Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Φθινόπωρο στη Γαλικία με θαλασσινά, προσκυνητές και πολλή βροχή

Αυτή η μαγική και λιγότερο γνωστή γωνιά της βόρειας Ισπανίας έχει φημισμένη κουζίνα, εντυπωσιακή φύση και σημαντική ιστορία.

Φθινόπωρο στη Γαλικία με θαλασσινά, προσκυνητές και πολλή βροχή

Είναι σχεδόν βράδυ στη μικρή παραθαλάσσια περιοχή Ribeira της Γαλικίας όταν, πεινασμένοι και καταβεβλημένοι από μια μεγάλη μέρα οδήγησης και στάσεων, μπαίνουμε στην πρώτη ταβέρνα που βλέπουμε. Έχει μόλις ανοίξει και είναι άδεια, μέσα είναι μόνο ο ιδιοκτήτης –ένας ευγενέστατος, αγαθός κύριος με έντονη ντόπια προφορά και γελαστό μουστάκι– και η μαγείρισσα, που ετοιμάζει τα ψάρια για το βράδυ.

Στην τηλεόραση παίζουν ειδήσεις. Τα πόδια μας είναι μούσκεμα και τα ρούχα μας μυρίζουν υγρασία. Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από αυτή, αφού το φθινόπωρο στον iσπανικό Βορρά και συγκεκριμένα στη Γαλικία βρέχει ακατάπαυστα και τα σύννεφα καλύπτουν την παραμικρή σπιθαμή του ουρανού. Εάν όμως σου αρέσει αυτός ο καιρός, το μέρος είναι απλώς ένας καταπράσινος παράδεισος και, όπως επρόκειτο να ανακαλύψω, μια γαστρονομική Μέκκα.

Σε αυτήν τη μαγική γωνιά της Ισπανίας η κουζίνα είναι από τις πιο φημισμένες όλου του κόσμου. Ένας τεράστιος αριθμός των κατοίκων βιοπορίζεται από τα μεγάλα όστρακα και τα θαλασσινά που ψαρεύονται στα ρηχά. Είναι σχετικά φθηνά, σερβίρονται απλά, με λίγο μαϊντανό ή σκόρδο και μια ρουφηξιά από το ζουμί τους είναι ικανή να σε ταξιδέψει. Ο ιδιοκτήτης, αφού δέχεται να τον φωτογραφίσουμε, μας σερβίρει μύδια για το καλωσόρισμα και του ζητάμε να μας φέρει ό,τι θα πρότεινε.

Σε αυτήν τη μαγική γωνιά της Ισπανίας, η κουζίνα είναι από τις πιο φημισμένες όλου του κόσμου. Ένας τεράστιος αριθμός των κατοίκων βιοπορίζεται από τα μεγάλα όστρακα και τα θαλασσινά που πιάνονται στα ρηχά. Είναι σχετικά φθηνά, σερβίρονται απλά, με λίγο μαϊντανό ή σκόρδο και μια ρουφηξιά από το ζουμί τους είναι ικανή να σε ταξιδέψει.

Τρώμε αχόρταγα το βραστό χταπόδι με μια ειδική γλυκιά και πικάντικη πάπρικα, την Pimenton de la Vera, που μελώνει τη γεύση με τρόπο εκπληκτικό. Ακολουθούν χρωματιστά θαμπουρίνια, τόσο νόστιμα που θέλεις να γλείψεις με ένα κομμάτι ψωμί τα κελύφη.

Τέλος, ο ιδιοκτήτης μάς φέρνει κάτι μακρόστενα λεπτά όστρακα που λέγονται pocket knives λόγω του σχήματός τους. Μετά από μισή ώρα έχουμε καταβροχθίσει τα πάντα και ακουμπάμε την πλάτη μας στηη καρέκλα νυσταγμένοι.

Στον δρόμο της επιστροφής συνειδητοποιούμε ότι έχουμε ολοκληρώσει μια γεμάτη μέρα, διανύοντας εκατοντάδες χιλιόμετρα στον «δρόμο του προσκυνήματος» ή μάλλον σε μία από τις τεράστιες διαδρομές του Camino de Santiago, αυτή που αρχίζει από τα βάθη της Πορτογαλίας.

