«Η ΧΩΡΑ ΣΑΣ είναι τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με το όμορφο φυσικό περιβάλλον, που φαντάζομαι πως θα τα πηγαίνει σχετικά καλά με τους ευρωπαϊκούς στόχους της βιωσιμότητας, σωστά;», ήταν η ερώτηση που έλαβα πρόσφατα από έναν Γερμανό συνάδελφο, στο πλαίσιο ενός δημοσιογραφικού σεμιναρίου στο οποίο συμπέσαμε στις Βρυξέλλες. Μια ματιά στις μελέτες της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, που χαρτογραφούν τις επιδόσεις των χωρών στους φιλόδοξους μα απαραίτητους στόχους για τον μετριασμό των επιπτώσεων στο κλίμα, αποδεικνύει πως τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Από τη μια, η χώρα βρίσκεται πράγματι σε καλή τροχιά για να πετύχει την απαραίτητη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% έως το 2030, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, έχοντας ξεπεράσει επιτυχώς τον μεθοπρόθεσμο στόχο της για το 2020. Η μεγάλη εικόνα της στρατηγικής της –δηλαδή η εξάλειψη της εξάρτησης από τον λιγνίτη και η σημαντική αύξηση του ενεργειακού της μεριδίου από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας– έχουν ήδη αρχίσει να αποδίδουν.
«Η γρήγορη μόδα ή η κατασκευή και πώληση φθηνών ρούχων με σύντομη διάρκεια ζωής είναι μια εξαιρετικά μη βιώσιμη τακτική», δήλωσε φέτος το καλοκαίρι η Κομισιόν, προτείνοντας μια σειρά από κανόνες και μέτρα.
Ωστόσο, οι ευρωπαϊκοί στόχοι για την πράσινη μετάβαση απαιτούν κινητοποίηση σε πολλαπλά μέτωπα, από την οικοδόμηση μιας παραγωγικής κυκλικής οικονομίας μέχρι τον περιορισμό του περιβαλλοντικού αποτυπώματος της κατανάλωσης, και φυσικά την κατακόρυφη αύξηση της ανακύκλωσης και των επαναχρησιμοποιούμενων υλικών.
Πόσο καλά, λοιπόν, τα πάει η χώρα μας με ζητήματα βιωσιμότητας συγκριτικά με την ευρωπαϊκή της οικογένεια, και κατά πόσο θα πετύχει τους επιμέρους στόχους που έχει θέσει η Ε.Ε.; Επιλέγουμε τέσσερις δείκτες της Eurostat που χαρτογραφούν τις ενίοτε ενθαρρυντικές και ενίοτε απογοητευτικές ελληνικές επιδόσεις στις εκπομπές ρυπογόνων αερίων, την παραγωγή και την κατανάλωση, το μέγεθος της κυκλικής οικονομίας και την έκταση της ανακύκλωσης και της επαναχρησιμοποίησης.
1.
Εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από παραγωγικές δραστηριότητες
Ελλάδα: 7.270 κιλά ανά κάτοικο
Ευρωπαϊκή Ένωση: 6.411 κιλά ανά κάτοικο
Θέση: 15η/27
O δείκτης αυτός υπολογίζει τις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και ατμοσφαιρικών ρύπων που προκαλούν οι παραγωγικές δραστηριότητες εντός της οικονομίας της Ε.Ε. Έχει ενδιαφέρον πως η μέτρηση συμπεριλαμβάνει επίσης τις εκπομπές από διεθνείς αεροπορικές μεταφορές που πραγματοποιούνται από αεροπορικές εταιρείες που εδρεύουν στις χώρες της Ευρώπης, ενώ εξαιρεί τις εκπομπές αερίων από ιδιωτικά νοικοκυριά και καταναλωτές, που χαρτογραφούνται από διαφορετικούς δείκτες.
Για να επιτρέψει τις συγκριτικές μελέτες ανάμεσα στις χώρες, ο δείκτης μετριέται σε κιλά ισοδυνάμων αερίων CO2 ανά κάτοικο.
Παρότι στην Ελλάδα η τάση των εκπομπών αεριών θερμοκηπίου είναι πτωτική την τελευταία πενταετία, η χώρα παραμένει οριακά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η παραγωγική δραστηριότητα στη χώρα μας απελευθερώνει 7.270 κιλά ισοδύναμων αερίων διοξειδίου του άνθρακα ανά κάτοικο, τοποθετώντας τη χώρα μας στη 15η θέση πανευρωπαϊκά, σύμφωνα με την τελευταία μελέτη της Eurostat.
