Strange fruit

Strange fruit Facebook Twitter
6
Strange fruit Facebook Twitter

Διαβάζω την Κυρία που τραγουδάει τα μπλουζ στην κουζίνα, ενώ θα της ταίριαζε κι ένα μπορντέλο του Nότου, εκεί όπου πρωτοάκουσε τζαζ ως παιδί. Ωστόσο, η Lady Day «δεν είχε αυτό το κάτι που θα την έκανε πραγματική πουτάνα».

Αγοράζω ασυναίσθητα μια κονσέρβα κόκκινα φασόλια∙ για να τα φτιάξω με κρέας και σκόρδο, όπως η Μπίλι, όταν δεν άντεχε το βρετανικό φαγητό, σε δωμάτιο λονδρέζικου ξενοδοχείου. Ακούω ό,τι τραγούδησε και δεν τραγούδησε και το αποκαλώ «έρευνα» – λατρεύω την έρευνα. Ανακατεύω μπαχαρικά χορεύοντας το «All of me» με μια γλυκιά καυτερή θλίψη φτιαγμένη από τσίλι και στίχο: «You took the best, so why not take the rest». Τα δίνει όλα στον μάγκα. Σε κάθε νότα, λίγο από το αίμα της. Το σόλο σαξόφωνο σκίζει το χάραμα. Συνέρχομαι με το χαρούμενο «The way you look tonight». Τρώω τα φασόλια.

Μιλάω με λέξεις της: «Η χώρα ρημάζεται, μας 'φάγαν οι "ασπρουλιάρηδες", θα ξεκουνηθούμε οι "ξεκωλιάρες";». «Ξεκωλιάρες»: Γυναίκες τεμπέλες, φιλάρεσκες, που αράζουν ανάσκελα, μη κουνώντας το δαχτυλάκι τους. «Ασπρουλιάρηδες»: Οι φλώροι που όλα τούς έρχονται εύκολα. Δεν είναι όλοι ασπρουλιάρηδες για την Μπίλι. Μερικοί αξιόλογοι μάγκες είναι «λευκοί». Όταν πέθανε η μαμά της, η Μπίλι έμεινε μόνη, εφόσον οι συγγενείς της εξαφανίστηκαν οριστικά στον «κόσμο των ασπρουλιάρηδων». Στο άλλο σύμπαν, δηλαδή, που εκείνη την εποχή συναντιέται μόνο σε μπαρ όπου ο καλλιτέχνης μπαίνει από άλλη είσοδο και δεν κάθεται ΠΟΤΕ στα τραπέζια των λευκών. Η άλλη αγαπημένη της λέξη είναι «πανάθεμα». Κι έχει λόγους να τη λέει, πανάθεμα.  

Βυθίζομαι στον κλαυσίγελο, στη βαθιά ζωή της – ελπίζω να καταφέρω να βγω. Το να είσαι μαύρη, φτωχιά και παρατημένη από μπαμπά στον αμερικανικό Νότο είναι σαν να σε έχουν πετάξει σε ένα άπατο πηγάδι δίχως σκοινί. Η Μπίλι σχεδόν τα κατάφερε. Μέχρι η φορά της ζωής και οι μπάτσοι να την τραβήξουν πάλι στο σκότος, πάνω που μόλις είχε καταφέρει, στα σαράντα, γδέρνοντας και ξύνοντας με τα νύχια της, να βγει και να ξαποστάσει λίγο στην επιφάνεια, τότε που έβγαζε πια χιλιάδες δολάρια και είχε επιτέλους τον άνθρωπό της. Όμως το πάτωμα της φυλακής είναι σκληρό και κρύο, ακόμα κι αν έχεις μια υπέροχη μινκ για να ξαπλώσεις πάνω της. Κι εκείνη το υφίσταται επανειλημμένα. Τι κι αν έχει άσπρες τουαλέτες, άσπρες γαρδένιες και άσπρη πρέζα; Είναι ακόμα μαύρη.

