Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Aκούστε, γιοί και κόρες μας... Του Χρήστου Χωμενίδη

Μια υπεράσπιση της "γενιάς του lifestyle", που αρθρώνεται για πρώτη φορά, από έναν πρωταγωνιστή της

Aκούστε, γιοί και κόρες μας... Του Χρήστου Χωμενίδη

Αποτινάσσοντας η γενιά μας τις τραυματικές προκαταλήψεις των παλαιοτέρων, μπόρεσε να χωρέσει στο εικονοστάσι της και τον Τσε Γκεβάρα και την Μέριλυν Μονρόε. Είχαμε απελευθερωθεί από την υποχρέωση να ανήκουμε κάπου. Να είμαστε στρατιώτες της οποιασδήποτε ιδεολογίας ή αγκυλωμένης αισθητικής... Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO

 

 

Ο ιδιοφυής γελοιογράφος Κώστας Μητρόπουλος είχε κάποτε σκιτσάρει την «πάλη των τάξεων» όχι ως σύγκρουση μεταξύ προλεταρίων και καπιταλιστών αλλά σαν κλωτσοπατινάδα μέσα σε ένα σχολείο. Η πρώτη τάξη του Δημοτικού εισβάλλει στην τελευταία τάξη του Λυκείου και τα κάνει γυαλιά-καρφιά.


Το βιτριολικό σχόλιο του Κώστα Μητρόπουλου για την ακατάσχετη πολιτικολογία της Μεταπολίτευσης, όταν όλοι μίλαγαν με τσιτάτα του Λένιν ή έστω του Μαρκούζε, έμελλε να επαληθευθεί τριάντα χρόνια αργότερα. Αφότου χρεοκόπησε το ελληνικό κράτος και συμπαρέσυρε την κοινωνία, από όταν μπήκαμε στα μνημόνια και χάσαμε τη γη κάτω απ'τα πόδια μας, ζούμε μεταξύ των άλλων και μια τέτοια «πάλη των τάξεων»: Η τάξη του 2010 καταριέται την τάξη του 1985. Οι σημερινοί εικοσάρηδες, εικοσιπεντάρηδες, τριαντάρηδες ρίχνουν στο πυρ το εξώτερον εκείνους που έχουν μόλις περάσει τα πενήντα ή βαδίζουν ολοταχώς προς τα εκεί.


«Εσείς απεργαστήκατε εδώ και δεκαετίες τα όσα σήμερα υποφέρουμε. Εσείς, με την τερατώδη ανεμελιά σας, με τις τρελές σπατάλες σας, με τον απύθμενο εγωισμό σας. Εσείς, που ροκανίσατε τα πακέτα Ντελόρ, που ανεβάσατε το εθνικό χρέος και έλλειμμα στα ύψη, που αποθεώνατε τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Μητσοτάκη, που αποσαθρώσατε την παραγωγική δομή της χώρας. Εσείς, που στο όνομα της χλιδής ή έστω της βολής σας, πίθηκοι του λάιφ-στάιλ, τυφλοί ακόλουθοι του κάθε Πέτρου Κωστόπουλου, υποθηκεύσατε το μέλλον των παιδιών σας. Εσείς, η ελεεινότερη γενιά που πέρασε ποτέ από την Ελλάδα!»


Οσάκις το κατηγορητήριο εκφέρεται από φιλελεύθερα στόματα, βρίθει από νούμερα, στατιστικές, επιστημονικές αποδείξεις πως ο κακός κατήφορος ξεκίνησε κάπου εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του '80.


Όταν τα βέλη είναι αριστερής προέλευσης, το ανάθεμα θυμίζει άτεγκτο ιεροκήρυκα, ο οποίος αστραποβολώντας απ'το βήμα, μάς χαρακτηρίζει συλλήβδην λαμόγια, αυτουργούς και πελάτες της διαφθοράς, βολεμένους, καθεστωτικούς, μίσθαρνους υπηρέτες της διαπλοκής.

 

 

Όποιος δεν πάσχει από, εκούσια συνήθως, αμνησία θυμάται  τους καθοδηγητές των «αγανακτισμένων», της πάνω και της κάτω πλατείας, να έχουν διατελέσει κολαούζοι, σφωγγοκωλάριοι επιχειρηματιών, εκδοτών, πολιτικών...