Στη Γαλικία φτάσαμε μεσημέρι και πριν μπούμε στην πόλη του Santiagο ξεκινήσαμε με δυνατή βροχή για την Illa de Toxa, ένα νησάκι αντικριστά στον οικισμό O Grove. Το καλοκαίρι η ευρύτερη περιοχή είναι γεμάτη επισκέπτες που, παρά τα κρύα νερά, θα επισκεφθούν τις παραλίες για να λιαστούν μπροστά στο κύμα. Τα λίγα καφέ που βρίσκουμε υπολειτουργούν, ενώ αρκετά μαγαζιά είναι κλειστά.

Illa de Toxa. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO

Μια βόλτα στο νησί μάς οδηγεί στη μικρή λευκή εκκλησία μπροστά στη θάλασσα που είναι καλυμμένη εξ ολοκλήρου, από τη βάση μέχρι το καμπαναριό, με κοχύλια. Η εκκλησία υπάρχει από τον δωδέκατο αιώνα. Ενώ αρχικά ήταν αφιερωμένη στον San Sebastian, με τα χρόνια όμως και μετά τις ανακαινίσεις πέρασε στην Παναγία του Όρους Καρμέλ που μπορείς να δεις στο ιερό να προβάλει μέσα από ένα κοχύλι.

Είναι πολλοί εκείνοι που θα προσευχηθούν στον San Caralampio για να γιατρέψει τις δερματικές παθήσεις τους, αφού στο μέρος υπάρχουν ιαματικά λουτρά και ειδικά θεραπευτικά spa. Διαβάζουμε ότι η εκκλησία καλύφθηκε από κοχύλια για να προστατευτεί από τη βροχή και τον αέρα που μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες ζημιές στο κτίσμα. Όταν μπαίνουμε στο αμάξι για να κατευθυνθούμε στον επόμενο σταθμό, τα αυτιά μας βουίζουν ακόμη από τον ισχυρό άνεμο που φυσάει στο νησί.

Εκκλησία με κοχύλια στο Illa de Toxa. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
H εκκλησία καλύφθηκε από κοχύλια για να προστατευτεί από τη βροχή και τον αέρα που υπήρχε κίνδυνος να προκαλέσουν μεγάλες ζημιές στο κτίσμα. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
 

Οι Corrubedo Dunes, μια προστατευόμενη περιοχή με μικρούς κόλπους όπου σκάει ο Ατλαντικός και πετούν πάρα πολλά πτηνά, απέχουν περίπου μια ώρα από το O Grove και όταν φτάνουμε, δυσκολευόμαστε να βρούμε την είσοδο. Υπάρχουν αραιοκατοικημένα πέτρινα σπιτάκια με καμινάδες, χωράφια και πλαγιές στις οποίες βόσκουν αγελάδες και πρόβατα δίπλα στον δρόμο.

Σε όλη τη Γαλικία μπορείς να δεις κάτι πέτρινες, μικρές και μακρόστενες κατασκευές, ελαφρώς υπερυψωμένες. Λέγονται horreo, χτίζονται από τον δέκατο πέμπτο αιώνα και αποτελούν σύμβολο της περιοχής. Οι κάτοικοι φύλαγαν μέσα  σε αυτές φαγητό για τα ζώα τους ή σοδειές που ήθελαν να προστατεύσουν από τις πλημμύρες και την κακοκαιρία. Υπάρχουν στην αυλή των περισσότερων σπιτιών, έξω από την πόλη του Santiagο. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και ψάχνουμε κάτω από τη βροχή μικρά μονοπάτια μέσα σε πυκνά δάση.

Corrubedo Dunes: μια προστατευόμενη περιοχή με μικρούς κόλπους όπου σκάει ο Ατλαντικός. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO

Όταν φτάνουμε στην παραλία Ladeira, ο τρόπος που βγαίνει το φως μέσα από τα σύννεφα κάνει την άμμο να γυαλίζει. Ο Ατλαντικός είναι άγριος, «βράζει», και τα πουλιά κρώζουν κατά μήκος της ακτής. Σε όλο το φυσικό πάρκο της περιοχής που εκτείνεται σε πάνω από χίλια εκτάρια με κόλπους και λιμνοθάλασσες σχηματισμένες δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν μπορεί κανείς να βρει πάνω από 250 είδη πτηνών που συχνάζουν σε έλη και αμμώδεις υγρότοπους – πολλά από αυτά είναι αποδημητικά πουλιά που φωλιάζουν και αναπαράγονται εδώ. Η βροχή δυναμώνει και δεν μας αφήνει να απολαύσουμε το τοπίο για περισσότερη ώρα, όμως ο ήχος των κυμάτων που σκάνε στην παραλία θα μας ακολουθεί, μέχρι να φτάσουμε πίσω στο αμάξι.

