χρόνια μετά

Το «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφία Κόπολα έγινε 20 χρονών Facebook Twitter
Η αίσθηση που θέλει να μεταδώσει το «Χαμένοι στη Μετάφραση» είναι εκείνη της μοναξιάς, του μη ανήκειν, αλλά και της λαχτάρας για την καταπολέμησή τους, της επιγενόμενης ανάγκης να (επι)κοινωνηθούν αυτά τα συναισθήματα.
0

Σαν σήμερα πριν από είκοσι χρόνια έκανε την πρεμιέρα τoυ στο φεστιβάλ του Telluride το «Χαμένοι στη μετάφραση» της Σοφία Κόπολα. Η ταινία έκανε τον γύρο των φεστιβάλ, αποσπώντας θετικές κριτικές, προβλήθηκε και στο διαγωνιστικό πρόγραμμα των Νυχτών Πρεμιέρας, και μάλιστα απέσπασε  την πρώτη Χρυσή Αθηνά στην ιστορία του αθηναϊκού φεστιβάλ – εκείνη τη χρονιά καθιερώθηκε το βραβείο.

Λίγοι περίμεναν ότι η ταινία θα έφτανε μέχρι τα Όσκαρ, φεύγοντας με εκείνο του Πρωτότυπου Σεναρίου, και μάλλον κανείς δεν φανταζόταν ότι θα χτυπούσε την ευαίσθητη χορδή τόσων σινεφίλ και ότι η αγάπη των τελευταίων γι’ αυτή θα θέριευε μέσα στα χρόνια, ούτε ότι θα έφτανε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κινηματογραφικού κανόνα του 21ου αιώνα.

Η Σοφία Κόπολα είχε ήδη κερδίσει τον πρώτο γύρο απέναντι στους δύσπιστους, για τους οποίους ήταν μέχρι τότε το «κορίτσι του μπαμπά», ένα «nepo baby», όπως θα λέγαμε σήμερα, και η «πηγή της καταστροφής» του «Νονού 3». Αυτή η πρώτη νίκη της ήρθε χάρη στις «Αυτόχειρες Παρθένους», την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τζέφρι Ευγενίδη. Στο πρωτογενές υλικό υπάρχει μια δριμεία κριτική του αμερικανικού συντηρητισμού, οι φορείς του οποίου καταπνίγουν την πρωτοβουλία και την ιδιαιτερότητα, και όταν αναπόφευκτα συμβαίνει η τραγωδία, την αποδίδουν σε εξωγενή «πειρασμό», σε «ατυχές περιστατικό», στην «ατομική ευθύνη».

Για τη «δύσκολη» δεύτερη ταινία της λοιπόν –τη λέμε δύσκολη επειδή o εκάστοτε σκηνοθέτης καλείται να αποδείξει ότι δεν στάθηκε τυχερός την πρώτη φορά– η σχεδόν τριαντάχρονη τότε δημιουργός άντλησε έμπνευση από προσωπικά της βιώματα. Τον καιρό μετά τον «Νονό», όταν έψαχνε ακόμα τι «θα γίνει όταν μεγαλώσει», μετακόμισε στο Τόκιο και αυτή η εμπειρία της στάθηκε αφορμή για να προχωρήσει στη συγγραφή του σεναρίου που θα γινόταν το «Χαμένοι στη μετάφραση».

Η Κόπολα ιχνηλατεί την ευθεία γραμμή που ενώνει τις πέντε αδελφές Λίσμπον, αφουγκράζεται τη μελαγχολία τους, αναθέτοντας στους Air να κεντήσουν αρμοστά γλυκόπικρες indie συνθέσεις, και αναδεικνύει μέσω των κάδρων και του τόνου αυτό που δυσκολεύονται να κατανοήσουν οι ενήλικες, πια, αρσενικοί αφηγητές. Αν θες να ανακαλύψεις τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του ντεμπούτου και της δεύτερης ταινίας της, θα τον εντοπίσεις ακριβώς σε αυτή την αδυναμία των τελευταίων να «μεταφράσουν» τις αδερφές Λίσμπον.

