Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Το τμήμα Ακρόπολης κλείνει. Ας θυμηθούμε μια νύχτα μας εκεί.

Ήταν μια νύχτα ήσυχη, με ένα μεθυσμένο μουσουλμάνο και ένα ερωτευμένο χριστιανό

Το τμήμα Ακρόπολης κλείνει. Ας θυμηθούμε μια νύχτα μας εκεί.

_________________

Το Τμήμα Ακροπόλεως δεν μένει ποτέ χωρίς «πελάτες». Καλύπτει την περιοχή από την κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος μέχρι την Ομόνοια από τη μία πλευρά και το λόφο του Φιλοπάππου από την άλλη. Μετανάστες χωρίς χαρτιά, πόρνες, ναρκομανείς, κλέφτες, μεθυσμένοι χωρίς ταυτότητα μπαινοβγαίνουν στο τμήμα κατά τη διάρκεια της δύσκολης βάρδιας. Δέκα το βράδυ με έξι το πρωί. Την περισσότερη δουλειά βέβαια τη βγάζει η Ασφάλεια. Κλοπές γίνονται περισσότερες το βράδυ παρά το πρωί. Στο κτίριο βρίσκονται εννέα άτομα και άλλοι δύο είναι στο περιπολικό. Οι κεντρικές εντολές έρχονται από το 100. Οποιαδήποτε κίνηση που αφορά επείγον περιστατικό γίνεται πάντα σε συνεννόηση με την Άμεση Δράση. «Δύο στου Ψυρρή. Κάτι έγινε. Είδαν και ένα μαχαίρι». «Θα το πάρουμε εμείς, κέντρο;» «Ναι, πηγαίνετε να δείτε και μετά στείλτε αναφορά». Αν δεν τους έπαιρνε το ΕΚΑΒ, θα τους βλέπαμε και μπροστά μας. Αλλά πού τέτοια δημοσιογραφική τύχη. Φόνους και μεγαλύτερες υποθέσεις τις αναλαμβάνουν άλλες διευθύνσεις, όπως το Ανθρωποκτονιών. Ο υπεύθυνος της βάρδιας το χειρότερο που έχει δει είναι έναν κρεμασμένο ηλικιωμένο στην Πλάκα.

Στο κτίριο επικρατεί ψύχρα και υγρασία. Τα έπιπλα θυμίζουν επιχειρηματικά γραφεία των ‘60s και τα παγκάκια στην αίθουσα αναμονής μπορεί να είναι και του 1900. Ένας αστυνομικός στέλνει από τον τηλέτυπο σήματα στα κεντρικά που περιγράφουν τις κλήσεις που γίνονται στο τμήμα. Είχα σχηματίσει μια εικόνα στο μυαλό μου πως θα τους συναντούσα αραχτούς να παίζουνε τάβλι και να βλέπουνε τηλεόραση. «Δεν καθόμαστε ποτέ», μου λέει ο υπαστυνόμος, «μεταγωγές, αναφορές, διοικητικές εργασίες γίνονται συνέχεια, εκτός από τα περιστατικά που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Μη βλέπεις σήμερα που έχουμε ησυχία. Σπάνια συμβαίνει αυτό». Εκείνη την ώρα ετοιμάζουν δύο κρατούμενες για μεταφορά στο Φάληρο. «Δεν έχουμε και πολύ χώρο εδώ για γυναίκες. Κοιμούνται εκεί και τις ξαναφέρνουμε το πρωί». Κατηγορούνται για ναρκωτικά και κλοπές. Δεν δέχονται να φορέσουν χειροπέδες. «Δεν πρόκειται να το σκάσουμε» λένε. «Έτσι είναι η διαδικασία. Δεν είναι και τίποτα. Για λίγο θα τις φοράτε» απαντά ο αστυνομικός. Στα κρατητήρια ούτε ψίθυρος δεν ακούγεται. Κουρασμένοι οι έγκλειστοι μετανάστες διακόπτουν τον ύπνο τους μόνο για λίγο νερό. Οι περισσότεροι περιμένουν να μεταφερθούν στο Αλλοδαπών και από 'κει απέλαση.