Κάποιος αντιμνημονιακός λόγιος έφτασε να κατηγορήσει τους πεζογράφους της γενιάς μας ότι δημοσιεύαμε διηγήματα σε συστημικές –λέει- εφημερίδες με χορηγίες των αμαρτωλών τραπεζών. Σάμπως να οφείλαμε εμείς να διερευνήσουμε την διαφάνεια των ισολογισμών εκείνων οι οποίοι χρηματοδοτούσαν με πενήντα ή με εκατό χιλιάδες δραχμές κατά κεφαλήν την έκδοση μιας συλλογής με καλοκαιρινά διηγήματα!


Η ελληνική κοινωνία είναι μικρή. Όλοι σχεδόν γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Κι όποιος δεν πάσχει από, εκούσια συνήθως, αμνησία θυμάται τους σημερινούς Ροβεσπιέρους να ξερογλείφονται κατά τις ημέρες της αφθονίας για ένα φιλοδώρημα βρώμικου - ανεξακρίβωτης έστω προέλευσης- χρήματος. Θυμάται τους καθοδηγητές των «αγανακτισμένων», της πάνω και της κάτω πλατείας, να έχουν διατελέσει κολαούζοι, σφωγγοκωλάριοι επιχειρηματιών, εκδοτών, πολιτικών... ΄Οποτε τού παραμπαίνουν στο ρουθούνι, μπορεί, με έναν υπαινιγμό για τα παλιά, να τους αποστομώνει. Η ρετσινιά όμως, για τη γενιά μας γενικά, παραμένει. Και διαποτίζει –το χειρότερο- τις νεότερες γενιές.


Ακούστε λοιπόν, κόρες και γιοί μας, ανηψιές και ανηψιοί μας: Εμείς, οι γεννημένοι από τα μέσα των 60'ς έως τα μέσα των '70ς, ούτε βγήκαμε σάπιοι απ' το αβγό ούτε εκπορνευθήκαμε ηθικώς πριν καν ενηλικιωθούμε. Εμείς ήμασταν τα παιδιά των παιδιών της Κατοχής. Οι γονείς μας, οι οποίοι είχαν συνήθως πεινάσει και είχαν αντιμετωπίσει ως πιτσιρίκια τη φρίκη του Εμφυλίου, εννοούσαν να μας προσφέρουν ό,τι οι ίδιοι είχαν στερηθεί. Λαχταρούσαν –και το έλεγαν με ένα λυγμό στη φωνή- να μην περάσουμε ό,τι πέρασαν εκείνοι. Με την Μεταπολίτευση, κυρίως δε με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1979, οι συνθήκες έμοιαζαν να ευνοούν μια τέτοια ευγενή φιλοδοξία.

 

Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μας ποτέ δεν καταδέχθηκε να ασχοληθεί ενεργά με τα κοινά. Από την πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο, σνομπάραμε τις κομματικές νεολαίες, γελούσαμε με τους αφισοκολλητές, λοιδωρούσαμε όσους περιόριζαν τα όνειρά τους σε ένα δημοσιοϋπαλληλίκι. Αφήσαμε έτσι την πολιτική να στελεχωθεί –πλην εξαιρέσεων- από τους χειρότερους... Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/ LIFO


Η Ελλάδα, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ομογενοποιήθηκε κάπως οικονομικά, απελευθερώθηκε πολιτικά και κοινωνικά. Δεν σού δίπλωνε πλέον ο περιπτεράς τον «Ριζοσπάστη» μέσα στο «Φαντάζιο» για τον φόβο του χαφιέ της γειτονιάς. Ούτε μπούκαραν οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ στα ξενοδοχεία για να διαπομπεύσουν «αμαρτωλούς» τυλιγμένους με σεντόνια - η μοιχεία είχε επιτέλους αποποινικοποιηθεί. Τα δυτικά προάστια της Αθήνας, η σκοτεινή πλευρά της σελήνης, που για να φτάσεις απ'το κέντρο της πόλης άλλαζες τρεις συγκοινωνίες, που τα βρωμόνερα κυλούσαν πλάι στα παραπήγματα, επιτέλους εξανθρωπίζονταν. Η καθημερινότητα στην ελληνική επαρχία απαλλασσόταν σταδιακά απ'την απόλυτη μιζέρια της, από τον καρυωτακικό της χαρακτήρα. Αυτά τα παραπάνω τα οφείλουμε στον Ανδρέα Παπανδρέου, στον ίδιο τουλάχιστον βαθμό που εκείνος μάς χρωστάει την αφετηρία του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Όποιος συνεπώς σήμερα στέλνει ελαφρά τη καρδία τον Ανδρέα στην Κόλαση, είτε δεν διαθέτει ίχνος ιστορικής συνείδησης είτε ήταν πάππου προς πάππον προνομιούχος.


