Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

με λένε Κάρι*

{και στο σχολείο με κοροιδεύουν}

με λένε Κάρι*

 

 (...) Κι η κόρη ναναστέναξε βαθιά στον Κάτω Κόσμο,

κι ανάψανε τα καπηλειά, κι εκάησαν οι ρούγες,
εκάη και το λιθόρεμα, πόριχταν το λιθάρι,
εκάη κι η δίπλη του χορού, π' εχόρευε η γενιά της.
Η Λυγερή στον Άδη

 

 

 

Στη θυμωμένη πλευρά μου με λένε Κάρι κι αυτές που νομίζουν ότι είναι καλύτερες όλο με κοροιδεύουν και μου πετάνε πετσέτες και χάχανα κι έναν κουβά γουρουνοαίμα στο κεφάλι. Εγώ θυμώνω ακόμα πιο πολύ και με τη δύναμη του Ιησού Χριστού και της τρελλής μάνας μου ανάβω μεγάλες φωτιές και στον γκράντε χορό του σχολείου καίγονται όλοι σαν τα ποντίκια στην Κόλαση και χαίρεται, πόσο χαίρεται, η ψυχή μου.

 

 

 

Στην ου γαρ οίδασι τι ποιούσι  πλευρά μου με λένε πάλι Κάρι, αλλά αυτές είναι πιο φοβισμένες κι από μένα και χαζές και σαν τις αδελφές της Σταχτοπούτας που μένουν με την πέρλα στο χέρι και δεν τους κάνω τίποτε - αφήνω το χρόνο να τρέξει και να αποδώσει δικαιοσύνες και μόνο να τις λυπάμαι μπορώ που τίποτε δεν είδαν και τίποτα δεν κατάλαβαν κι η καρδιά τους στάζει χολή και πύον και με τέτοια καρδιά κανείς δεν αγαπιέται για πολύ. 

 

 

Δεν ξέρω ποιά πλευρά μου κάνει το σωστό- αυτή που κλείνει τις πόρτες μία μία κι ανοίγει το νερό και τα κάνει όλα στάχτη και μπούρμπερη και τσακίζει το αυτοκίνητο με τον ηλίθιο Μπίλυ και τη βλαμμένη Κρις ή αυτή που σκουπίζει το αίμα και τις προσβολές και περήφανα, μεγαλόθυμα, πετώντας πάνω απ'τη θνητή κακία και την εφήμερη ηλιθιότητα αποχωρεί;

 

Δεν ξέρω,
Δεν έμαθα.


Θέλω όμως να ξέρουν και να μάθουν τα παιδιά μου.