Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Στην «Ασία» με τον ηθοποιό Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο

Χουνκιάρ μπεγιεντί, χούμους και καλή καρδιά στην οικογενειακή κουρδική ταβέρνα της οδού Μοσχονησίων, κάτω από την πλατεία Αμερικής

Στην «Ασία» με τον ηθοποιό Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο

Στο κουρδικό εστιατόριο Ασία, κάτω από την πλατεία Αμερικής, πηγαίνω από τη δεκαετία του '90, όταν ακόμα εμένα στην γειτονιά και άρχιζε η γεύση μου να κάνει την επανάσταση της.

Εκεί δοκίμασα για πρώτη φορά το πιο βελούδινο χούμους, τη θεσπέσια μελιτζανοσαλάτα, έμαθα τι εστί χουνκιάρ μπεγιεντί και τόσες άλλες νοστιμιές που με έδεσαν χειροπόδαρα με την τούρκικη κουζίνα.

Έκτοτε, ταξίδεψα πολλές φορές στην Τουρκία και έφαγα όλα τα εκλεχτά εδέσματα κατευθείαν απ' τη πηγή. Όμως, αυτή η μικρή, ταπεινή ταβερνούλα στο, άγνωστο για πολλούς, στενό της Μοσχονησιών είναι για μένα η γεύση που με καθησυχάζει, αν μπορείς δηλαδή το χάδι να το κλείσεις σε γεύση.

Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς και γιατί, αλλά φτάνει να πατήσω το πόδι μου εκεί και αρχίζω να χαλαρώνω. Σαν να υπάρχει μια χορογραφία ευτυχίας καθώς ακουμπούν τα πιάτα και τα ποτήρια στο τραπέζι και η γλυκιά Τσιτσέτ μου λέει «Τι κάνει το κορίτσι μου;».

Ακούω κάτι γαϊδούρια που είναι τριανταπέντε χρονών και τους σιδερώνει η μαμά τους ακόμα και τα σώβρακα και σου λένε «είμαι χάλια, τσακώθηκα με τη μαμά μου». Και σκέφτομαι: Get a life man!

Στην Ασία επιστρέφω κάθε φορά που τα πράγματα ζορίζουν και θέλω να με καλοπιάσω με γεύσεις γεμάτες και να «χαϊδέψω» το μέσα μου.

Τη διεύθυνση δεν μπορούσα να την μοιραστώ για χρόνια γιατί ο συμπαθέστατος Σινάν, ο ιδιοκτήτης με τις περήφανες μουστάκες του, είναι πολιτικός πρόσφυγας και δεν είχε την άδεια του.

Κατάγεται από το Σιβερέκ, από μια μεγαλοαστική οικογένεια και ενώ μεγάλωσε μοσχαναθρεμμένος έφυγε από το Κουρδιστάν μαχόμενος ενάντια στην στρατοκρατία.

Πέρασε τα πάθη του Ιώβ και έφτασε στη Μυτιλήνη τραυματισμένος πηδώντας κινηματογραφικά τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.

Φοιτητής τότε της Ιατρικής δεν καταφέρνει ποτέ να ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Ελλάδα. Ξεκίνησε κάνοντας  λάντζα σε μια κουζίνα και τότε άρχισε να σκέφτεται να φτιάξει ένα πολύ μικρό μαγαζάκι με τις δικές του γεύσεις.

«Δεν έχουν αξία τα λεφτά. Έχω ζήσει όμως και με 220 ευρώ τον μήνα και βάζω μέσα και το ενοίκιο, φυσικά με τη βοήθεια φίλων που με τάιζαν. Έχω κάνει μέχρι και τον βοηθό παραγωγής σε τσόντες του Michael Lucas, όταν έκαναν γύρισμα στην Ελλάδα». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Αφού η γεύση είναι μνήμη, με αυτόν τον τρόπο θα υπήρχε καθημερινά μια πρόσβαση στον τόπο και τις αναμνήσεις του, αφού ήταν πλέον βέβαιο πως δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στην πατρίδα.

Όσο μου μιλάει για την ζωή του, που είναι εντελώς μυθιστορηματική, μπουκώνομαι με ένα Ισκεντέρ ντονέρ και κάθονται τα χερουβείμ στον ώμο μου και χαμογελούν.

Ο πράος Σινάν διηγείται τις δυσκολίες που πέρασε και εγώ χαίρομαι τόσο πολύ που βρήκε τη δύναμη και το κουράγιο και με αιματηρές θυσίες και οικονομίες, στην αρχή κάπως στα «κρυφά», να ανοίξει αυτόν εδώ τον μικρό παράδεισο των αληθινών γεύσεων. Η επιχείρηση είναι οικογενειακή: αυτός, η γυναικά του η Τσιτσέτ και τα τρία τους παιδιά.