Ακούστε, κόρες και γιοί, ανηψιές και ανηψιοί μας: Κατά την παιδική και πρώτη εφηβική μας ηλικία, το να αποκτήσει μια οικογένεια αυτοκίνητο αποτελούσε όνειρο σχεδόν ζωής. Για να διασχίσει κανείς τα ελληνικά σύνορα, έπρεπε να είναι πολύ εύπορος ή μετανάστης ή βαριά άρρωστος, που έβγαζε ό,τι είχε και δεν είχε στο σφυρί προκειμένου να εγχειρισθεί στο Λονδίνο. Σε επαφή με τα διεθνή ρεύματα –μουσικά, εικαστικά, λογοτεχνικά- ερχόσουν αγοράζοντας πανάκριβα ξένα βιβλία και περιοδικά από τον Κάουφμαν και από το πρακτορείο Σαμούχου. Δίσκοι κλασσικής μουσικής, τζαζ ή προχωρημένου ροκ πουλιούνταν σε δυό-τρία σημεία σε όλη την Αθήνα.


Εμείς είμαστε η πρώτη γενιά που γύρισε με το τρένο την Ευρώπη. Η πρώτη φουρνιά του Εράσμους – ένα εξάμηνο σε ξένο πανεπιστήμιο, ανοίγανε τα μάτια σου ήθελες-δεν ήθελες. Εμείς ονειρευτήκαμε να γίνουμε καλλιτέχνες, συγγραφείς, ακόμα και ντισκ-τζόκεϋ και ο περίγυρός μας δεν μας πέρασε για βλαμμένους.


Εμείς, λιώνοντας τα τεύχη των περιοδικών που οι όψιμοι τιμητές μας τα αποκαλούν αδιακρίτως λάιφ-στάιλ (του «Κλικ» και του «01», της «Βαβέλ» και του «ΠαραΠέντε», ακόμα και του πρώιμου ελληνικού «PlayBoy»), μάθαμε τον Άντυ Γουόρχωλ και τον Αλτάν, τον Σερζ Γκαινσμπούργκ και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ. Κι επίσης μάθαμε ότι ο έρωτας σε οποιαδήποτε έκφανση του είναι ιερός και ότι η ζωή είναι μικρή για να καταντάει θλιβερή, να πνίγεται μέσα σε τύψεις και προκαταλήψεις. Όσο απίστευτο κι αν σας ακούγεται, τα λάιφ-στάιλ περιοδικά ήταν που -στο γύρισμα της δεκαετίας του '80- νομιμοποίησαν στα μάτια της μεσαίας τάξης την ομοφυλοφιλία, έκαναν ανδρικό ζητούμενο τον γυναικείο οργασμό, χλεύασαν συστηματικά κάθε λογής υποκρισία και ηθικολογία. Αλοίμονο αν περιμέναμε απ'τα «προοδευτικά» κόμματα και από τα περιθωριακά φεμινιστικά έντυπα...


Εμείς, τα παιδιά της «Αλλαγής», λατρέψαμε την «Γλυκιά Συμμορία» του Νικολαϊδη, τα κείμενα του Χρήστου Βακαλόπουλου μα και τα βίντεο-κλιπ του Πρινς και της Μαντόνα. Στο άνθος της πρώτης νιότης μας, ζήσαμε τον ανεπανάληπτο θρίαμβο της Εθνικής στο μπάσκετ, «με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα και τα άλλα παιδιά», και γέμισε η χώρα μπασκέτες κι εφήβους που βάραγαν τρίποντα.


Την εποχή των παχιών αγελάδων, δεν ξεφύτρωναν αποκλειστικά σκυλάδικα και «προσεχώς Ρωσίδες». Κυκλοφορούσαν και καμιά δεκαριά χιλιάδες βιβλία το χρόνο στη γλώσσα μας, γυρίζονταν και καμιά πενηνταριά ελληνικές ταινίες (εκ των οποίων μερικές είχαν αληθινό ενδιαφέρον), ήταν το Φεστιβάλ Αθηνών ένα μικρό πανόραμα της διεθνούς πρωτοπορίας, έστηνε ο Ανδρέας Βουτσινάς τις πιο προχωρημένες και λαϊκές ταυτόχρονα μουσικές παραστάσεις.