Το «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφία Κόπολα έγινε 20 χρονών Facebook Twitter
Την εποχή μετά τον «Νονό», όταν έψαχνε ακόμα τι «θα γίνει όταν μεγαλώσει», μετακόμισε στο Τόκιο και αυτή η εμπειρία της στάθηκε αφορμή για να προχωρήσει στη συγγραφή του σεναρίου που θα γινόταν το «Χαμένοι στη μετάφραση».

Για τη «δύσκολη» δεύτερη ταινία της λοιπόν –τη λέμε δύσκολη επειδή o εκάστοτε σκηνοθέτης καλείται να αποδείξει ότι δεν στάθηκε τυχερός την πρώτη φορά– η σχεδόν τριαντάχρονη τότε δημιουργός άντλησε έμπνευση από προσωπικά της βιώματα. Την εποχή μετά τον «Νονό», όταν έψαχνε ακόμα «τι θα γίνει όταν μεγαλώσει», μετακόμισε στο Τόκιο και αυτή η εμπειρία της στάθηκε αφορμή για να προχωρήσει στη συγγραφή του σεναρίου που θα γινόταν το «Χαμένοι στη μετάφραση». Ο ένας κεντρικός χαρακτήρας του σεναρίου είναι μια γυναίκα που διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής της και, σωστά μαντέψατε, ακόμα δεν ξέρει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει.

Έχει ακολουθήσει τον φωτογράφο σύζυγό της στο Τόκιο για μια πολυήμερη φωτογράφισή του και περνά την περισσότερη μέρα μόνη της. Ο δεύτερος χαρακτήρας είναι ένας μεσήλικας χολιγουντιανός σταρ, παντρεμένος, σε κρίση ηλικίας, που βρίσκεται εκεί για να βγάλει πολλά και γρήγορα λεφτά διαφημίζοντας το γιαπωνέζικο ουίσκι Suntory – fun fact: μια τέτοια διαφήμιση είχε κάνει και ο πατέρας της με τον Κουροσάβα στα '80s.

Για τον ρόλο του δεύτερου η Κόπολα επέλεξε τον Μπιλ Μάρεϊ, τον οποίο πολιορκούσε ασφυκτικά για έναν χρόνο, καθώς δεν μπορούσε να φανταστεί άλλον στη θέση του. Ο θρύλος, μάλιστα, θέλει τον Μπιλ Μάρεϊ να συμφωνεί προφορικά όταν τελικά συναντήθηκαν από κοντά, αλλά να μην έχει υπογράψει συμβόλαιο, με αποτέλεσμα η παραγωγή να έχει μεταφερθεί στο Τόκιο, τα γυρίσματα να είναι έτοιμα να ξεκινήσουν και η Κόπολα να περιμένει ανήσυχη μέχρι τελευταία στιγμή, φοβούμενη ότι ο Αμερικανός σταρ τελικά δεν θα εμφανιστεί. Στον ρόλο της πρώτης, που ως ένα σημείο αποτελεί και avatar της ίδιας, επέλεξε την ανερχόμενη τότε Σκάρλετ Γιόχανσον. Και έπεσε διάνα, δεν μπορείς να φανταστείς άλλους ηθοποιούς στη θέση των δυο τους.

Το «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφία Κόπολα έγινε 20 χρονών Facebook Twitter
Κατά το πρώτο ημίωρο η Κόπολα μας συστήνει την κατάσταση των χαρακτήρων και την αδυναμία τους να ενσωματωθούν σε μια ξένη πόλη, να συγχρονιστούν με τους ρυθμούς της, να κατανοήσουν την κουλτούρα της.