Strange fruit Facebook Twitter

Η μάνα της τη γέννησε στα δεκατρία – ήταν ένα παιδάκι που προσπαθούσε να μεγαλώσει ένα παιδάκι. Έκανε τα πάντα γι' αυτήν, αλλά έλειπε και πάντα. Ο μπαμπάς τούς εγκατέλειψε για τη ζωή του μουσικού. Η υπέροχη γιαγιά της τη λάτρευε, αλλά πέθανε νωρίς. Η μικρή Μπίλι δούλευε από τα έξι, κοιμόταν με άλλους τρεις σ' ένα δωμάτιο, έτρωγε ξύλο από τη θεία και σεξουαλική παρενόχληση από τον ξάδερφο. Πρωτοάκουσε τζαζ σε μπορντέλο, όπως πολύς κόσμος εκείνη την εποχή: το σφουγγάριζε τσάμπα, πλήρωνε κιόλας για να την αφήνουν ν' ακούει τη μουσική που λάτρευε. Στα δέκα τη βίασε άγρια ένας μαύρος σαραντάρης. Στα δεκατρία έφυγε με ένα κοτόπουλο σε ένα καλάθι για τη Νέα Υόρκη. Εκεί πουλήθηκε για λίγο, παρότι «φοβόταν το σεξ σαν τον θάνατο», με αυστηρό όρο να το κάνει μόνο με λευκούς, διότι δεν άντεχε το μέγεθος των μαύρων: τότε οι μαύροι την έστειλαν φυλακή. Πράγμα που της έμαθε ότι το μεγαλύτερο κακό θα σ' το κάνουν αυτοί που απορρίπτεις.

Να γιατί τραγουδάει σπαραξικάρδια. To «Μy Μan» το τραγούδησε όταν ο man της ήταν στη φυλακή, όπως έκανε αργότερα και η Έιμι, καθώς οι μπάτσοι περίμεναν να τη συλλάβουν: ένας τουλάχιστον του Ηθών εθεάθη να δακρύζει πάνω στο κασμίρ παλτό του καθώς την άκουγε∙ τη συνέλαβε όμως.

Η Μπίλι είναι συμβιβασμένη με τις καταστροφές. «Αν το μόνο που περιμένεις είναι μπλεξίματα, ίσως να έρθουν κι ευτυχισμένες μέρες. Αν περιμένεις ευτυχία – πρόσεχε» λέει, σε αντίθεση με τη new age φιλοσοφία, κατά την όποια το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου όταν είσαι «αισιόδοξος». Δεν συνωμότησε – μόνο τη χαστούκιζε το παλιοσύμπαν. Τέλος, το παίρνει απόφαση, τραβάει και μια καρέκλα: «Καλημέρα πόνε, κάτσε!» λέει.

Ακούω το «Body and Soul» και σε εκτέλεση Έιμι – που όταν τη ρώτησαν αν έχει την Μπίλι για πρότυπο, είπε, «fuck her», πράγμα που δεν τη γλίτωσε από τη μοίρα που προσπαθούσε να ξορκίσει βρίζοντας: πέθανε τσάμπα κι αυτή. Οι δυο τους χρειάστηκαν τη σκοτεινιά για να παράγουν τέτοιο βάθος. Τι κι αν η Γουάινχαουζ είναι ασπρουλιάρα; Η μόνη μας πατρίδα, η παιδική ηλικία, σε βρίσκει∙ και σου δίνει μια στο κεφάλι. Όπως η Έιμι, η Μπίλι ονειρευόταν ένα δικό της κέντρο γεμάτο κόσμο, όπου θα τραγουδούσε ό,τι ήθελε – δεν τα κατάφεραν. Όπως η Ζοζεφίν Μπέικερ, ονειρευόταν να προσφέρει σπίτι σε αδέσποτα παιδιά, επειδή «οι μεγάλοι τα βγάζουνε πέρα με κάποιον τρόπο – τα παιδιά όμως;». Ήταν ένας τρόπος να θεραπεύσουν τα παιδιά μέσα τους. Οι δυο τους είχαν πορείες Σταχτοπούτας σε μια περίοδο που το να γεννηθείς μαύρη ήταν η πιο δυσμενής μετενσάρκωση – λίγο πάνω απ' τα σαλιγκάρια. Αλλά, ενώ οι «ξεκωλιάρες» κουνάν τις κωλάρες, στο παράλληλο σύμπαν η βαθιά εμπειρία ζωής μαγεύει στον αιώνα τον άπαντα.