Στην πόλη των προσκυνητών, την πρωτεύουσα της Γαλικίας, το Santiago de Compostela, που θα γινόταν η βάση μας για την υπόλοιπη εβδομάδα, φτάσαμε βράδυ. Δεν θυμάμαι πόσους ανθρώπους είδαμε στην άκρη του δρόμου να βαδίζουν με αδιάβροχα και μαγκούρες και να τα δίνουν όλα στο τελευταίο κομμάτι του προσκυνήματός τους, ήταν όμως πολλοί και κάθε ηλικίας. Άπειρα πλακάκια και σημάδια με κοχύλια, το χαρακτηριστικό σύμβολο του camino, μάρκαραν σημεία από την Πορτογαλία μέχρι τον κεντρικό ναό, δείχνοντας την ιερή διαδρομή.

Το προσκύνημα στην πόλη εδραιώθηκε τον ένατo αιώνα, όταν η ανακάλυψη του τάφου του Αποστόλου Ιακώβου θα κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα, κάνοντας εκατομμύρια Ευρωπαίους να αναζητήσουν τη σορό του. Ο τάφος, σύμφωνα με την παράδοση, είχε βρεθεί από τον ερημίτη Πελάγιο, ο οποίος είπε ότι παρατήρησε μερικά λαμπερά φώτα σε ένα δάσος, το οποίο αργότερα θα ονομαζόταν Campus Stellae, το χωράφι των αστεριών. Σήμερα συνοδεύει το όνομα της πόλης, «Compostela».

Στον καθεδρικό του Σαντιάγο Ντε Κομποστέλα. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO.

Στον ναό όπου βρίσκεται ο τάφος επικρατεί ησυχία. Ένα τεράστιο αντικείμενο σαν αργυρό θυμιατό κρέμεται στη μέση, μπροστά απ’ το ιερό. Γύρω γύρω οι ιερείς εξομολογούν χαμηλόφωνα σε δωματιάκια πίσω από κάγκελα εκείνους που, αποκαμωμένοι, ταξίδεψαν μέρες για να λάβουν συγχώρεση.

Σε μερικά σημεία βλέπεις φωτογραφίες συγγενών που άφησαν οι πιστοί, ενώ επιβλητικές σκαλιστές φιγούρες αγίων καλύπτουν κάθε γωνιά. Εκεί μπορείς να καταλάβεις ότι δεν είναι όλοι οι επισκέπτες ίδιοι. Άλλοι θαυμάζουν τον ναό τραβώντας φωτογραφίες, ψιθυρίζοντας και δεχόμενοι παρατηρήσεις, και άλλοι κρύβονται δακρυσμένοι στις σκιές, κουβαλώντας στην πλάτη καημούς και χιλιόμετρα. Θα διανυκτερεύαμε, όπως όλες τις μέρες, αποκαμωμένοι σε ένα σπίτι λίγα λεπτά έξω από την πόλη, μέσα στο δάσος.

Όλο το βράδυ ακούγαμε τη βροχή στις σκεπές και τα τέσσερα σκυλιά-φύλακες του σπιτιού να γαβγίζουν ανήσυχα λόγω της παρουσίας μας. Προχθές, μας είπαν οι ένοικοι, γάβγιζαν σαν τρελά γιατί είδαν ένα αγριογούρουνο να περνά απ’ έξω.

Οι καυτερές πιπεριές του Pardon. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO

«Unos pican, otros no – κάποιες είναι καυτές, κάποιες όχι», λέει ο λαός για τις διάσημες πιπεριές του Pardon, ενός μικρού χωριού που απέχει δέκα λεπτά από το Santiagο. Περίπου to 10% από τις πράσινες πιπεριές που θα πάρεις σε ένα σακουλάκι είναι εξαιρετικά καυτερές. Κανείς δεν ξέρει ποιες. Τηγανίζονται σε απλό λάδι και τρώγονται με αλάτι σαν μεζές πριν από το φαγητό. Σύμφωνα με την παράδοση, εκείνος που θα πετύχει την καυτερή τις πληρώνει όλες.