Ο ακόμα άγουρος μαγνητισμός της Σκάρλετ και τα ενστικτώδη ερμηνευτικά τικ δείχνουν έναν άνθρωπο μη κατασταλαγμένο, αποπροσανατολισμένο, αλλά πρόθυμο να αρπάξει τη ζωή από τα κέρατα με την πρώτη ευκαιρία – μόνο που δεν ξέρει πότε και πώς. Το πολυκαιρισμένο πρόσωπο και το κουρασμένο, πλην με σπινθηροβόλες εξάρσεις βλέμμα του Μπιλ Μάρεϊ δεν αναπαριστούν απλά αλλά μεταφέρουν σχεδόν βιωματικά την κρίση ηλικίας, μα και τη θέληση για έξοδο από αυτή, χώρια που οι αυτοσχεδιαστικές του ικανότητες αναβαθμίζουν τα κωμικά επεισόδια, χωρίς τα οποία θα ήταν αδύνατη η μετάδοση της αίσθησης της χαρμολύπης – ή, τουλάχιστον, του πρώτου συνθετικού της.

Δεν χρησιμοποιήσαμε τυχαία τη λέξη «αίσθηση». Βλέπεις, υπάρχουν κλασικές αφηγηματικές ταινίες, με σφιχτοδεμένη πλοκή, που θέλουν να αφηγηθούν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, υπάρχουν δράματα χαρακτήρα, υπάρχουν ταινίες δοκιμιακού τύπου, που επιβεβαιώνουν τη θεωρία της επονομαζόμενης κάμερας-στιλό και, έπειτα, υπάρχουν και ταινίες που επιχειρούν να μεταδώσουν κινηματογραφικά μια αίσθηση, ταινίες που απευθύνονται πρωτίστως στο θυμικό.

Το «Χαμένοι στη μετάφραση» ανήκει σε αυτές τις τελευταίες και η αίσθηση που θέλει να μεταδώσει είναι εκείνη της μοναξιάς, του μη ανήκειν αλλά και της λαχτάρας για την καταπολέμησή τους, της επιγενόμενης ανάγκης να (επι)κοινωνηθούν αυτά τα συναισθήματα. Το διαχρονικά viral αρχικό πλάνο με το ροζ see-through εσώρουχο της Γιόχανσον δεν αποτελεί απλώς ένα φετιχιστικό κάδρο, μας πληροφορεί με το καλημέρα ότι η επιθυμία της ηρωίδας να αποκαλυφθεί, να φανερωθεί το εσωτερικό της, έχει γίνει επιτακτική.

Το «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφία Κόπολα έγινε 20 χρονών Facebook Twitter
Το διαχρονικά viral αρχικό πλάνο με το ροζ see-through εσώρουχο της Γιόχανσον δεν αποτελεί απλώς ένα φετιχιστικό κάδρο. Η λειτουργία του είναι να μας πληροφορήσει με το καλημέρα ότι η επιθυμία της ηρωίδας να αποκαλυφθεί, να φανερωθεί το εσωτερικό της, έχει γίνει επιτακτική.

Κατά το πρώτο ημίωρο η Κόπολα μας συστήνει την κατάσταση των χαρακτήρων και την αδυναμία τους να ενσωματωθούν σε μια ξένη πόλη, να συγχρονιστούν με τους ρυθμούς της, να κατανοήσουν την κουλτούρα της. Οι neon φωτισμοί του Τόκιο μοιάζουν γοητευτικοί, πλην αφιλόξενοι. Το κεφάλι του Μπιλ Μάρεϊ ξεχωρίζει λόγω ύψους μέσα στο ασανσέρ, το μέρος όπου οι δυο χαρακτήρες θα βρεθούν για πρώτη φορά στο ίδιο πλάνο, αν και η γνωριμία τους θα έρθει αργότερα, στο 31ο λεπτό. Αυτό που θα αναπτυχθεί μεταξύ τους στη συνέχεια δεν είναι ακριβώς μια ερωτική σχέση, αν και ο ερωτισμός υφέρπει και από ένα σημείο κι έπειτα γίνεται έκδηλος.