Βαριέμαι τις βιογραφίες. Είναι συνήθως κακογραμμένες από άλλον. Αυτή εδώ όμως κυλάει στον ουρανίσκο σαν ψέμα. Και παρότι ζόρικη, σε ζεσταίνει σαν την αλήθεια. Κι ας λένε ότι περιέχει ψέματα. Στον πάτο κάθεται όλη η αλήθεια της τζαζ: μπορείς να τη φας με το κουταλάκι. Η ίδια η Μπίλι σου μιλάει με φωνή που τσακίζει. Επειδή είναι τσακισμένη. «Όταν είσαι φτωχός, μεγαλώνεις γρήγορα». «Χωρίς φίλους δεν πας πουθενά». «Έγινα διάσημη – όταν σας συμβεί κάτι τέτοιο, τον νου σας». «Τι θα πει ο κόσμος; Αυτό είναι πρόβλημα στους κύκλους των ασπρουλιάρηδων». Και: «Δεν είμαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία γκόμενα που παντρεύτηκε προσπαθώντας ν' αποδείξει κάτι σε κάποιον». Ο γαμπρός, ο Τζίμι Μονρό, λοιπόν, γύριζε σπίτι με κραγιόν στο πουκάμισο και τότε η Μπίλι του έλεγε: «Μη μου εξηγείς». Έτσι, συμπυκνώνοντας την πίκρα ολόκληρου γάμου, έγραψε το «Don't Εxplain (just say you 'll remain)», δείχνοντας αδυναμία στην απομίμηση του πατέρα της που αποτελούσε ο σύζυξ. Αυτός, λοιπόν, και όσοι γυρνάνε σπίτι με κραγιόν στα μούτρα τους ευθύνονται που «ένα σωρό βλαμμένες» κλαίν' με αυτό το τραγούδι. Και κάπως έτσι γράφονται οι τραγουδάρες.

Ο Τζίμι, αλλά και η διάλυση του γάμου τους, έριξαν την Μπίλι στα σκληρά – και στη φυλακή. Ανατριχιάζω όταν δηλώνει: «Κανείς δεν λέει τη λέξη "πείνα" όπως εγώ. Ούτε τη λέξη "αγάπη"... Ίσως γιατί θυμάμαι τι σημαίνουν... Πρέπει να 'χεις φαΐ για να φας, πρέπει να 'χεις λίγη αγάπη στη ζωή». Εκείνη, επειδή τη μοίραζε στο σπίτι της, το κέντρο διερχομένων που μύριζε φαγητό από τα χεράκια της μάμα, είχε λίγη αγάπη. Ευρωπαίοι θαυμαστές, σε εξάρσεις λατρείας, της έστελναν προσκλήσεις φιλοξενίας και χρήματα στη φυλακή. Λένε ότι «το κοινό την αγκάλιασε» – αλλά πόσο να σ' αγκαλιάσει «το κοινό»; Εκλιπαρούσε την αγάπη, όπως τον πατέρα που σ' εγκαταλείπει. Ένιωθε ότι «κανείς στον κόσμο δεν ενδιαφερόταν για 'κείνη». Κι ας ήξερε πια τους πάντες. Sara Vaughan, Έλα Φιτζέραλντ, Τσακ Μπέρι. Παρελαύνουν διάσημοι στο βιβλίο, δεν είναι όμως αυτό το ζουμί. Το ζουμί είναι στη Σταχτοπούτα που της 'κλέψαν το γοβάκι. Εκεί που λες θα γίνει το θαύμα τώρα, πάρ' την κάτω. Και ο πρίγκιπας σκάρτος.

