Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Το τελευταίο ταξίδι, του Πολ Θερού

Ο κορυφαίος ίσως ταξιδιωτικός συγγραφέας του καιρού γράφει για αυτό που ξέρει καλύτερα: την ιστορία της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας

Το τελευταίο ταξίδι, του Πολ Θερού

Ορισμένοι πιστεύουν ότι η τεχνολογία έχει αλλάξει τόσο δραστικά τον πλανήτη (τον έχει λεηλατήσει και σμικρύνει, αφού μπορείς πλέον να χρησιμοποιήσεις απλώς τη μύτη ενός «ποντικιού» μπροστά σε ένα αναμμένο μόνιτορ για να ταξιδέψεις), ώστε πλέον δεν υπάρχει λόγος να βγει κανείς από το δωμάτιο του. Εξαιτίας της δεδομένης τεχνολογίας έχει αρχίσει να κυριαρχεί η άποψη ότι η ταξιδιωτική λογοτεχνία δεν είναι απλώς μια γραφή δεύτερης διαλογής αλλά ασήμαντη…Αφού μπορούμε να τα γνωρίσουμε όλα παίρνοντας κάθε πληροφορία με το σχηματισμό ενός τηλεφωνικού αριθμού και με τη σκέψη ότι η Υφήλιος έχει μελετηθεί από άκρη εις άκρη από τους ταξιδιώτες, άραγε σε τι μπορεί να χρησιμεύσει πλέον ένα βιβλίο περιπλάνησης; Ποιο σημείο του πλανήτη θα μπορούσε κανείς να επισκεφθεί για να καταγράψει μια σκληρά παθιασμένη μάχη, ή έστω για να γίνει μάρτυρας μαζικών σκηνών μιας ταραγμένης καθημερινότητας; Είναι βέβαιο ότι πλέον έχουν αποτυπωθεί σε σελίδες τα πάντα.

Δεν πρόκειται για κάποια νέα θεωρία. Το 1972 σε ένα μεταμοντέρνο άρθρο, που δημοσιεύθηκε σε ένα απαιτητικό περιοδικό με τίτλο Σχέδιο ταξιδιού στην Κίνα, η Αμερικανίδα συγγραφέας Σούζαν Σόνταγκ, από το το διαμέρισμα της στη Νέα Υόρκη, μελετούσε την Κίνα. Η Σόνταγκ, η οποία ήταν θεωρητικός των ταξιδιωτικών εντυπώσεων περισσότερο και λιγότερο ταξιδιώτης, είχε τελειώσει το άρθρο της ως εξής: «Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι θα γράψω ένα βιβλίο γύρω από το ταξίδι μου στην Κίνα πριν επισκεφθώ τη χώρα».

 

Στους αναβλητικούς και ράθυμους θα συνιστούσα: κάνετε μια δοκιμή με τη Μέκκα. Το 1853, ο Άγγλος εξερευνητής Σερ Ρίτσαρντ Μπάρτον, αφού πρώτα έκανε περιτομή, έμαθε καλά αραβικά, αγόρασε ρούχα Αφγανού δερβίση και επέλεξε το όνομα Μίρζα Αμπντουλά, έφθασε στην αγία πόλη της Μέκκας: ένας και μοναδικός άπιστος αυτός, ο οποίος παραδόξως ενδιαφερόταν για τη μάζα των προσκυνητών. Ο Μπάρτον κυκλοφόρησε την αφήγηση του ταξιδιού του, μερικά χρόνια αργότερα, σε τρεις τόμους με τίτλο Ταξίδι στη Μεντίνα και τη Μέκκα. Ο τελευταίος μη μουσουλμάνος που έκανε κάτι ανάλογο και έγραψε σχετικά ήταν ο Άρθουρ Τζον Γουάβελ, γόνος φημισμένης στρατιωτικής βρετανικής οικογένειας. Ήταν βετεράνος στρατιωτικός και κάτοικος της κενυάτικης πόλης Μομπάζα. Ο Γουάβελ είχε δείξει σημαντικό ενδιαφέρον για το Ισλάμ. Για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του, μεταμφιέσθηκε σε κάτοικο της Ζανζιβάρης που μιλούσε σουαχίλι, πήγε στο προσκύνημα και κατέγραψε την εμπειρία του στο βιβλίο Ένας σύγχρονος Προσκυνητής στη Μέκκα (1912). Ο Γουάβελ είχε κάνει εκείνο το ταξίδι το χειμώνα του 1908-1909, περίπου έναν αιώνα πριν. […]

 

OI ANAMNHΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗ: Το 1853, ο Άγγλος εξερευνητής Σερ Ρίτσαρντ Μπάρτον, αφού πρώτα έκανε περιτομή, έμαθε καλά αραβικά, αγόρασε ρούχα Αφγανού δερβίση και επέλεξε το όνομα Μίρζα Αμπντουλά, έφθασε στην αγία πόλη της Μέκκας. Η αφήγηση του ταξιδιού του, κυκλοφόρησε μερικά χρόνια αργότερα, σε τρεις τόμους με τίτλο Ταξίδι στη Μεντίνα και τη Μέκκα.