Θα δεις την ταινία να μνημονεύεται από μερικούς ως μια σημαντική προσθήκη στα «καταραμένα ρομάντζα» του σινεμά, μα στην πραγματικότητα αυτή η σύντομη συνάντηση ανάμεσα στη Σάρλοτ και στον Μπομπ Χάρις δεν αποτελεί μια μικρή ερωτική ιστορία που, όπως συμβαίνει συνήθως, έπεσε θύμα κακού timing. Η γνωριμία τους έρχεται ακριβώς στο σωστό timing, καθώς αυτό που αναζητούν αμφότεροι είναι η επικοινωνία, θέλουν να «μεταφράσουν» τον άλλο και να «μεταφραστούν» οι ίδιοι.

Το «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφία Κόπολα έγινε 20 χρονών Facebook Twitter
Το κεφάλι του Μπιλ Μάρεϊ ξεχωρίζει λόγω ύψους μέσα στο ασανσέρ, το μέρος όπου οι δυο χαρακτήρες θα βρεθούν για πρώτη φορά στο ίδιο πλάνο, αν και η γνωριμία τους θα έρθει αργότερα, στο 31ο λεπτό.

Και, φυσικά, επικοινωνία δεν είναι μόνο η γλώσσα. Επικοινωνία μπορεί να είναι μια εμφατική σιωπή στο ασανσέρ. Ένα βλέμμα όλο νόημα την ώρα που επιχειρείς να τα φέρεις βόλτα με το «More than this» των Roxy Music στο karaoke – δύσκολο εγχείρημα. Θα μπορούσε να έχει επιλεγεί οποιοδήποτε άλλο τραγούδι για τη σκηνή, μα έπρεπε να είναι αυτό, ένας ύμνος στην ακαταμάχητη σαγήνη της στιγμής – «more than this, you know there’s nothing, more than this, tell me one thing», λέει το δίστιχο. Επικοινωνία μπορεί να είναι μια αλά nouvelle vague απόδραση με τα χέρια πιασμένα, μέσα από arcade θαλάμους και φλιπεράκια και τα συριστικά μπλιμπλίκια τους και κατεύθυνση μια νυχτερινή αστική θάλασσα από αυτοκίνητα και φθορίζοντες φωτισμούς.

Μπορεί να είναι μια από κοινού παρακολούθηση της φελινικής «Ντόλτσε Βίτα» στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, έστω και με γιαπωνέζικους υπότιτλους – λίγα πράγματα είναι πιο ρομαντικά από το να μοιράζεσαι μια ταινία με κάποιον. Μπορεί, τέλος, να είναι και ένα φευγαλέο, αμήχανο φιλί που αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ μάγουλου και στόματος, μεταξύ κενού και αποβάθρας. Και, φυσικά, μια αγκαλιά κι ένας ψίθυρος στο πλήθος.

Το «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφία Κόπολα έγινε 20 χρονών Facebook Twitter
Πολύ μελάνι χύθηκε γι' αυτό το περιβόητο στιγμιότυπο λίγο πριν από το τέλος, όπου δεν ακούγεται τι ψιθυρίζει στο αυτί της Γιόχανσον ο Μπιλ Μάρεϊ.

Πολύ μελάνι χύθηκε γι' αυτό το περιβόητο στιγμιότυπο λίγο πριν από το τέλος, όπου δεν ακούγεται τι ψιθυρίζει στο αυτί της Γιόχανσον ο Μπιλ Μάρεϊ. Αν διαβάσεις την ιστορία πίσω από αυτή την ιδέα, θα ανακαλύψεις ότι προέκυψε μεταγενέστερα, στο δωμάτιο του μοντάζ. Κάποιοι προσπάθησαν (και τα κατάφεραν) να απομονώσουν και να βελτιώσουν τον ήχο και να αποκαλύψουν το μυστικό, κάποιοι το θεώρησαν εξαρχής μια εξυπνάδα, ένα ανούσιο αίνιγμα με στόχο να προκαλέσει συζητήσεις και να εξασφαλίσει τη συνέχεια της ταινίας μετά το πέρας της προβολής.