Αποτινάσσοντας η γενιά μας τις τραυματικές προκαταλήψεις των παλαιοτέρων, μπόρεσε να χωρέσει στο εικονοστάσι της και τον Τσε Γκεβάρα και την Μέριλυν Μονρόε. Έκανε σημεία αναφοράς της και τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Στράτο Διονυσίου. Ψάχναμε μανιωδώς ηχογραφήσεις του Μάρκου Βαμβακάρη και του Γιοβάν Τσαούς ενώ χορεύαμε στα πάρτυ Ρακιντζή και Καρβέλα. Είχαμε απελευθερωθεί από την υποχρέωση να ανήκουμε κάπου. Να είμαστε στρατιώτες της οποιασδήποτε ιδεολογίας ή αγκυλωμένης αισθητικής.

 

Εκείνοι που σήμερα μάς βρίζουν είναι οι ίδιοι που κάποτε μάς κολάκευαν. Και τώρα κολακεύουν εσάς, κόρες και γιοί μας, ανηψιές και ανηψιοί μας, στρέφοντάς σας εναντίον μας.

 

«Στην άμμο χτίζατε!» θα πείτε, κόρες κι ανηψιοί μας. «Ενώ εσείς παίρνατε τοις μετρητοίς τον Εκσυγχρονισμό του Κώστα Σημίτη, εκείνος άφηνε τον Τσοχατζόπουλο να ροκανίζει τα εξοπλιστικά προγράμματα. Ενώ εσείς τριπάρατε με την Ελλάδα των ανοιχτών οριζόντων, στις λαοσυνάξεις για την Μακεδονία και για το θρήσκευμα στις ταυτότητες επωαζόταν το αβγό του φιδιού. Η ανεκτικότητά σας απέναντι σε ό,τι σας φαινόταν διαφορετικό, περιθωριακό, καλτ, επέτρεψε στο "Big Brother" και στα "Παρατράγουδα" της Ανίτας Πάνια να διαπαιδαγωγήσουν τους επόμενους. Η χώρα που ονειρευόσασταν υπήρχε μόνο στο μυαλό σας. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν πάντοτε ένας τύπος που άναβε το πούρο του με τα λεφτά μιάς μίζας. Σταθήκατε, στην καλύτερη για εσάς ετυμηγορία, τα κορόιδα της τράπουλας. Και στη χειρότερη, συνεργοί στη συνολική χρεοκοπία.»


Η αλήθεια είναι ότι η γενιά μας ποτέ δεν καταδέχθηκε να ασχοληθεί ενεργά με τα κοινά. Από την πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο, σνομπάραμε τις κομματικές νεολαίες, γελούσαμε με τους αφισοκολλητές, λοιδωρούσαμε όσους περιόριζαν τα όνειρά τους σε ένα δημοσιοϋπαλληλίκι. Αφήσαμε έτσι την πολιτική να στελεχωθεί –πλην εξαιρέσεων- από τους χειρότερους. Τους πλέον μέτριους και κατά συνέπειαν ευεπίφορους στη διαφθορά. Πιστέψαμε έπειτα στα καθησυχαστικά ψέμματα τους, δίχως να μπούμε στον κόπο να τα ελέγξουμε. Όταν τους βλέπαμε να τα σπάνε στις μεγάλες πίστες ή να σηκώνουν βίλες στην Μύκονο, γελάγαμε απλώς με την κακογουστιά τους. Ουδέποτε είχαμε υποψιαστεί πως ο λογαριασμός θα ερχόταν, στο γύρισμα του χρόνου, σε εμάς. Και στα παιδιά μας.
Υπήρξαμε εν πλήρη συγχύσει αθώοι.


Για κοίτα όμως ένα παράξενο πράγμα: Εκείνοι που σήμερα μάς βρίζουν είναι οι ίδιοι που κάποτε μάς κολάκευαν. Και τώρα κολακεύουν εσάς, κόρες και γιοί μας, ανηψιές και ανηψιοί μας, στρέφοντάς σας εναντίον μας.
Μην πέσετε στην ίδια παγίδα. Μην εμπιστευθείτε το τιμόνι και το ταμείο στους ξύλινους ανθρώπους των μηχανισμών, του στόμφου και των συνθημάτων.


Μην ανεχθείτε τα κομματόσκυλα ούτε για να σας πλύνουν τα πιάτα. Διότι απλώς θα σας τα κλέψουν. Και έπειτα θα σας κατηγορούν ότι εσείς τα σπάσατε.