 

Ο κόσμος είναι γεμάτος ευτυχισμένους τόπους, όμως αυτοί δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Μισώ τις διακοπές, τα πολυτελή ξενοδοχεία και δεν είναι καθόλου διασκεδαστικό να διαβάζεις γι' αυτά. Θέλω να διαβάζω για μέρη ταλαιπωρημένα, απρόσιτα ή αφιλόξενα. Γι' απαγορευμένες πόλεις και δευτερεύουσες διαδρομές. Όσο αυτά θα υπάρχουν, η ταξιδιωτική λογοτεχνία θα έχει αξία.

 

Εξ όσων γνωρίζω κανένας δεν έχει ακολουθήσει το παράδειγμα του Άπσλεη Τσέρι-Γκάραρντ. Κατά τη διάρκεια του ανταρκτικού χειμώνα, στα 1912 με 1913, ο “Τσέρι” ταξίδεψε πάνω σε έλκηθρο μαζί με άλλα δύο άτομα, για να μελετήσει μία ομάδα πιγκουίνων και να τους κλέψει κανένα αυγό. Το ταξίδι που κράτησε έξι εβδομάδες- κατά τη διάρκεια του οποίου οι τρεις τολμηροί άντρες έσπρωχναν μόνοι τους τα βαριά έλκηθρα πάνω στον πάγο – είχε γίνει στο απόλυτο σκοτάδι, με 26 βαθμούς υπό το μηδέν. Οι τρεις άντρες επέστρεψαν μισότρελοι, εξαντλημένοι από την πείνα και ετοιμοθάνατοι. Πώς σας φαίνεται αυτή η ιστορία για υλικό ενός βιβλίου; […]

 

Όποιος αναρωτιέται σχετικά με την κατάληξη της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας θα πρέπει να μελετήσει τις αφετηρίες της. Όταν έγραφα το πρώτο μου βιβλίο το Ταό του ταξιδιού… επί δύο χρόνια πήγαινα συνεχώς στη βιβλιοθήκη του πιο κοντινού Πανεπιστημίου, δανειζόμουν καμιά δωδεκάδα ταξιδιωτικά βιβλία κάθε φορά, τα διάβαζα, κρατούσα σημειώσεις και αντέγραφα να καλύτερα κομμάτια τους. Έχοντας διαβάσει τα πρώτα 300 ταξιδιωτικά βιβλία, μου γεννήθηκαν ορισμένες αμφιβολίες ως προς την έννοια «ταξιδιωτικό βιβλίο». Ορισμένοι μιλάνε για ηρωικές εκδρομές, όπως εκείνη τουΆλλοι για βασανιστικά εγχειρήματα ή για πορείες θανάτου όπως το Κενό γεμάτο φόβο του Τζέφρι Μούρχαουζ, το οποίο αφηγείται ένα ταξίδι τεσσάρων μηνών στη Σαχάρα, στο μεγαλύτερο μέρος του πραγματοποιημένο με τα πόδια. Βιβλία όπως το Η καρδιά της Αφρικής (1953) του Λόρενς βαν ντερ Ποστ είναι προτιμότερο να τα διαβάζει κανείς συγχρόνως με άλλα: σκόπιμα για να έχει δίπλα στο έργο ενός ταξιδιώτη τις σελίδες ενός συγγραφέα. Για παράδειγμα το σκοτεινό Ταξίδι δίχως χάρτη του Γκράχαμ Γκριν του 1936 με εκείνο της ξαδέρφης του Μπάρμπαρα Γκριν, το οποίο είχε γράψει δύο χρόνια αργότερα με τίτλο Πολύ αργά για να επιστρέψεις, γλαφυρή αφήγηση του ιδίου οδοιπορικού στη Λιβερία. Ή ακόμα το Ταξίδι στα δυτικά νησιά της Σκοτίας (1775) του Δόκτορα Τζόνσον και το Ημερολόγιο μιας Περιήγησης στις Εβρίδες (1785) του Μπόσγουελ. Ορισμένα ταξιδιωτικά βιβλία είναι γραπτές αφηγήσεις, κοινοποιημένες πολλά χρόνια μετά το ταξίδι, όπως το υπέροχο έργο σε δύο τόμους του ταξιδιού που είχε κάνει ο Πάτρικ Λή Φέρμορ διασχίζοντας την Ευρώπη πριν από τον Πόλεμο. Η εποχή της δωρεάς (1977) και το Ανάμεσα στα δάση και στο νερό (1986).