Θα μας επιτρέψετε να πάρουμε τις αποστάσεις μας και από τους μεν και από τους δε. Στα μάτια μας, ό,τι κι αν ειπώθηκε μεταξύ των δύο ηρώων, δεν προορίζεται για τα αδιάκριτα αυτιά μας. Ίσως επειδή κάποια πράγματα (πρέπει να) λέγονται μόνο σε εκείνον που μπόρεσε να τα ξεκλειδώσει, αλλιώς καλύτερα να ειπωθούν στην τρύπα ενός πέτρινου μνημείου και να αφεθούν να χορταριάσουν, όπως στο «In the mood for love» του Γουόνγκ Καρ Βάι. Το μυστικό ανήκει στη Σάρλοτ και στον Μπομπ και το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτούς είναι να το αφήσουμε αμετάφραστο, να τους χαρίσουμε αυτήν τη στιγμή ιδιωτικότητας και οικειότητας – διαφορετικά θα σήμαινε ότι όλη αυτή την ώρα δεν τους είχαμε «μεταφράσει» σωστά.

Δεν έχουμε ιδέα τι απέγιναν οι δυο ήρωες μετά το τέλος της ταινίας, αν ξαναβρέθηκαν ποτέ, αν είναι μαζί, αν είναι χώρια, δεν ξέρουμε τι δουλειά κάνει η Σάρλοτ ή αν το χαλί στο γραφείο του Μπομπ έχει χρώμα βουργουνδί. Ξέρουμε μόνο ότι συναντήθηκαν την κατάλληλη ώρα, στη σωστή στιγμή, στο σωστό μέρος, ώστε να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο να βρουν τον δρόμο τους και να μη νιώθουν πια «χαμένοι» – έστω και πρόσκαιρα. Και ξέρουμε ότι το Τόκιο, που στις πρώτες σκηνές φάνταζε ανοίκειο, στο τέλος της ταινίας έχει γίνει πια ζεστό, το νιώθουμε δικό μας, περίπου σαν σπίτι μας, ακριβώς επειδή μοιραστήκαμε μια σειρά από ανθρώπινες εμπειρίες στους δρόμους του μαζί με τους δυο ήρωες.

Και κάποιοι θελήσαμε (και εξακολουθούμε να θέλουμε) να ταξιδέψουμε σ’ αυτό χάρη στην ταινία. Η οποία, όσο μεγαλώνουμε και την επισκεπτόμαστε ξανά, μας αγγίζει βαθύτερα, είτε γιατί πλήθυναν οι περιπτώσεις που ταξιδέψαμε μόνοι στο μεταξύ είτε γιατί έχουν πολλαπλασιαστεί οι φορές που χαθήκαμε κι εμείς στη μετάφραση, σωρεύτηκαν αντίστοιχες περίοδοι. Και, ευτυχώς, η Σάρλοτ και ο Μπομπ ήταν (και θα είναι)  πάντα εκεί για να μας βοηθήσουν να αναγνωρίσουμε και να εκτιμήσουμε όλους τους περαστικούς αγίους μας, εκείνους που πέρασαν για λίγο από τη ζωή μας και ίσως να μην ήρθαν τη στιγμή και με τη μορφή που θέλαμε και αναζητούσαμε δραματικά, αλλά με εκείνη που, στο τέλος της μέρας, χρειαστήκαμε περισσότερο.

Το «Χαμένοι στη Μετάφραση» της Σοφία Κόπολα έγινε 20 χρονών Facebook Twitter
Δεν έχουμε ιδέα τι απέγιναν οι δυο ήρωες μετά το τέλος της ταινίας, αν ξαναβρέθηκαν ποτέ, αν είναι μαζί, αν είναι χώρια, δεν ξέρουμε τι δουλειά κάνει η Σάρλοτ ή αν το χαλί στο γραφείο του Μπομπ έχει χρώμα βουργουνδί.