«Ήταν μια τραγική φιγούρα που αισθανόταν, παρά σκεφτόταν», έγραψε συγκαταβατικά μια κριτικός – με δάνειο κι εξοχικό, υποθέτω. Ε, και; Είναι κι αυτός ένας τρόπος να ζήσεις τη ζωή σου. Όχι υποδεέστερος. Πέρα από διεφθαρμένους μπάτσους και άτιμη ζωή, το βιβλίο ξεχύνει στο δωμάτιο τζαζ μαγεία – κολυμπάω μέσα της για μέρες. Πώς οι μουσικοί τζάμαραν και ηχογραφούσαν χωρίς παρτιτούρες; Πώς έστρωναν τους μαύρους κώλους τους και τα πράγματα απλώς γίνονταν –κι ακόμα προσπαθούν να καταλάβουν, οι πιο επιστημονικοί μουσικοί ας πούμε, πώς έβγαινε η ηχογράφηση τόσο τέλεια– πανάθεμα; Υπήρχε ευτυχία στη φωτογραφία της Μπίλι με τους μουσικούς της. Κι όταν είχε στη σκηνή τον αγαπημένο της σαξοφωνίστα, έλαμπε, βρισκόταν σ' ένα ουράνιο μέρος που «θα ψόφαγα» να επισκεφτώ. Και να χορέψω σουίνγκ εκεί που γεννήθηκε, στην 131η Οδό! Μάγκα μου! Παρότι δεν τους επιτρεπόταν να ζήσουν, οι μαύροι ήξεραν να ζουν καλύτερα. Οι ξενέρωτοι ασπρουλιάρηδες συντονίστηκαν επιτέλους στα τέλη της δεκαετίας του '30, όταν «κάνανε σουίνγκ», που το θεωρούσαν το «νέο πράγμα»: αν είχαν κατέβει στην 131η Οδό θα το 'χανε ψυλλιαστεί όχι ένα, αλλά είκοσι χρόνια νωρίτερα. Ώρες-ώρες είναι πολύ ανούσιο να είσαι ασπρουλιάρης!

Επιστρέφω στο βιβλίο συχνά. Η καταγραφή του Γουίλιαμ Ντάφτι δεν είναι κλαψιάρικη, ηθικοπλαστική ή ξεχειλωμένη, είναι γυμνή. Μάγκα μου, μην τη λυπάσαι. Είχε αυτή την καταγωγή. Αυτά τα παιδικά χρόνια. Κι αυτήν τη φωνή. Πήρε και ηρωίνη. Και κράτησε μέχρι τα 44. Έστυψε τη ζωή όσο μπορούσε. Δεν είχε εφευρεθεί και η ψυχοθεραπεία, ώστε να αποβάλει την αδυναμία στους κακοποιητικούς, όπως εμείς – τότε τους έλεγαν αλήτες. Παρ' όλα αυτά, έζησε περισσότερο από πολλούς από εμάς που «στρώσαμε τις κωλάρες». Και ξεχνάμε να τραγουδήσουμε, πανάθεμα.