 

TO HΡΩΪΚΟ ΠΙΚ ΝΙΚ: Ο Φελίτσε Μπενούτσι είχε δραπετεύσει από ένα βρετανικό στρατόπεδο για να αναρριχηθεί στο όρος Κένια.

 

Υπάρχουν αρκετά υποείδη της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας και είναι δύσκολο να αναφερθούν όλα. Στην τύχη να μιλήσω για εκείνα που αφορούν το κοσμικό ή το θρησκευτικό προσκύνημα, την αναζήτηση ειρηνικών τόπων για χαλάρωση, κατάλληλων μέσων φυγής με το αγαπημένο σου πρόσωπο ή εξαιρετικών προορισμών για εδέσματα. Ταξίδια για να ανακαλύψεις μέρη όπου θα πιεις το τέλειο κρασί συνοδευόμενο από το πιάτο που του ταιριάζει καλύτερα, ή, ακόμα, το καλύτερο κέντρο αναψυχής του κόσμου. Πολλά βιβλία – ίσως τα περισσότερα – είναι αυτοβιογραφικά, αλλά με επιλεκτικό τρόπο. Μια άσχημη εμπειρία σε ένα ταξίδι είναι σίγουρα αξιοποιήσιμη. “Η λογοτεχνία γίνεται με τις ατυχίες των άλλων” έγραψε κάποτε ο Β.Σ. Πρίτσετ. “Τα περισσότερα βιβλία που συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία των ταξιδιωτικών, αντίθετα, δεν έχουν καμία επιτυχία επειδή οι συγγραφείς τους δεν αντιμετωπίζουν αντιξοότητες”.

 

Υπάρχει, επίσης, η ελιτίστικη άποψη ότι τα καλύτερα δείγματα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας κατατέθηκαν στη δεκαετία του ’30 με τα έργα του Ήβλιν Βο, του Γκράχαμ Γκριν, του Πίτερ Φλέμινγκ, του Ρόμπερτ Μπάιρον, του Φρέγια Σταρκ και της Ρεμπέκα Γουεστ.. Οπωσδήποτε εκείνη την περίοδο υπήρξαν πολλοί τολμηροί ταξιδιώτες με σπουδαία πρόζα, όμως το στιλ ήταν το ζητούμενο. Οι συγγραφείς της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας εκείνης της εποχής θέλησαν να αποδείξουν όλη τους την ιδιορρυθμία, να κυριαρχήσουν πάνω στο πρωτόγονο, επικίνδυνο ή γελοίο φόντο… Νομίζω ότι οι μεγαλύτεροι ταξιδιωτικοί συγγραφείς εκείνης της περιόδου, αλλά και της προηγούμενης, ήταν οι ανθρωπολόγοι in loco όπως ο Μπρόνισλαβ Μαλινόφσκι στη Νέα Γουινέα, η Μάργκαρετ Μιντ στη Σαμόα, ο Άλφρεντ Μέτρο στη Νήσο του Πάσχα και ο Κλοντ Λεβί Στρος στο εσωτερικό της Βραζιλίας.

 

SAUDADES DO BRASIL: Φωτογραφία από τα ταξίδια του εθνολόγου Claude Lévi-Strauss στη Βραζιλία (1935-39)

 

Πιστεύω ότι το καλύτερο ταξίδι και το καλύτερο ταξιδιωτικό βιβλίο – παλιό ή πρόσφατο – πρέπει να επιτυγχάνει ένα είδος υπέρβασης, συνδυασμένης με μια αυθεντική ανακάλυψη, η οποία αφήνει έκπληκτο όποιον ταξιδεύει και κομίζει νέα από τον εξωτερικό κόσμο. Φυσικά το να είσαι ένας Κάπτεν Κουκ , ένας Στάνλει, ένας Κνουτ Ράσμουνσεν στην αρχαία Γροιλανδία, δηλαδή συγγραφέας ημερολογίων και πρωτότυπων αφηγήσεων για ανακαλύψεις και ταξίδια, είναι η βάση. Υπάρχουν όμως και πιο σύγχρονες ταξιδιωτικές εξιστορήσεις, ικανές να μας δώσουν την εντύπωση ότι έχουμε βρεθεί στο χώρο που περιγράφουν. Μερικά παραδείγματα: ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι του Κάρλο Λέβι (1945), Η λεοπάρδαλiς του χιονιού του Πίτερ Μάθιεσεν για το Νεπάλ (1978), και το Κακή γη του Τζόναθαν Ράμπαν για τη Μοντάνα (1996) […]