Κι όσο για τη σκηνοθέτιδα, κατά κάποιον τρόπο κατάφερε με αυτή την ταινία να δικαιώσει στον πραγματικό κόσμο το όνειρο του κινηματογραφικού πατέρα της Μάικλ Κορλεόνε – και, φυσικά, του βιολογικού της πατέρα. Για να παραφράσουμε τη γνωστή ατάκα από τον «Νονό 3», μετά το «Χαμένοι στη μετάφραση», όταν ακούνε Κόπολα, δεν σκέφτονται μόνο το όνομα Φράνσις Φορντ. Και αυτό το κέρδισε με το σπαθί της, μεταφράζοντας τις σκέψεις της, τις ανησυχίες της και τις εμπειρίες της σε αγνό, ανθρώπινο, προσωπικό σινεμά. Δικό της και δικό μας.

Lost in Translation Trailer

Η ταινία «Χαμένοι στη μετάφραση» προβάλλεται σε ειδική προβολή την Τετάρτη 30 Αυγούστου στις 20:15 στον κινηματογράφο Άνεσις, σε συνεργασία με την κοσμαγάπητη σινεφιλική σελίδα «ο Χρήστος δεν μένει πια εδώ».

Οθόνες
0

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ένα στα γρήγορα με την Taylor Swift

Pulp Fiction / Ένα στα γρήγορα με την Taylor Swift

Τη στιγμή που οι δύο υποψήφιοι Πρόεδροι, ο Μπάιντεν χιουμοριστικά και ο Τραμπ απειλητικά, επικαλούνται την προτίμησή της για να επηρεαστούν οι ψηφοφόροι των προεδρικών εκλογών, η Τέιλορ Σουίφτ ξεφουρνίζει ένα ακόμα μουσικό ημερολόγιο με επικάλυψη μελαγχολικής εκδίκησης έναντι των πρώην της και την ίδια synthpop μονοτονία που επιμένει να σπάει ρεκόρ.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
«Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

The Review / «Civil War»: Γιατί μια ταινία δράσης έχει φρικάρει τόσο τους Αμερικανούς θεατές;

Ο Γιάννης Βασιλείου και ο Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος, κριτικός στο Αθηνόραμα, αναλύουν τη νέα ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ, που μόλις κυκλοφόρησε στις αίθουσες και τρομάζει τους Αμερικανούς θεατές.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μην ανοίγεις την πόρτα

Οθόνες / «Μην ανοίγεις την πόρτα»: Το χειροποίητο αλλά καθόλου ερασιτεχνικό θρίλερ των Unboxholics

Η πρώτη τους ταινία είναι λογικό να αποτελεί τη συνισταμένη των επιρροών τους αλλά και τόσο παρήγορο να συνορεύει με ένα λιντσικό σύμπαν ψυχολογικού θρίλερ, αντί να αναπαράγει απότομες τρομάρες και δωρεάν ανατριχίλες. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία  στη μνήμη

Daily / The Sympathizer: Όλοι οι πόλεμοι διεξάγονται δύο φορές, μία στο πεδίο της μάχης και μία στη μνήμη

Σατιρικό δράμα και περιπέτεια κατασκοπίας συγχρόνως, η νέα φιλόδοξη σειρά του HBO διαθέτει, ανάμεσα στα άλλα σημαντικά της ατού, τον Παρκ Τσαν-γουκ στη σκηνοθεσία και τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ σε τέσσερις διαφορετικούς ρόλους.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Pulp Fiction / Το νέο Χόλιγουντ των 80άρηδων στο Φεστιβάλ Καννών