 

________

BONUS TRACK

6

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Υπάρχει η βουλιμική, υπάρχει και η ανάγνωση dégustation. Προτιμώ τη δεύτερη»

The Book Lovers / «Υπάρχει η βουλιμική, υπάρχει και η ανάγνωση dégustation. Προτιμώ τη δεύτερη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον Νίκο Τσούχλο, πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Ωδείου Αθηνών και αναπληρωτή καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, για το αναγνωστικό του εκκρεμές.
THE LIFO TEAM
σταινμπεκ

Σαν Σήμερα / Σαν σήμερα το 1940 «Τα σταφύλια της οργής», το magnum opus του Τζον Στάινμπεκ, τιμάται με το βραβείο Πούλιτζερ

Στο δημοφιλέστερο βιβλίο του, που τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ σαν σήμερα το 1940, ο Στάινμπεκ αποτυπώνει την ψευδαίσθηση του αμερικανικού ονείρου κατά την περίοδο της μεγάλης οικονομικής ύφεσης.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Με το καινούργιο κοστούμι Ραλφ Λόρεν

Βιβλίο / Ο Σαλμάν Ρούσντι έζησε για να ξαναβάλει κοστούμι Ραλφ Λόρεν

Τα πιο κρίσιμα 27 δευτερόλεπτα της ζωής του, η δολοφονική επίθεση που δέχτηκε το 2022 σε ένα κέντρο για συγγραφείς στη Νέα Υόρκη αποτελεί τον πυρήνα του αυτοβιογραφικού βιβλίου του «Μαχαίρι».
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Απώλειες / Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Η ζωή και το έργο του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα που στις σελίδες του κατάφερε να συνδυάσει τη μαγεία των Γνωστικών με την περιπέτεια της περιπλάνησης και τη νουάρ ατμόσφαιρα με τα πιο ανήκουστα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πέτρος Μάρκαρης: «Η Αθήνα της μιας διαδρομής»

Το πίσω ράφι / «Η Αθήνα της μιας διαδρομής»: Η περιήγηση του Πέτρου Μάρκαρη στις γειτονιές από τις οποίες περνά ο Ηλεκτρικός

Η διαδρομή Πειραιάς - Κηφισιά δεν είναι απλώς ο συντομότερος δρόμος για ν’ ανακαλύψει κανείς την Αθήνα, αλλά κι ο προσφορότερος για να διεισδύσει στην κοινωνική της διαστρωμάτωση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μαρία Κομνηνού: «Ο Κάφκα και ο Μελβίλ με συνδέουν με τη μητέρα μου»

The Book Lovers / Μαρία Κομνηνού: «Ο Κάφκα και ο Μελβίλ με συνδέουν με τη μητέρα μου»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με την πρόεδρο του ΔΣ της Ταινιοθήκης της Ελλάδας και ομότιμη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για τις «διαδρομές» που κάνει από τα βιβλία στο σινεμά και από το σινεμά στα βιβλία.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ο Καβάφης στην Αθήνα

Σαν Σήμερα / Η ιδιαίτερη, «περίπλοκη και κάπως αμφιλεγόμενη» σχέση του Καβάφη με την Αθήνα

Σαν σήμερα το 1933 πεθαίνει ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια: Η έντονη και πολυκύμαντη σχέση του με την Αθήνα αναδεικνύεται στην έκθεση του νεοαφιχθέντος Αρχείου Καβάφη στη Φρυνίχου.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Παπαδιαμάντης και η αυτοκτονία στη λογοτεχνία

Βιβλίο / Ο Παπαδιαμάντης και η αυτοκτονία στη λογοτεχνία

Το ημιτελές διήγημα «Ο Αυτοκτόνος», στο οποίο ο συγγραφέας του βάζει τον υπότιτλο «μικρή μελέτη», μας οδηγεί στο τοπίο του Ψυρρή στο τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως όμως στο ψυχικό τοπίο ενός απελπισμένου και μελαγχολικού ήρωα.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Βιβλίο / Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Για πρώτη φορά κυκλοφορούν ιστορίες από το αρχείο του Πέδρο Αλμοδόβαρ με τον τίτλο «Το τελευταίο όνειρο», από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, συνδέοντας το ιερό με το βέβηλο, το φανταστικό με το πραγματικό και τον κόσμο της καταγωγής του με τη λάμψη της κινηματογραφίας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

σχόλια

6 σχόλια