Τον μικρό Φιντέλ τον θυμάμαι παιδάκι να παίζει, ενώ τώρα έχει γίνει ένας ψηλός άντρας που έκλεισε τα δεκαοκτώ και μου λέει χαμογελώντας ότι δεν αντέχει να βλέπει άλλο ντονέρ και πως θα πέταγε και τη σκούφια του για έναν μουσακά ή για κινέζικη κουζίνα.

Ο Σινάν μπορεί να μην έγινε γιατρός άλλα μας γιατρεύει με τις γεύσεις του. «Κράτησα την επιχείρηση μικρή και ανοίγω μόνο απόγευμα γιατί θέλω να τα ελέγχω όλα. Από την πρώτη ύλη μέχρι τα πάντα. Το καλό φαγητό είναι πράγματι φάρμακο».

  

Αυτή τη φορά στην Ασία, είπα να πάρω μαζί μου το αγαπημένο μου «τσικό», τον ηθοποιό Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο, που είδε τον εαυτό του να φιγουράρει πριν λίγο καιρό στην ιταλική Vogue.

Τον Κωνσταντίνο τον πρωτοείδα στην παράσταση «Καθώς ψυχορραγώ» του Φώκνερ σε σκηνοθεσία Σοφίας Φιλιππίδου, πέρυσι τον χειμώνα και με καθήλωσε με το φως που κουβαλάει. Έχει αυτό που λέμε εκτόπισμα.

Ο Σινάν μπορεί να μην έγινε γιατρός άλλα μας γιατρεύει με τις γεύσεις του. «Κράτησα την επιχείρηση μικρή και ανοίγω μόνο απόγευμα γιατί θέλω να τα ελέγχω όλα. Από την πρώτη ύλη μέχρι τα πάντα. Το καλό φαγητό είναι πράγματι φάρμακο». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Όταν φτάνουμε στο μαγαζί, μέσα σε ένα τέταρτο, έχει μπει μέσα στις κουζίνες, ζητάει συνταγές και έχει γίνει φιλαράκι τους. Ζητάμε ένα χουνκιάρ και αφού βυθίζουμε το πιρούνι μας στον μαγικό πουρέ της μελιτζάνας μου αφηγείται τη ζωή του με αφοπλιστική ειλικρίνεια που καρφώνει την πλάτη μου στην καρέκλα, σαν να απογειώνομαι με τα αποσυρμένα Κόνκορντ.

Ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε στους Αμπελόκηπους πριν από εικοσιπέντε χρόνια. Δεν θυμάται καθόλου όμως την περιοχή, σαν να έχουν σβηστεί οι αναμνήσεις με μια γομολάστιχα. Απ' την παιδική του ηλικία έχει μόνο κάποιες λίγες εικόνες.

Και κάποια στιγμή στα έξι του χρόνια, η μητέρα του φεύγει από το σπίτι, έτσι ξαφνικά. «Ερωτεύτηκε έναν άλλο άντρα, έφυγε και δεν την ξαναείδα ποτέ. Μεγάλωσα με τον πατέρα μου και με τα δυο μου αδέρφια».

Τον ρωτάω πλέον σαν κοινωνική λειτουργός, πιο σιγά, με φωνή, πιο σοβαρή, πώς έγραψε μέσα του η εγκατάλειψη.

«Ήμουν ένα θλιμμένο παιδάκι. Καθόμουν πάντα στο τελευταίο θρανίο κι έκανα παρέα με τα παιδάκια που δεν τα έκανε κανείς άλλος παρέα. Δεν ήθελα πάρτι, χορούς και γλέντια».

Αυτή η μικρή, ταπεινή ταβερνούλα στο, άγνωστο για πολλούς, στενό της Μοσχονησιών είναι για μένα η γεύση που με καθησυχάζει, αν μπορείς δηλαδή το χάδι να το κλείσεις σε γεύση. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Στα δεκαέξι έπαιξε σε μια παράσταση- τον «Ματωμένο γάμο»- και τον γοήτευσε το θεατρικό παιχνίδι. «Με κοιτούσαν όλα τα κορίτσια της τάξης μ' άλλο μάτι, μ' άρεσε ο τρόπος που σε κάνει γοητευτικό το θέατρο».

Ο πατέρας του πέθανε με το που έκλεισε τα δεκαοκτώ. «Πώς είναι να χάνεις και τους δυο γονείς» τον ρωτάω και είναι σαν να κοιτάζω στα μάτια τον Όλιβερ Τουίστ.

«Από κάποια άποψη είναι και κάπως απελευθερωτικό. Μπορείς να αποφασίζεις ποιος θέλεις να είσαι, χωρίς να έχεις τον ίσκιο των γονιών σου. Είσαι για την πάρτη σου και μόνο. Αυτό είναι μεν ανακουφιστικό άλλα και δύσκολο. Παίζεις μόνος σου μπάλα.