2.
Περιβαλλοντικό αποτύπωμα κατανάλωσης
Ελλάδα: 92
Ευρωπαϊκή Ένωση: 104
Θέση: 4η /27
Το αποτύπωμα κατανάλωσης που καταγράφει ετησίως η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία εκτιμά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλούν οι ίδιοι οι καταναλωτές, μέσα από μια πολύπλοκη εξίσωση που συνδυάζει δεδομένα σχετικά με την ένταση κατανάλωσης αλλά και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των προϊόντων που κυκλοφορούν στις εκάστοτε αγορές της Ευρώπης. Ο δείκτης καλύπτει ένα ευρύ φάσμα της οικονομίας με πέντε διαφορετικούς τομείς κατανάλωσης: τρόφιμα, μετακίνηση, στέγαση, συσκευές και οικιακά είδη.
Όσον αφορά το αποτύπωμα της κατανάλωσης, λοιπόν, η Ελλάδα μπορεί να υπερηφανεύεται πως κατέχει έναν από τους υψηλότερους δείκτες βιωσιμότητας, καθώς βρίσκεται στην τέταρτη θέση πανευρωπαϊκά. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί πως αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο και λόγω της μικρότερης έντασης κατανάλωσης εντός της αγοράς της, συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες με υψηλότερα εισοδήματα. Με άλλα λόγια, ναι, το περιβαλλοντικό αποτύπωμα του Έλληνα καταναλωτή είναι χαμηλότερο, αλλά μάλλον επειδή ο ίδιος καταναλώνει λιγότερα αγαθά.
3.
Απασχολούμενοι σε κλάδους κυκλικής οικονομίας
Ελλάδα: 59.634 απασχολούμενοι
Σύνολο Ευρωπαϊκή Ένωση: 4.285.000 απασχολούμενοι
Ποσοστό επί του συνόλου: 1,4%
Στόχος της Ευρώπης είναι μέσα από τις ριζικές αλλαγές που απαιτεί η πράσινη μετάβαση να γεννηθούν νέοι και ακμαίοι οικονομικοί τομείς, που θα πάνε μπροστά τόσο τη βιωσιμότητα του πλανήτη όσο και την οικονομία. Ο συγκεκριμένος δείκτης που μετριέται από τη Eurostat την τελευταία δεκαετία καταγράφει το σύνολο των απασχολούμενων που δουλεύουν σε κλάδους κυκλικής οικονομίας, δηλαδή τους τομείς της ανακύκλωσης, της επισκευής και επαναχρησιμοποίησης υλικών.
Τα καλά νέα είναι πως ο αριθμός αυτός ολοένα μεγαλώνει, με σταθερούς και ενθαρρυντικούς ρυθμούς, δείχνοντας μια αύξηση της κυκλικής οικονομίας στην ήπειρό μας. Το ίδιο, ωστόσο, δεν ισχύει και για τη χώρα μας, η οποία, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα, το 2021 είχε 59.634 απασχολούμενους στους κλάδους της ανακύκλωσης, επισκευής και επαναχρησιμοποίησης, σε σύγκριση με τους 66.000 που είχε προ πενταετίας.
4.
Ποσοστό ανακύκλωσης απορριμμάτων συσκευασίας ανά είδος
Ελλάδα: 60,1% (2020)
Ευρωπαϊκή Ένωση: 64%
Θέση: 17η/22
Η πρώτη και προβληματική παρατήρηση για τον δείκτη του ποσοστού ανακύκλωσης απορριμμάτων συσκευασίας ανά είδος –που μέχρι το 2025 αποτελεί υποχρέωση όλων των κρατών-μελών της Ευρώπης– είναι πως η Ελλάδα δεν διαθέτει στοιχεία για τα δύο τελευταία χρόνια, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Υπάρχει, λοιπόν, μια αδιαφάνεια σχετικά με το πόσο καλά τα πηγαίνει πραγματικά η χώρα μας με την πρακτική εφαρμογή της ανακύκλωσης, και παραμένει άγνωστο αν πράγματι είμαστε σε καλό δρόμο για να πετύχουμε τους ευρωπαϊκούς μας στόχους.
Σύμφωνα, πάντως, με τα δεδομένα του 2020, μόνο το 60% των απορριμάτων της Ελλάδας οδηγείται στην ανακύκλωση, τέσσερις μονάδες κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και σημαντικά πιο πίσω από το Βέλγιο, που βρίσκεται φέτος στην πρώτη θέση με ποσοστό 81%.