Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ghosting: Μην κυνηγάς φαντάσματα, δεν θα στείλει

Το ghosting – η απότομη διακοπή κάθε επικοινωνίας χωρίς καμιά εξήγηση - έχει εξαπλωθεί σε όλο το εύρος των κοινωνικών περιστάσεων και συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που πλέον αντιλαμβανόμαστε τον σύγχρονο κόσμο

Ο όρος ghosting – όταν κάποιος/α κόβει απότομα κάθε επικοινωνία χωρίς καμιά εξήγηση – καθιερώθηκε εσχάτως για να περιγράψει την απότομη ψηφιακή εξαφάνιση ατόμου με το οποίο είχαμε (ή νομίζαμε ότι είχαμε) συνάψει φιλική ή (ακόμα χειρότερα) ερωτική σχέση, αλλά όπως φαίνεται έχει εξαπλωθεί σε όλο το εύρος των κοινωνικών περιστάσεων και σύμφωνα με τους ειδικούς, συνδέεται άμεσα με τον τρόπο που πλέον αντιλαμβανόμαστε τον σύγχρονο κόσμο. Όλοι ή σχεδόν όλοι είτε το έχουμε κάνει είτε το έχουμε υποστεί, ή και τα δύο. Ζούμε σε μεταφυσικούς καιρούς.

Σύμφωνα με την καθηγήτρια ψυχολογίας Wendy Walsh, η οποία βρέθηκε στη λίστα του περιοδικού Time με τα πρόσωπα της χρονιάς για την ενίσχυσή της στην εξάπλωση του κινήματος #MeToo, υπάρχουν τρία επίπεδα ghosting: το «ελαφρύ» που μπορεί να συμβεί περιστασιακά ακόμα και σε παλαιούς γνώριμους, το «μεσαίο» που συμβαίνει απότομα μετά από μια πρόσφατη γνωριμία και το «βαρέων βαρών» που συμβαίνει μετά από ερωτική σχέση.

Μπορεί να ακούγεται σκληρό, αλλά δεν υπάρχει χειρότερο από το να νοιώθει κάποιος ότι βρίσκεται στο καθαρτήριο μεταξύ προσμονής και απόρριψης και συνεχίζει να στέλνει απελπισμένα μηνύματα σε «φαντάσματα». 

Οι σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι η κοινωνική απόρριψη κάθε είδους, ενεργοποιεί τις ίδιες διαδρομές πόνου στον εγκέφαλο με τον σωματικό πόνο, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει βιολογικός σύνδεσμος ανάμεσα στην απόρριψη και στον πόνο. Ακόμα κι αν η απόρριψη προέρχεται από άτομο εκτός του οικείου κοινωνικού περιβάλλοντος, όπως σε σχέσεις που ξεκινάνε από πλατφόρμες γνωριμιών και αυτός ή αυτή που κάνουν το "ghosting" έχουν λιγότερους ενδοιασμούς από τη στιγμή που δεν έχετε κοινούς φίλους και δεν θα προκληθεί ζήτημα στον ευρύτερο κοινωνικό κύκλο.

Όλοι ή σχεδόν όλοι είτε το έχουμε κάνει είτε το έχουμε υποστεί, ή και τα δύο. Ζούμε σε μεταφυσικούς καιρούς.

Στην έρευνά της που παρουσιάστηκε πέρσι στην ακαδημαϊκή κοινότητα και αφορά τη «διάλεκτο» της απόρριψης , η καθηγήτρια Gili Freedman ανακάλυψε ότι το "ghosting" έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε συναισθηματικά το μέλλον. Και πιο συγκεκριμένα με το αν πιστεύουμε ή όχι ότι ο τρέχων σύντροφος μας είναι ο «ένας και παντοτινός» - ερώτημα που έχει να κάνει με το δίλημμα ανάμεσα στην πεποίθηση και στο πεπρωμένο, με το αν πιστεύουμε δηλαδή ότι οι ιδανικές σχέσεις χτίζονται και ωριμάζουν ή ότι υπάρχει εκεί έξω έτοιμος ο αρχετυπικός μας σύντροφος, αυτό που αποκαλούμε «αδελφή ψυχή».

«Τα άτομα που πιστεύουν περισσότερο στη μοίρα ή στο πεπρωμένο (τους), είναι πιο πιθανό να κάνουν "ghosting"» λέει η Freedman. «Αν συνευρεθείς με κάποιον και διαπιστώσεις ότι δεν είναι ο 'ιδανικός' ή η 'ιδανική', τότε θα σκεφτείς ενδεχομένως ότι δεν έχει νόημα να συνεχίσεις την προσπάθεια με τα συγκεκριμένο άτομο, οπότε εξαφανίζεσαι σα φάντασμα. Τέτοιοι άνθρωποι πιστεύουν ότι φαίνεται από την αρχή αν μια σχέση θα λειτουργήσει ή όχι».

Σύμφωνα με την έρευνα της πάντως, οι άνθρωποι φαίνονται να πιστεύουν ότι η διαδικασία του "ghosting" μοιάζει πιο ήπια και αποδεκτή στο πλαίσιο μια φιλικής παρά σ' αυτό μιας ερωτικής σχέσης: «Είναι αξιοπερίεργο ίσως το γεγονός ότι παρότι κατά κανόνα αντιλαμβανόμαστε τις φιλίες ως μακροχρόνιες σχέσεις που μας προσφέρουν ασφάλεια και κοινωνική στήριξη, μας φαίνεται λιγότερο κατακριτέο συχνά να εξαφανιστούμε από μια φιλία παρά από μια ερωτική σχέση, έστω και βραχύβια. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις γενικά, έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη διαδικασία του 'ghosting'».

Η συμβουλή της εν προκειμένω είναι η εξής: «Μην απολογείσαι, να είσαι όμως ειλικρινής με τα όρια που έχουν τεθεί εξαρχής, είτε πρόκειται για να βγεις για ένα ποτό είτε πρόκειται για κάποιον που θέλεις να περάσεις μαζί του το υπόλοιπο της ζωής σου. Το πιο σωστό είναι να απορρίπτεις κάποιον λέγοντας ευθαρσώς 'Όχι', αντί του αόριστου 'Λυπάμαι'.

Μπορεί να ακούγεται σκληρό, αλλά δεν υπάρχει χειρότερο από το να νοιώθει κάποιος ότι βρίσκεται στο καθαρτήριο μεταξύ προσμονής και απόρριψης και συνεχίζει να στέλνει απελπισμένα μηνύματα σε «φαντάσματα». Αυτός ο εξοστρακισμός οδηγεί στην οργή, στη σύγχυση και σε ακόμα πιο έντονα αισθήματα απομόνωσης.

Με στοιχεία από τους New York Times