»Κοίτα, δεν νιώθω άβολα να μιλάω γι αυτά αλλά δεν μου αρέσει να στέκομαι μόνο σε αυτά. Δεν μου αρέσει το μελό. Ακούω κάτι γαϊδούρια που είναι τριανταπέντε χρονών και τους σιδερώνει η μαμά τους ακόμα και τα σώβρακα και σου λένε "είμαι χάλια, τσακώθηκα με τη μαμά μου". Και σκέφτομαι: Get a life man!».

Τον ρωτάω πώς τα βγάζει πέρα οικονομικά.«Δεν είμαι καλός σ' αυτό. Όταν έχω λεφτά, έχουν και οι φίλοι μου. Δεν έχουν αξία τα λεφτά. Έχω ζήσει όμως και με 220 ευρώ τον μήνα και βάζω μέσα και το ενοίκιο, φυσικά με τη βοήθεια φίλων που με τάιζαν. Έχω κάνει μέχρι και τον βοηθό παραγωγής σε τσόντες του Michael Lucas, όταν έκαναν γύρισμα στην Ελλάδα».

Η συνεργασία του με τη Σοφία Φιλιππίδου στο έργο του Φώκνερ «Καθώς ψυχορραγώ» ήταν μια ευτυχής συνεργασία. «Η Σοφία είναι τέλεια, με βρήκε μέσα από το Facebook». Ευτυχής είναι και η συνεργασία με τον Κωστή Χαραμουντάνη. «Έχουμε κάνει δυο ταινίες μικρού μήκους και τώρα θα κάνουμε την πρώτη μεγάλη, μαζί. Με αρέσει τρομερά ο κινηματογράφος και η ματιά του Κωστή».

Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Πώς προέκυψε όμως η συνεργασία φέτος στο θέατρο Αθηνών με τον Λαζόπουλο; Την ήθελε τη συνεργασία αυτή ή το έκανε για να βγει ο χειμώνας οικονομικά;

«Κοίτα, με δυσκόλεψε η παράσταση, άλλα ο ίδιος ο ρόλος ήταν μια πρόκληση. Δεν σκέφτηκα τα χρήματα ούτε λεπτό, να φανταστείς ούτε είχα ρωτήσει τι θα παίρνω. Βλέπω τον εαυτό μου ως κάτι άλλο σ' αυτή την παράσταση, πέρα από ηθοποιό. Σαν περφόρμερ, σαν διασκεδαστή, κάτι τέτοιο.

»Ήταν δύσκολα όμως, πολύ, ειδικά η περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Απαιτητικό το κοινό εκτός Αθηνών. Πιο έντονο, γελάει πιο εύκολα αλλά έχω να θυμάμαι και άσχημες στιγμές. Τα τραγούδια όμως της παράστασης τα έγραψε ο Κραουνάκης, και ήταν τύχη να τον γνωρίσω.

Ο Κραουνάκης είναι σαν παιδί, σε μια ώρα τον έμαθα, γέλασε, έκλαψε, αγάπησε, θύμωσε, ξέσπασε. Όλα σε μια ώρα. Μαγικό να παραμένει ένας άνθρωπος έτσι.

Τον ρωτάω πώς ένιωσε που είδε τον εαυτό του στην ιστοσελίδα της ιταλικής Vogue. «Πώς να νιώσω; Ποια είμαι, η Κορίνα Τσοπέη που έγινε Μις Κόσμος; Ο Πέτρος Αρώνης, που είναι φωτογράφος στη Γλασκόβη, με γνώρισε, κάναμε μια φωτογράφηση που μπήκε στην ιταλική Vogue και στο Γερμανικό KALTBLUT.

»Έκανα πρόσφατα και μια φωτογράφηση για το ισπανικό Herculus με μόδα, θα μπει αυτό τον μήνα, και θα είμαι η «μούσα» του σχεδιαστή Dimitri Zafeiriou στην επόμενη καμπάνια του. Αυτά. Δεν είμαι όμως μοντέλο. Δεν θα μπορούσα να τρέχω από εδώ κι από εκεί με ένα book στα χέρια».

Έξω από την πόρτα του εστιατορίου γυρίζει και με κοιτάζει. «Κατάλαβα γιατί με έφερες εδώ, ήθελες να μιλήσουμε πιο άνετα για τον ξεριζωμό».

Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Info

Ασία

Μοσχονησιών 20, πλατεία Αμερικής, 2108644698

Ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος θα παίζει μέχρι και τις 30 Μαρτίου στο θέατρο Αθηνών στην παράσταση «Απελπισίτο».