Στο χωριό που τις αγοράσαμε περάσαμε από μια κινητή λαϊκή με χταπόδια μέσα σε καζάνια που βράζουν, μπακαλιάρο και μύδια, τυριά, λαχανικά, ψωμιά και κάθε λογής πωλητές που έδιναν την πραμάτεια τους ακόμη και μέσα από τα βαν, αδυνατώντας να προβλέψουν την πορεία της βροχής.

Πριν αναχωρήσουμε για την πιο εντυπωσιακή παραλία που έχω δει στη ζωή μου, θα τριγυρνούσαμε στην πόλη του Santiagο με τα καταπράσινα πάρκα, την παλιά πόλη με τις κέλτικες και γοτθικές καταβολές και τις μικρές ιστορίες που σε συναντούν απροσδόκητα στη μέσης της πόλης. Τα χρωματιστά αγάλματα δύο αδελφών, της Coralia και της Maruxa, αλλιώς Dos Marias, αποτελούν πόλο έλξης για αρκετούς τουρίστες που φωτογραφίζονται μπροστά τους χωρίς να ξέρουν το παρελθόν τους.

Στη λαϊκή αγορά του χωριού Pardon. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
Στο χωριό που τις αγοράσαμε περάσαμε από μια κινητή λαϊκή με χταπόδια μέσα σε καζάνια που βράζουν, μπακαλιάρο και μύδια, τυριά, λαχανικά, ψωμιά και κάθε λογής πωλητές που έδιναν την πραμάτεια τους. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
 

Προερχόμενες από φιλελεύθερη οικογένεια τη δεκαετία του 1930, με κάποια από τα αδέλφια τους να είναι ενταγμένα σε αναρχικά κινήματα, συχνά παρενοχλούνταν και ανακρίνονταν από τις Αρχές. Στη δικτατορία που θα εγκαθιδρυόταν χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αδελφές θα ζούσαν μέσα στη φτώχεια και οι γείτονες θα φρόντιζαν να τις προσέχουν και να τους δίνουν φαγητό.

Οι δυο τους είχαν το παρατσούκλι «As dúas en punto», δηλαδή «δύο η ώρα», καθώς κάθε μέρα έβγαιναν τότε για περίπατο στην παλιά πόλη ντυμένες με εκκεντρικά ρούχα και έντονο make-up, συμπεριφορά ασυνήθιστη στα γκρίζα χρόνια της δικτατορίας. Πολλοί μάλιστα πίστευαν ότι έπασχαν από ψυχολογικά προβλήματα λόγω του δύσκολου παρελθόντος τους. Περίεργο το πόσα χάνεις περπατώντας επιφανειακά μια πόλη. Οι δυο τους θα μπορούσαν κάλλιστα να περάσουν για ξεχασμένες μινιατούρες από κάποιο περαστικό λούνα παρκ.

Σε ένα από τα πολλά πάρκα, λίγο πιο πέρα, πέφτουμε πάνω σε ένα άγαλμα της Ροζαλία ντε Κάστρο, της ποιήτριας που έγραφε στα γαλικιανά, όταν αυτά ήταν παραγκωνισμένα. Ήταν μεγαλωμένη μέσα στη φτώχεια και υπήρξε από τις πρώτες γυναίκες που υπέγραφαν τα έργα τους με το κανονικό τους όνομα και όχι με ψευδώνυμο. Μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες της Γαλικιανής Αναβίωσης που έκανε τη λογοτεχνία να ανθήσει το δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, βγάζοντας τη Γαλικία από το πολιτιστικό και πολιτικό περιθώριο στο οποίο βρισκόταν την εποχή εκείνη.

Τα χρωματιστά αγάλματα δύο αδελφών των Coralia και η Maruxa ή αλλιώς Dos Marias αποτελούν πόλη έλξης για αρκετούς τουρίστες που φωτογραφίζονται χωρίς να ξέρουν το παρελθόν τους. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO

Όσα κι αν είχαμε ακούσει για την Ακτή των Καθεδρικών Ναών, δεν περιμέναμε αυτό που θα αντικρίζαμε αργότερα μέσα στη μέρα. Απέχει κάτι λιγότερο από δύο ώρες με το αυτοκίνητο από το Santiago και πρέπει να φροντίσεις να πας νωρίς, πριν από το μεσημέρι, οπότε, λόγω της παλίρροιας, το νερό σταδιακά καλύπτει και την παραμικρή σπιθαμή άμμου.