Μαζί με τον ασύρματο που δεχόταν συνέχεια σήματα, χτύπαγαν και τα κινητά ανά τακτά χρονικά διαστήματα. «Έλα, είναι ο Βαγγέλης στο τηλέφωνο. Θέλει να ρωτήσει πώς τα πάμε» ακούγεται μια γυναικεία φωνή. «Δεν μπορώ τώρα, έχω δουλειά. Πες του ότι είμαστε ήρεμα» απαντά κοφτά ο συνάδελφός της. Μετά από λίγο κάλεσε κάποιος άλλος που ανησυχούσε. «Έτσι γίνεται κάθε βράδυ. Δεν φεύγει εύκολα το μυαλό μας από εδώ» μου εξηγούν. Ξάφνου μύρισε γύρος. Γυρίζοντας από ένα περιστατικό, ο αστυνομικός τσίμπησε και δύο πίτες από το Μοναστηράκι. Η οσμή του αυθεντικού ελληνικού εδέσματος έδωσε μια άλλη αίσθηση στο χώρο. Έφυγε λίγο η κρυάδα του «ιατρείου» και απέκτησε ο χώρος μια ζεστασιά. Το τμήμα αποκτά περισσότερη ζωή και με την επίσκεψη ενός αστυνομικού σε διαθεσιμότητα που εκείνες τις μέρες θα εκδικαζόταν η υπόθεσή του και ήθελε λίγη στήριξη. Την κουβεντούλα διέκοπταν διαρκώς υποχρεώσεις που προέκυπταν και η απρόσμενη «έφοδος» ενός ανωτέρου που γκρίνιαζε για κάποιες καθυστερημένες αναφορές.

 

Στην Ερμού ένα αμάξι πήγαινε σφαίρα. Ακούμπησε με τον καθρέφτη του έναν πιτσιρικά και την κοπέλα του που ήταν πάνω σε ένα μηχανάκι. Δεν σταμάτησε. Τον πήραν στο κατόπι και κάποια στιγμή κατάφεραν να τον ακινητοποιήσουν. Ο οδηγός ήταν ξένος και το αυτοκίνητο νοικιασμένο. Πριν έρθει η Αστυνομία, πρόλαβε να αδειάσει το αμάξι από τα μπουκάλια μπίρας και να καταβροχθίσει και αρκετά σοκολατάκια, αφού ένας αστικός μύθος υποστηρίζει πως η σοκολάτα «σβήνει» το αλκοόλ. Κλάματα ακούγονταν από το δρόμο. Σε λίγο έγιναν ουρλιαχτά. Ο οδηγός ήταν από τη Λιβύη. «Θέλω να τηλεφωνήσω στην πρεσβεία μου. Θα σας γαμήσω όλους τους Έλληνες και ειδικά εσένα» έλεγε μέσα σε αναφιλητά, κοιτάζοντας απειλητικά τους αστυνομικούς και τον αντίδικό του. Ντυμένος στην τρίχα, κάτοικος Ψυχικού και τύφλα στο μεθύσι. «Σπουδάζω στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο. Θα σας σκίσω, ρε. Στην πατρίδα μου σας έχουμε στα όπα όπα, αλλά όταν γυρίσω πίσω όπου βλέπω Έλληνα θα τον πηδάω. Εγώ ξέρω τον Καντάφι. Θα στείλει πυρηνικά και θα σας τινάξει όλους στον αέρα». Γίνεται μια προσπάθεια να τον ηρεμήσουμε. Σιγά σιγά γίνεται πιο ευγενικός. Όσο κοιτάει απέναντί του το ζευγάρι, όμως, δεν λέει να ηρεμήσει. «Θα σας σφάξω, θα σας κάνω, θα σας δείξω. Είμαι κολλητός με τη ρώσικη μαφία. Θα σας καθαρίσουμε, ρε». «Έχεις πάει ποτέ στη ρώσικη ντίσκο» τον ρωτάμε για να σπάσει λίγο η ένταση. «Ναι. Είναι πολύ ωραία. Έχει τρομερές γυναίκες. Είναι φίλοι μου. Και η μαφία είναι φίλη μου, ρε», λέει γυρνώντας στον αντίπαλο.

Μήνυση τελικά δεν έγινε και το νταβαντούρι έληξε αναίμακτα. «Τον έφερα για να του τη σπάσω» είπε ο μηχανόβιος όταν έφευγε. Προς το παρόν δηλαδή. Τυπικές κλήσεις συνεχίζονταν για όλο το βράδυ. Οι περισσότερες αφορούσαν ταραχοποιούς dj και φασαριόζους μεθυσμένους. Στις 6 ήρθαν οι πρωινοί. Οι αστυνομικοί που κάθονται τη νύχτα δικαιούνται διήμερο ρεπό. Δεν ξέρω αν ήταν ήσυχο εκείνο το βράδυ ή αν μια μαγική ράβδος έστειλε αλλού τα πιο σκανδαλιστικά περιστατικά. Όσο εξαντλητικό κι αν είναι το ωράριο για τα όργανα της τάξης, είναι απλά ένα οχτάωρο. Για τους νυχτερινούς «επισκέπτες», όμως, ο χρόνος και ο λόγος παραμονής είναι απροσδιόριστοι. Είναι να μην περάσεις την πόρτα, να μη χαιρετήσεις το φρουρό.

Ρεπορτάζ: Σταύρος Διοσκουρίδης