Ο Κόπολα πούλησε τα φημισμένα αμπέλια του και σκάρωσε ένα από τα ακριβότερα στοιχήματα στην ιστορία του σινεμά. Όμως, το Φεστιβάλ Καννών των auteurs και των κινηματογραφιστών αιχμής έχει τόση ανάγκη τους καταξιωμένους δημιουργούς μιας αλλοτινής εποχής;
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Γιώργος Αρβανίτης: «Έλεγα "είμαι καλύτερος" και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Οι Αθηναίοι / Γιώργος Αρβανίτης: «Πείσμωνα για να γίνω ο καλύτερος και δεν με πήρε η φτώχεια από κάτω»

Από μια νιότη γεμάτη αντιξοότητες, ο τροχός για εκείνον γύρισε, η ζωή του στράφηκε στο φως και έγινε βιβλίο. Η Ευρώπη τον ανακάλυψε από τις ταινίες του Αγγελόπουλου, στις ιστορίες του πρωταγωνιστούν ο Φίνος, ο Μαστρογιάνι και ο Κουροσάβα. Ο πολυβραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας που ήταν «πάντα την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος» είναι ο Αθηναίος της εβδομάδας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Εμφύλιος πόλεμος

Οθόνες / «Εμφύλιος πόλεμος»: Μυθοπλαστική εικασία ή ρεαλιστικό σενάριο;

Με μια φιλμογραφία γεμάτη ζόμπι, κλώνους και αποκυήματα φαντασίας, αυτή είναι η λιγότερο αλληγορική ταινία του Άλεξ Γκάρλαντ που επιλέγει να μην εξηγήσει τις αιτίες του διχασμού, επιμένει σε μια πολιτική ασάφεια και δεν κατονομάζει τον Τραμπ.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Baby Reindeer: Ποτέ η φράση “sent from my iPhone” δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Daily / Baby Reindeer: Ποτέ η φράση «sent from my iPhone» δεν έμοιαζε πιο τρομακτική

Ισορροπώντας ανάμεσα στο θρίλερ, το κοινωνικό δράμα και τη μαύρη κωμωδία, η αυτοβιογραφική σειρά του Netflix αφηγείται με συνταρακτικό τρόπο μια αληθινή ιστορία κακοποίησης, μαζοχισμού και τραύματος.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Οθόνες / Γέλιο-κονσέρβα: Ο θάνατος του πιο απόκοσμου και μισητού ήχου στην τηλεόραση

Το laugh track στις κωμικές σειρές αντιπροσώπευε την ψευδαίσθηση μιας κοινότητας, αλλά τώρα ακόμη κι αυτή η ψευδαίσθηση έχει χάσει τη λάμψη της. Καμία σειρά με γέλιο-κονσέρβα δεν έχει κερδίσει το βραβείο Emmy καλύτερης κωμωδίας εδώ και σχεδόν 20 χρόνια.
THE LIFO TEAM
Σάκης Καρπάς: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Οθόνες / Unboxholics: «O κόσμος θα μας πει να συνεχίσουμε ή θα μας στείλει σπίτι μας»

Καθώς το «Μην ανοίγεις την πόρτα», το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Unboxholics, ετοιμάζεται να βγει στις αίθουσες, ο Σάκης Καρπάς μας μιλά για το δάσος και άλλα πράγματα που τους τρομάζουν, για αγαπημένες ταινίες και games τρόμου, αλλά και για την άδικη δαιμονοποίηση των gamers.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των 90s;

Pulp Fiction / Γιατί επιστρέφουμε συνεχώς στο σινεμά των '90s;

Είναι η δεκαετία του '90 η καλύτερη όλων στο σινεμά; Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος συζητά με την κριτικό και αρθρογράφο της LiFO Ειρήνη Γιαννάκη για τη δεκαετία που ξεκίνησε με το «Pretty Woman», το «Goodfellas», το «Χορεύοντας με τους λύκους» και το «Μόνος στο σπίτι» και έκλεισε με τα «Μάτια ερμητικά κλειστά», την «Έκτη αίσθηση», το «Matrix» και το «Fight Club».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