Αυτή η παραλία-φάντασμα, αλλιώς Παραλία των Αγίων Νερών, όπως ήταν το όνομά της προτού ο τουρισμός αναλάβει το εκ νέου βάπτισμά της, σου δίνει πραγματικά την αίσθηση ότι βαδίζεις κάτω από τα καμπαναριά ναών φτιαγμένων από σχιστόλιθο. Οι εντυπωσιακές αψίδες παγιδεύουν το νερό και δημιουργούν μικρές λίμνες που αντανακλούν το επιβλητικό τοπίο. Μπορείς να καταλάβεις πότε πρέπει να φύγεις, όταν από το πουθενά το νερό βρέχει τα πόδια σου, προειδοποιώντας σε.

Οι εντυπωσιακές αψίδες παγιδεύουν το νερό. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
Σου δίνει πραγματικά την αίσθηση ότι βαδίζεις κάτω από τα καμπαναριά ναών. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
 

Εκεί δίπλα, σε ένα καφέ που υπάρχει στην κορυφή του λόφου, βρήκαμε ένα ζευγάρι Γάλλων που είχε μεταμορφώσει ένα λεωφορείο σε σπίτι. Ζουν σε αυτό με τα δυο παιδιά τους και τους πήρε πάνω από δύο μήνες για να ξηλώσουν τα καθίσματα και σχεδόν τέσσερις για να φτιάξουν τα πάντα από ξύλο: τα κρεβάτια και την κουζίνα, τη σόμπα, τα ράφια και τη θέση για το πλυντήριο. Πρόκειται για ένα κανονικό σπίτι.

Όταν τους χτυπάμε το τζάμι, μας καλούν να επιβιβαστούμε, θέλουν ακόμη και να τους ακολουθήσουμε σε βόλτες στη Γαλλία και στην Πορτογαλία, όπου περνούν το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου. «Κάποιοι συντηρούν ένα αυτοκίνητο και ένα σπίτι. Εμείς τα κάνουμε και τα δύο μαζί», λένε γελώντας. Τα παιδιά τους τρέχουν ξυπόλυτα στον διάδρομο και μας χαιρετούν.

Ένα ζευγάρι Γάλλων που είχε μεταμορφώσει ένα λεωφορείο σε σπίτι. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO

Είχαμε πάρει από νωρίς την απόφαση πως εκείνη τη μέρα θα φτάναμε στο τέλος του κόσμου. Πριν πάμε όμως εκεί, κάναμε μια στάση στα μισά περίπου της διαδρομής μας σε μια πόλη που είναι φημισμένη για την καλύτερη τορτίγια της Γαλικίας – γι' αυτό άλλωστε έχει δώσει το όνομα της σε αυτή: Tortilla de Betanzos. Η ομελέτα με πατάτες που μαγειρεύουν στη Γαλικία διαφέρει από αυτήν που σερβίρεται στην υπόλοιπη Ισπανία. Το αυγό στη μέση δεν είναι πολύ καλά μαγειρεμένο, έτσι, όταν κόψεις ένα κομμάτι, ο κρόκος διαλύεται και γίνεται σάλτσα.

Η τορτίγια εδώ έγινε διάσημη από μια γυναίκα, την Angelita, η οποία τη μαγείρεψε χωρίς κρεμμύδια και έκτοτε μπορείς να τη βρεις παντού. Αφού περπατήσαμε μετά το γεύμα μας στην ήρεμη πόλη που δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο να δεις, πέρα από ένα πάρκο με αγάλματα που πετύχαμε κλειστό, μπήκαμε στο αυτοκίνητο, γιατί άρχισε ξανά να βρέχει.

Σπιτική παέγια. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO

Η Finisterre είναι ένα μυθικό μέρος στην Ακτή των Νεκρών – έτσι λέγονται οι ακτές στα βράχια των οποίων έπεφταν κατά το παρελθόν τα πλοία όταν είχε φουρτούνα. Το 2002 το πετρελαιοφόρο Prestige, κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας, βυθίστηκε στα ανοιχτά, σκορπίζοντας πάνω από 77.000 τόνους καυσιμέλαιου στην περιοχή και προκαλώντας μία από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές καταστροφές της ιστορίας.

Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι είναι το τέρμα της γης (Finish Terrea) και εκεί μπορείς να δεις έναν φάρο να δεσπόζει πολύ κοντά στο ομώνυμο χωριό που πολλοί προσκυνητές έχουν ως τελικό προορισμό της διαδρομής τους. Έχοντας ήδη διασχίσει το μονοπάτι για το Santiago, υποτίθεται ότι έχουν συγχωρεθεί για τις αμαρτίες τους και μόλις φτάσουν καίνε τα ρούχα τους, βλέποντας τον ήλιο να δύει. Στους βράχους μπορείς όντως να δεις πεταμένα καμένα παπούτσια και υφάσματα.

Στη Finisterre το πράσινο των λόφων τριγύρω σε κυκλώνει, ενώ ο Ατλαντικός χάνεται χωρίς να βλέπεις πια στεριά στον ορίζοντα. Γι' αυτό και το μέρος είναι ιδανικό για να δεις ηλιοβασίλεμα, όμως όταν φτάνουμε, πριν σουρουπώσει, υπάρχουν μόνο σύννεφα. Παρ' όλα αυτά, εάν σταθείς στον ψηλό βράχο και χαζέψεις το τοπίο από κάτω σου, αυτό που νιώθεις είναι δέος. Το μέρος σε μαγνητίζει σε τέτοιο βαθμό που ακόμη κι αν η ώρα περάσει και ο φάρος ανάψει, αν και το κρύο είναι τσουχτερό και ο αέρας λυσσομανά, δεν θέλεις να φύγεις.

Η Finisterre είναι ένα μυθικό μέρος στην Ακτή των Νεκρών -  έτσι λέγονται οι ακτές εκείνες πάνω στα βράχια των οποίων έπεφταν τα πλοία στο παρελθόν όταν είχε φουρτούνα. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO

Γυρίσαμε από το τέλος του κόσμου αργά το βράδυ, για μία ακόμη φορά κουρασμένοι, με την υγρασία να μουσκεύει τα πόδια μας. Ανάψαμε την ξυλόσομπα και καταβροχθίσαμε όση από τη σπιτική παέγια με θαλασσινά είχε μείνει. Ήταν μαγειρεμένη στο χαρακτηριστικό μεγάλο τηγάνι πάνω σε υγραέριο, στην κουζίνα του σπιτιού, και η νοστιμιά της παρέμενε ίδια. Σχεδόν αποκοιμηθήκαμε στις πολυθρόνες και η επόμενη μέρα ήταν γεμάτη ακόμη περισσότερες στάσεις σε αυτή την ιδιαίτερη γωνιά της Ισπανίας.

Όλο το βράδυ έβρεχε ασταμάτητα και στη μέση της νύχτας ένας κεραυνός έκανε τα φώτα του μισού σπιτιού να σβήσουν. Τα σκυλιά γάβγιζαν πάλι σαν τρελά. Μπορεί να φοβούνταν, αν και με τόσες βροχές και καταιγίδες όλα αυτά τα χρόνια πρέπει να έχουν συνηθίσει πια. Ίσως να μην είχαν συμφιλιωθεί ακόμα με την παρουσία μας.

Το τέρμα της γης (Finish Terrea), όπως πίστευαν οι Ρωμαίοι, όπου μπορείς να δεις έναν φάρο να δεσπόζει πολύ κοντά στο ομώνυμο χωριό που πολλοί προσκυνητές έχουν ως τελικό προορισμό της διαδρομής τους. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
Στους βράχους βλέπεις πεταμένα καμένα παπούτσια και υφάσματα. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
Η ταβέρνα έχει μόλις ανοίξει και είναι άδεια, μέσα βρίσκεται μόνο ο ιδιοκτήτης – ένας ευγενέστατος, αγαθός κύριος με έντονη ντόπια προφορά και γελαστό μουστάκι. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO
 
Πρέπει να φροντίσεις να πας νωρίς, πριν από το μεσημέρι, οπότε, λόγω της παλίρροιας, το νερό σταδιακά εξαφανίζει σχεδόν την παραμικρή σπιθαμή άμμου. Φωτο: Γιώργος Ψωμιάδης/LifO