Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Το μέγα-γκράφιτι στο ΕΜΠ που δίχασε την πόλη

Προτού σπεύσουμε να ασβεστώσουμε το «αίσχος» του Πολυτεχνείου, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να το αποκωδικοποιήσουμε

Το μέγα-γκράφιτι στο ΕΜΠ που δίχασε την πόλη

Πέντε μέρες πάνε αφότου ένα πελώριο ασπρόμαυρο γκράφιτι κάλυψε εν μία νυκτί διά της δοκιμασμένης αντάρτικης τακτικής "hit and run" τη μισή εξωτερική πλευρά του κτιρίου του ΕΜΠ επί της Στουρνάρη συν την πρόσοψη γωνία με Πατησίων κι ακόμα οι Αθηναίοι φιλονικούν τόσο για το αυθαίρετο της ενέργειας όσο και για την αισθητική της. Ο ίδιος ο πρύτανης μίλησε μεν για «έλλειμμα αγωγής και πολιτισμού», απέφυγε όμως – και σοφά – να «αφορίσει τους βανδάλους», όχι γιατί δίστασε, εκτιμώ, αλλά πιθανότατα επειδή του έκανε ένα κάποιο «κλικ». Η αλήθεια είναι ότι αν φιλοτεχνούσε κάτι αντίστοιχο ο Bansky π.χ. σε ένα δημόσιο κτίριο του Λονδίνου, όλοι τώρα θα μιλάγαμε με θαυμασμό γι' αυτό και θα αποθεωνόταν σε ΜΜΕ και social media – ψέματα; Προσωπικά πάντως ανήκω σε αυτούς που το απόλαυσαν τη σκοτεινή ομορφιά του. Ωραίο ή όχι, «σύννομο» ή μη, το νέο επιβλητικό γκράφιτι του Πολυτεχνείου είναι αναμφίβολα ένα έργο καλλιτεχνικό, με σχεδιασμό και άποψη, που απαίτησε επίπονη συλλογική δουλειά αλλά και τόλμη. Και που πιθανόν να κοσμεί μεθαύριο ένα θερμά χειροκροτούμενο κατά την παρουσίαση βιογραφικό ενός ταλαντούχου δημιουργού ή και περισσότερων.

Ναι, ξέρω, πρόκειται για μνημείο και μάλιστα χιλιοταλαιπωρημένο. Όμως η τωρινή εικαστική παρέμβαση φαντάζει σαφώς προτιμότερη από εκείνο το βρόμικο, χαοτικό παζλ αλληλοεπικαλυπτόμενων συνθημάτων και αφισών που υπήρχε εκεί από αμνημονεύτων. Είναι μάλιστα τέτοια τα χρώματα του έργου ώστε δύσκολα μπορεί ο τοίχος αυτός να «βεβηλωθεί» περαιτέρω


Ναι, ξέρω, πρόκειται για μνημείο και μάλιστα χιλιοταλαιπωρημένο. Όμως η τωρινή εικαστική παρέμβαση φαντάζει σαφώς προτιμότερη από εκείνο το βρόμικο, χαοτικό παζλ αλληλοεπικαλυπτόμενων συνθημάτων και αφισών που υπήρχε εκεί από αμνημονεύτων. Είναι μάλιστα τέτοια τα χρώματα του έργου ώστε δύσκολα μπορεί ο τοίχος αυτός να «βεβηλωθεί» περαιτέρω. Και μη μου πείτε ότι θα προτιμούσατε το κτίριο με τους πάλαι πότε πάλλευκους τοίχους του γιατί όσο παραμένει ένα ζωντανό εκπαιδευτικό ίδρυμα με «ειδικό βάρος» και μάλιστα στις παρυφές της πιο ανήσυχης γειτονιάς της Αθήνας, κάτι τέτοιο ακούγεται σουρεάλ. Ούτε γίνεται να βάλεις σεκιούριτι και ΜΑΤ να φυλάνε μέρα-νύχτα τα καθοσιωμένα ντουβάρια. Σε ένα πιο εξιδανικευμένο σύμπαν, θα μπορούσαν οι επιφάνειες να καλυφθούν με αντι-γκράφιτι υλικό, αγνοώ όμως πόσο εφικτό είναι αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση.


