Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Για αυτούς που έκαψαν το τρόλεϊ

Η επιθυμία για συλλογική τιμωρία της πόλης και των ανθρώπων της

Για αυτούς που έκαψαν το τρόλεϊ

Το μίσος για το τρόλεϊ
Τρόλεϊ φωτισμένο σαν βιτρίνα
σχίζει τη νύχτα. Ηλεκτρισμός,
καλώδια και ρόδες. Κίτρινο, μαύρο –
και κόκκινη η ακτινογραφία του.
(Η ζωή όμως δεν αστειεύεται.
Σε ράβει με τα δόντια σε τσουβάλι.)

 

Από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού, «Τα Οστά», Κέδρος, 1986.

Αυτοί που έκαψαν το τρόλεϊ το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου θα αγνοούν ασφαλώς το ποίημα του Γιάννη Κοντού. Γι' αυτούς το τρόλεϊ, όπως και o τοίχος, το παγκάκι, ο φανοστάτης, όπως όλα τα αντικείμενα της πόλης, είναι επιφάνειες της εξουσίας. Είναι κρατικά ή ιδιωτικά «εμβλήματα» του συστήματος· όγκοι εν κινήσει ή ασάλευτοι, δίχως μνήμη και δίχως νόημα.


Βλέποντας παντού το Σύστημα ως την αόρατη ουσία ενός κόσμου σε απόλυτη παρακμή, οι πυρπολητές του τρόλεϊ αρχίζουν να μην ξεχωρίζουν πια τίποτα: η ίδια η κανονική ζωή στην αμφίβολη, κουτσουρεμένη της καθημερινότητα έχει γίνει εχθρός. Ο Εχθρός. Και ποιος είναι πια φίλος; Όλα πλέον είναι ύποπτα γιατί ενδίδουν στην άτιμη τη ρουτίνα, γέρνοντας στο κάθισμά τους όπως οι επιβάτες του τρόλεϊ και των αστικών λεωφορείων.

Η βαναυσότητα επεκτείνεται και μοιάζει να μην ακούει κανέναν, ούτε τους «κοινωνιολόγους» της Αριστεράς ούτε τους «αστυνόμους» της Δεξιάς.


Αυτό το σχήμα της γενικευμένης εχθρότητας μαζί με την αδυναμία να αναγνωρίσει κανείς τα σκεύη καθημερινής χρήσης, τη φθαρτή ύλη της ζωής, αυτό είναι μηδενισμός.


Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του είναι μια ιδιαίτερη βία. Θα έλεγε κανείς μια ανάλαφρη και δίχως συναίσθηση άσκηση βαναυσότητας. Κυρίως όμως η βαθιά περιφρόνηση για τον δημόσιο χώρο των Πολλών. Με το πρόσχημα ότι το ένα ή άλλο πράγμα ή θεσμός είναι άσχημο, αλλοτριωμένο και συνένοχο στο έγκλημα, αυτός ο βανδαλιστικός οίστρος σπεύδει να χαρεί την καταστροφή ως ελευθερία. Χωρίς καμιά διάθεση να ομορφύνει τον βιωμένο κόσμο, σπεύδει στο αντίθετο: να στρέψει την ασχήμια στα άκρα. Χωρίς επιθυμία να απαλύνει το βάρος της κρίσης, ονειρεύεται τις καθαρτήριες φωτιές της κολάσεως.
Σε αυτόν το «μητροπολιτικό μηδενισμό» το βρόμικο οφείλει, λοιπόν, να γίνει πιο βρόμικο ακόμα, τα σκουπίδια να βγουν από τους κάδους και τις κρυψώνες τους, τα λάστιχα και τα πλαστικά να απελευθερώσουν στην ατμόσφαιρα τους τοξικούς τους ατμούς. Έτσι πιστεύουν πως «ξεσκεπάζεται» η κρυμμένη ουσία του συστήματος ως ασχήμια και δυσωδία.


Θυμάμαι πριν από κάποια χρόνια την πυρπόληση των συρμών του Ηλεκτρικού. Και τότε η ίδια αδιαφορία για τις υποδομές της αστικής ζωής και κοινωνικότητας. Η επιθυμία για συλλογική τιμωρία της πόλης και των ανθρώπων της.


Το παράδοξο της χώρας είναι η διείσδυση αυτού του μηδενισμού στο πανεπιστήμιο. Η απαλλοτρίωση τόπων της πανεπιστημιακής ζωής από τους όψιμους αποκεφαλιστές αγαλμάτων και πυρπολητές.


Από κει βγήκαν για να απειλήσουν τον οδηγό και να διώξουν το «κοπάδι» (έτσι αποκαλούν τους πολίτες στα κείμενά τους). Για να ταπεινώσουν ένα διαβολικό μέσο της καθημερινής τριβής όπως το τρόλεϊ.


Αν μπορούσαν μόνο να υποψιαστούν πως «Οι χαμηλές ομιλίες στα τρένα / χρυσάφι για το μέλλον»* , ίσως και να δίσταζαν για μια στιγμή. Έστω για λίγο μπορεί να είχαν κάποιους ενδοιασμούς.


Αλλά το γεγονός παραμένει: η βαναυσότητα επεκτείνεται και μοιάζει να μην ακούει κανέναν, ούτε τους «κοινωνιολόγους» της Αριστεράς ούτε τους «αστυνόμους» της Δεξιάς.

* Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Κοντού "Τα δευτερόλεπτα του φόβου".