 

ΟΤΑΝ, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, έφτασα στην Αφρική, αντιλήφθηκα άμεσα πόσο ελλιπείς και οπωσδήποτε προβληματικές ήσαν οι γνώσεις που είχα πάνω στο θέμα: θυμόμουν τον Χέμινγουει, ο οποίος στους Πράσινους λόφους της Αφρικής (1943) κορδωνόταν και ψιθύριζε σουαχίλι στην κουζίνα, ή τον Βαν ντερ Ποστ στο Νιάσαλντ (όπου έζησα για λίγο) να μετατρέπει μια εκδρομή σε πραγματική εκστρατεία. Τίποτα, ας πούμε, δεν με είχε προετοιμάσει για το κλίμα που θα έβρισκα: στα οροπέδια του Μαλάουι,. όπου οι ιθαγενείς κυκλοφορούν φορώντας μάλλινα πουλόβερ, γιατί κάνει πολύ περισσότερο κρύο από όσο είχα φανταστεί. Ενώ στη νότια πλευρά του Ήρεμου ποταμούόπου κυκλοφορούσαν ημίγυμνοι, ένιωσα τη μεγαλύτερη ζέστη της ζωής μου.

 

Παρότι στην Αφρική διάβασα ταξιδιωτικά βιβλία, δεν έτυχε να γράψω κάτι σχετικό. Με εντυπωσίασε ο Μεγάλος καλπασμός (1965), γραμμένο από την Ντέρβλα Μέρφι, μια γυναίκα που έφθασε στην Ινδία από την Ευρώπη με ποδήλατο. Ήταν μια σεμνή περιηγήτρια, η οποία σταματούσε σε διάφορα μέρη και έπιανε φιλίες. Μετά ήρθε η σειρά του Μια σκοτεινή ζώνη (1964) του Β.Σ. Νάιπολ, ταξιδιωτικό βιβλίο με ένα συγκεκριμένο θέμα, ή μάλλον με δύο: το συναισθηματικό νόστο και την απογοήτευση από την πατρίδα. Το βιβλίο του Νάιπολ, περιείχε κάποιους πειστικούς διαλόγους. Επειδή, μάλιστα, είναι μυθιστοριογράφος, ο συγγραφέας του κατόρθωσε να μεταφέρει πειστικά το κλίμα διαβίωσης στον τόπο που περιγράφει. Το συγκεκριμένο στοιχείο είχα, επίσης, εκτιμήσει στα ταξιδιωτικά βιβλία του Μαρκ Τουέιν και του Τζακ Λόντον. Η τέχνη του μυθιστοριογράφου στην υπηρεσία του ταξιδιώτη. Όλα αυτά μου έδωσαν να καταλάβω ότι θα μπορούσα και εγώ να προτείνω κάτι ανάλογο: έτσι έγραψα στα 1974 το Μπαζάρ Εξπρές: διασχίζοντας την Ασία με το τρένο.

 

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ: Ο Θερού σε νεαρή ηλικία

 

Τα ταξίδια μου στην Ευρώπη και την Αφρική ξεκίνησαν το 1963, σχεδόν πριν από πενήντα χρόνια. Ο κόσμος τότε ήταν αρκετά διαφορετικός όπως και τα ταξιδιωτικά βιβλία: ορισμένα από αυτά περιέγραφαν τη Σφίγγα και το Ταζ Μαχάλ. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 έγινε η έκρηξη. Σήμερα όποιος θα αρχίσει να επιθεωρεί τα λιγοστά ράφια ενός βιβλιοπωλείου με ταξιδιωτική λογοτεχνία, είναι βέβαιο ότι σύντομα θα νυστάξει…

 

Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε λοιπόν; Φυσικά, πολλοί υποψήφιοι συγγραφείς ταξιδιωτικών βιβλίων περπατούν αργά και με δυσκολία πάνω στα ίχνη όσων έχουν ήδη ταξιδέψει πριν από αυτούς, με σκοπό να επαναλάβουν ή να διορθώσουν τις κατατεθειμένες εντυπώσεις. Ένα εξοργιστικό φαινόμενο που παρατηρείς σ’ αυτά τα βιβλία – και γενικότερα στη συγκεκριμένη λογοτεχνία – είναι η χρήση του ενεστώτα: “Βρίσκομαι μέσα σε ένα λεωφορείο στο Μπουτάν και η κυρία δίπλα μου καπνίζει ένα πούρο ..”. Μια νέα ρηχότητα κυκλοφορεί στην ποιητική των ταξιδιωτικών βιβλίων, μια κατασκευασμένη δραματοποίηση, ένα εμφανές μακιγιάζ των γεγονότων, μια επιφανειακή και άσκοπη διαχείριση του αντικειμένου. Αυτά τα βιβλία δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Αντίθετα λατρεύω να διαβάζω βιβλία πάνω σε όντως δύσκολα ταξίδια. Ακόμα καλύτερα: εάν το θέμα τους αφορά πραγματικές εκστρατείες. Αυτά τα βιβλία γραμμένα με ταλέντο και εμμονή στις λεπτομέρειες, θα έχουν πάντα το κοινό τους, διότι συνδυάζουν τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις με προτάσεις για λύση προβλημάτων επιβίωσης: πιστεύω πως αυτή πρέπει να είναι η κατ’ εξοχή ανθρώπινη τοποθέτηση….

 

Πριν από λίγο καιρό ένας Νιγηριανός συνελήφθη ενώ προσπαθούσε να φύγει παράνομα από τη Λιβύη, όπου είχε προσληφθεί ως μηχανικός σε πετρελαιοπηγές. Η πόλη στην οποία εργαζόταν ήταν υπό πολιορκία, βομβαρδιζόταν, γύρω από αυτήν γίνονταν μάχες. Δεν του επέτρεψαν να πάει στην Ιταλία και θέλησαν να τον επαναπατρίσουν στη Νιγηρία. Εκείνος, όμως, διαμαρτυρήθηκε: “Στείλτε με στη Λιβύη, προτιμώ να ξαναπάω εκεί, παρά να γυρίσω στην πατρίδα”. Το περιστατικό με κάνει να αναρωτηθώ: πώς να είναι η Νιγηρία; Με ωθεί να την επισκεφθώ. Πάνω κάτω την ίδια περίοδο χίλια άτομα πέθαναν σε ένα χωριό της Ακτής του Ελεφαντοστού: το νέο δεν συγκίνησε ιδιαίτερα το δυτικό Τύπο, ενώ εάν κάποιος τραυματιστεί στην Ιερουσαλήμ το νέο βγαίνει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων με πηχυαίους τίτλους. Θέλω πολύ να καταλάβω: γιατί συμβαίνουν αυτά; Το γεγονός ότι υπάρχουν πολύ λίγοι ανταποκριτές σε κάποιο μέρος, κάνει ακόμα πιο αναγκαία τη μετάβαση εκεί του ταξιδιώτη με το ρόλο, πλέον, του αυτόπτη μάρτυρα και του δημοσιογράφου..

 

Ο κόσμος δεν είναι μικρός όπως τον παρουσιάζει το Google Earth. Σκέφτομαι την περιοχή του Ήρεμου ποταμού στο Μαλάουι, το εσωτερικό της Αγκόλα, τη βόρεια Μπούρμα, για την οποία δεν έχει γραφτεί τίποτα, και το Νάγκαλαντ. Έχω υπόψη μου πιο κοντινές περιοχές στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Δεν γνωρίζω κανένα βιβλίο που να μιλάει, π. χ., για την καθημερινή ζωή σε μια φτωχογειτονιά του Σικάγο ή γι’ αυτή των μουσουλμάνων που ζουν σε κάποιο εγκαταλελειμμένο κτίριο σε συγκρότημα λαϊκών πολυκατοικιών στα βρετανικά Μίντλαντς.

 

Ο κόσμος είναι γεμάτος ευτυχισμένους τόπους, όμως αυτοί δεν με ενδιαφέρουν καθόλου. Μισώ τις διακοπές, τα πολυτελή ξενοδοχεία και δεν είναι καθόλου διασκεδαστικό να διαβάζεις γι’ αυτά. Θέλω να διαβάζω για μέρη ταλαιπωρημένα, απρόσιτα ή αφιλόξενα. Γι’ απαγορευμένες πόλεις και δευτερεύουσες διαδρομές. Όσο αυτά θα υπάρχουν, η ταξιδιωτική λογοτεχνία θα έχει αξία.

 

Μετάφραση: ΦΑΝΗ ΜΟΥΡΙΚΗ

 

Ο Πολ Θερού (1941) είναι Αμερικάνος συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων, διηγηματογράφος και κριτικός λογοτεχνίας. Μερικά από τα έργα του έχουν γίνει ταινίες όπως π.χ. το Η ακτή του κουνουπιού (σε σκηνοθεσία του Πίτερ Γουήαρ, το 1986), για το οποίο έχει βραβευτεί.