Αν και στην αρχή ο υπερβολικός τρόπος που μιλάνε οι χαρακτήρες (σα να διαβάζουν κατευθείαν από το βιβλίο) ξενίζει κι ίσως να σε κρατάει εκτός ταινίας για λίγο, όσο η αφήγηση γίνεται πιο καθαρά κινηματογραφική κι ο λόγος δίνει περισσότερο χώρο στην εικόνα καταλήγεις να παρακολουθείς με δέος το Τραγικό που χτίζεται βουβά, περιμένοντας το κακό να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή.Τα πάντα συμβαίνουν πίσω από τα πρόσωπα, οι εντάσεις είναι υπόγειες, οι μάχες εσωτερικές, δοσμένες λιπόψυχα και ηττημένες εξ αρχής. Εκείνα που θα σημαδέψουν τις ζωές των χαρακτήρων, όσα θα βάλουν σε κίνηση την τραγική τους μοίρα δε θα συζητηθούν ποτέ, δεν έχουν όνομα. Είναι μικρές, σπασμωδικές κινήσεις κι ανολοκλήρωτες σκέψεις που υποτάσσονται αμαχητί στη σαρωτική καθημερινότητα της ζωής και των τρόπων του νησιού. Κι είναι μοναδικός ο τρόπος που η κάμερα ψάχνει κι εκθέτει με θαυμαστή οικονομία αυτές τις μικρές στιγμές που αλλάζουν οριστικά τα πάντα (τα χέρια που σταυρώνουν ενοχικά κι ανυπόμονα πίσω από μια ποδιά, ένα "ξερό όχι", το γράμμα που δε θα σταλεί, μια πληγή που κάνει τον εαυτό της εκδίκηση, ένα βλέμμα που συνειδητοποιεί με τρόμο πως αυτό που έμεινε αδικαίωτο από δειλία, επιστρέφει σαν τιμωρία – μαρτύριο καθημερινό χωρίς διέξοδο).Η Μικρά Αγγλία, φωτογραφημένη με νοσταλγική ακρίβεια τέτοιας έντασης που κάθε εικόνα της ξυπνάει ολοζώντανες ελληνικές μυρωδιές και μνήμες (υπέροχη η σεκάνς της Ανάστασης), είναι σκληρή αλλά πανέμορφη, βαθιά συγκινητική κι όταν το κακό τελικά ξεσπάσει σε μια μοναδικά σπαρακτική, πρωτόγνωρης έντασης σκηνή, σε αφήνει για ακόμη λίγη ώρα εκτεθειμένο επίπονα στο τσακισμένο, άδειο βλέμμα των χαρακτήρων, θυμίζοντας ότι η Τραγωδία αφήνει πίσω της ζωντανούς, που θα πρέπει να ζήσουν με τον πόνο και τη ντροπή της.
Σχολιάζει ο/η