Ναι, ξέρω, δεν ρώτησαν κανέναν πριν το κάνουν – αλλά από πότε η τέχνη και μάλιστα η street art αδειοδοτείται; Μήπως έπειτα είχαν ρωτήσει κανέναν οι πιο «καθώς πρέπει» Atenistas ή μήπως ζητάνε τη γνώμη μας οι λογής διαφημιζόμενοι που έχουν πλημμυρίσει την πόλη με ανοικονόμητες, κακόγουστες, ενοχλητικές και συχνά παράνομα τοποθετημένες ρεκλάμες; Ξέρω επίσης πως υπάρχει γενικότερο πρόβλημα «βανδαλισμών» και αυθαιρεσιών στην Αθήνα, πως κάποιοι ακούν τα παραπάνω σαν εύκολη δικαιολογία και ενθάρρυνση. Και αληθεύει ότι στην πόλη αυτή αλλά και στη χώρα συνολικά δεν το έχουμε σε τίποτα να μουτζουρώσουμε οτιδήποτε, οπουδήποτε (μακριά βέβαια από το δικό μας σπίτι), ότι αντικρίζεις χουλιγκάνικα και άλλα άθλια συνθήματα και tags στα πιο απίθανα σημεία, ότι έχουμε εθιστεί να αντιλαμβανόμαστε τον δημόσιο χώρο σαν απόπατο. Υπάρχουν μάλιστα κι εκείνοι που από άποψη κιόλα τάχα μου θα πάνε επίτηδες να μουτζουρώσουν όχι τον σοβά ενός άσχημου κτιρίου αλλά το μάρμαρο όπου το βρουν, μην αναφέρω γλυπτά κι αγάλματα που έχουν υποστεί κάθε είδους κακοποίηση, σπανίως δε έστω ευφάνταστη.

Achilleas Zavallis / SOOC

Όμως την πόλη και τον δημόσιο χώρο της ασχημαίνουν και αμαυρώνουν καταρχήν τόσο οι μυριάδες πολεοδομικοί «τραμπουκισμοί» και οι εργολαβικές αυθαιρεσίες δεκαετιών όσο και οι υποβαθμισμένες καιρό τώρα συνθήκες ζωής των κατοίκων της σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη. Την ασχημαίνει επίσης η «επίσημη» αισθητική όπως αποτυπώνεται στις παράταιρα, στην πλειοψηφία τους, ανακαινισμένες πλατείες της και τα τουλάχιστον αμφίβολης καλλιτεχνικής αξίας έργα τέχνης που τις κοσμούν. Σε αντίθεση μάλιστα με τα διάφορα γκράφιτι, που λίγο χρώμα αρκεί για να σβήσουν, η εν λόγω αισθητική έχει φτωχύνει το δημόσιο κατά αρκετά εκατομμύρια Ευρώ, πλουτίζοντας ταυτόχρονα τσέπες ποικίλων «ημετέρων».

Δεν σημαίνουν τα παραπάνω ότι θα πρέπει να νιώσουμε ελεύθεροι να πάρουμε καθένας ένα σπρέι μπογιατίζοντας ό,τι βρεθεί στο διάβα μας, ακόμα κι αν είμαστε τέρατα ταλέντου. Δεν έχουν όλοι την όρεξή μας, όπως ούτε κι εμείς τη δική τους. Μια πόλη έπειτα τόσο παραφορτωμένη με ό,τι να'ναι γκράφιτι και tags, τείνει να θυμίζει περισσότερο κιτς καραγκούνα παρά αβάν γκαρντ μποέμισσα. Διαφωνώ όμως κάθετα με τη συλλήβδην δαιμονοποίηση της street art, πρόκειται εξάλλου για ένα εκφραστικό μέσο παλιό όσο οι ανθρώπινες πόλεις και φύσει άναρχο. Εντάξει, είναι λίγο ψωνίστικο κι εγωπαθές αλλά βρείτε έναν καλλιτέχνη που να μην είναι κομμάτι εγωπαθής και ψώνιο, ακόμα και με την καλύτερη των εννοιών.


Ας μην ξεχνάμε κιόλα ότι η Αθήνα έφτασε σήμερα να θεωρείται από τις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις στον κόσμο γι΄αυτό το είδος τέχνης, έχοντας αναδείξει σπουδαίους δημιουργούς. Στις καλές της στιγμές, η street art, εφήμερη από τη φύση της, προσδίδει χρώμα και προοπτική στην καθημερινότητά μας ακόμα κι όταν την τρολάρει, επανανοηματοδοτώντας διαρκώς τον δημόσιο χώρο (μαζί και τα ζωντανά μνημεία του) και τη σχέση μας με αυτόν. «Επικές» εικαστικές παρεμβάσεις σαν αυτή στο ΕΜΠ θα πρέπει να αναγνωρίζονται just for the Hell of it! Κατά τον μετρ του είδους Bansky, εξάλλου, που πολύ μνημονεύθηκε με αφορμή το γεγονός, «η τέχνη οφείλει να ανακουφίζει τους διαταραγμένους και να δαταράσσει τους ανακουφισμένους». Προτού λοιπόν σπεύσουμε να ασβεστώσουμε το «αίσχος» του Πολυτεχνείου, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να το αποκωδικοποιήσουμε.