Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο αριθμός 55

Ένα ξεδιάντροπα προσωπικό κείμενο, για τα γενέθλιά μου

Ο αριθμός 55

 

Aγαπητό μου Ημερολόγιο,

 

'Εχω πάψει από καιρό να γράφω πολύ προσωπικά πράγματα –όπως και να ηθικολογώ. Τα έκανα επί χρόνια και άρεσαν. Κάηκαν και τα δύο απ’ την πολλή χρήση. Μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι δεν έχω σπουδαίες εμπειρίες ούτε σπουδαία εσωτερική ζωή, να τα μοστράρω. Επί πλέον, δεν έχω το κύρος να σηκώνω το δαχτυλάκι. (Ούτε όσοι ηθικολογούν γύρω μου, το έχουν. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα).

 

Κάνω όμως εξαίρεση σήμερα. (Άλλωστε, αυτό το μπλόγκ,  προσωπικό “Ημερολόγιο” είναι –κι αυτό το Σ/Κ, πράγμα σπάνιο, είμαι μόνος.) Ο λόγος; Σε δυό βδομάδες γίνομαι 55 και με πολύ αισιόδοξους υπολογισμούς, εχω ζήσει τα 2/3 της ζωής μου. Κάθομαι λοιπόν εδώ σε ένα καφενείο και κάνοντας μιά σούμα, αναρρωτιέμαι, αν άξιζε;

 

Άξιζε, ξεάξιζε, αυτό ήταν! 'Εκανα ό,τι με έκανε η ζωή -μήπως ξέρουμε να κάνουμε τίποτα άλλο απ’ το να ζούμε;  Προσπάθησα να μπαλώσω τις τρύπες της παιδικής μου ηλικίας (το άγριο μπούλινγκ, που με ταπείνωσε βαθύτατα και έναν μεγάλο τρόμο που βίωσα οικογενειακά) –αν και αυτά δεν μπαλώνονται ποτέ εντελώς.

 

Με αυτά τα υλικά της καθήλωσης, συν ένα πείσμα που πήρα από τη μάνα μου, έχτισα ένα χαρακτήρα απόμακρο, ψευτοπερήφανο –βασικά φοβόμουν. Δεν θέλησα να ανήκω πουθενά –ούτε καν στους ανθρώπους που μού μοιάζουν. Αυτό δυσκόλεψε τα πράγματα. Έκαψα το καλύβι μου πέντε-έξι φορές και σκόρπισα ό,τι είχα. Αλλά ποτέ δεν ήταν ζητούμενό μου το έχειν ή τα σπίτια, δεν με νοιάζει ιδιαίτερα. Εκείνο που ήθελα ήταν να αισθάνομαι ότι «έκανα κάτι», «έγινα κάτι».

 

Έγινα; Και ναι και όχι.

 

Κατόρθωσα ορισμένα πράγματα επαγγελματικά. Άντεξαν στο χρόνο και στην κρίση. Προς ειλικρινή έκπληξή μου, παρακολουθούν ακόμα όσα κάνω. Περίμενα ότι πολύ πιο πριν θα εμφανιστεί ένας εξολοθρευτής άγγελος, που εν μιά νυκτί θα μας πάρει τη μαγκιά και θα ξημερωθούμε στην ακτή με τις δαρμένες τίγρεις. Δεν συνέβη.

 

 Οπότε κάνω αυτό που έκανα πάντα: Παίζω. Παίζω με την επικοινωνία και τα μηνύματα. Ερμηνεύω το μάλε-βράσε του κόσμου, μέσα από μια στενή, δική μου οπτική. Μου δίνει χαρά αυτό –για την αυτεπιβεβαίωση που λέγαμε.

 

Σε ακόμη πιο προσωπικό επίπεδο, κατόρθωσα και κάτι άλλο. Να αποδεχτώ τον εαυτό μου και να αγαπήσω δυο-τρεις ανθρώπους. Υπήρχαν (και υπάρχουν) στιγμές ή εποχές, που εξημερώνομαι και δεν είμαι ο τρομοκρατημένος άνθρωπος που ήμουνα. Ξεχνιέμαι στην αγάπη. Δεν θέλω να επεκταθώ, γιατί αφορά και άλλους άνθρώπους.

 

Τώρα λοιπόν που ενώνονται πολλές τελείες και σχηματίζεται μια κάποια εικόνα, βλέπω ότι 55 χρόνια προσπαθώ να εκμαιεύσω την αποδοχή που η κοινωνία δεν μου έδωσε παιδί. (Πράγμα που έρχεται συνήθως πακέτο με πολύ επιθετικότητα και πολλές παρεξηγήσεις). Δεν ξέρω αν άξιζε τόσος κόπος. Πιό πολύ από την αποδοχή της κοινωνίας, ίσως θα ήταν προτιμότερη η φιλία και η αγάπη μιας μικρότερης ομάδας: των ανθρώπων που εκτιμώ.

 

Οπότε, τώρα που ετοιμάζομαι να μπω, καλώς εχόντων των πραγμάτων, στο τελευταίο και πιο κρίσιμο τρίτο της ζωής μου, ίσως χρειάζεται μια στραβοτιμονιά, που θα με βγάλει στα χωράφια: Όσο είναι καιρός, να γίνω εντελώς αυτό που είμαι. Κάτι μικρό κι ελεύθερο, που δεν θέλει να αποδείξει τίποτα.

 

Ούτως ή άλλως, δεν νομίζω ότι είμαι κάτι αξιομνημόνευτο. Για τύπους σαν και μένα, που ανήκουν στη θαμπή πλειοψηφία, και δεν δημιουργούν μεγάλη Τέχνη, δεν αλλάζουν τον κόσμο, δέν βρίσκουν νέα πράγματα, μένουν μόνο οι απλές χαρές: κρασί, φιλιά και τριαντάφυλλα. Και ν’αγαπάς. Και να κάνεις τη δουλειά σου.

 

Δεν είναι και λίγα!