Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μήπως οι Έλληνες έγιναν πιο ευσυνείδητοι με το φαγητό που τους περισσεύει;

Οι πρώτες ενδείξεις μας δείχνουν ότι πολλοί συμπολίτες μας φροντίζουν πλέον να μην πετούν το φαγητό που περισσεύει αλλά να το δίνουν σε αυτούς που έχουν ανάγκη

Μήπως οι Έλληνες έγιναν πιο ευσυνείδητοι με το φαγητό που τους περισσεύει;

Όλοι έχουμε αναρωτηθεί πού καταλήγει το φαγητό που περισσεύει από εστιατόρια, φούρνους, μαγαζιά με μικρογεύματα, ακόμα και από εκπομπές μαγειρικής.


Κάποιοι από εμάς, περισσότερο από ανθρωπιστικές ενοχές, ρωτάμε, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην πετάμε φαγητό ή, έστω, να το αφήνουμε σε σημεία όπου ξέρουμε ότι θα πιάσει τόπο.


Φυσικά, τίποτε από τα δύο δεν είναι πραγματικά αποτελεσματικό γι' αυτούς που πραγματικά αδυνατούν να εξασφαλίσουν κανονικές μερίδες γεύματος μέσα στη μέρα.


Σε μια κουβέντα που είχα πριν από μήνες με φίλους και γνωστούς που διατηρούν καταστήματα εστίασης στην Αθήνα, η απάντηση ήταν ότι υπάρχει μια σχετική μέριμνα, αλλά όχι κάτι συστηματικό.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, το τι θα κάνει κάποιος, ιδιώτης ή φορέας, με το φαγητό που του περισσεύει (και σίγουρα θα καταλήξει στα σκουπίδια) είναι προσωπική υπόθεση. Όμως είναι τέτοια και η προσωπική έρευνα γύρω από φορείς, οργανισμούς και ομάδες που μπορούν να βοηθήσουν, ώστε κανείς να μην πεινάει στην Αθήνα του 2018.


«Κάθε βράδυ, με το κλείσιμο του μαγαζιού, αφήνω σακούλες με ό,τι περίσσεψε πάνω στην εξωτερική μπάρα όπου το πρωί οι πελάτες πίνουν τον καφέ τους» μου εξηγεί ο Γιάννης που διατηρεί ένα μικρό καφέ με τυρόπιτες και μικρογεύματα στην Αθήνα.


Υπάρχει, όμως, κάτι πιο οργανωμένο και συστηματικό από αυτή την ανθρώπινη σκέψη ή, έστω, από τα συσσίτια της Εκκλησίας και τα καλά οργανωμένα –αλλά συγκεκριμένων δυνάμεων και αντοχών– κοινωνικά παντοπωλεία;


Όταν ο Αλέξανδρος Θεοδωρίδης, ιδρυτικό μέλος και διαχειριστής της ομάδας «Μπορούμε», μου αναφέρει ότι πριν από λίγες μέρες «δικτύωσε» 54 τόνους πατάτες από την Αριδαία, αντιλαμβάνομαι ότι αυτού του είδους η συστηματοποίηση έχει συμβεί, έστω και από στόμα σε στόμα ή μέσω των social media.

Κάποιοι από εμάς, περισσότερο από ανθρωπιστικές ενοχές, ρωτάμε, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην πετάμε φαγητό ή, έστω, να το αφήνουμε σε σημεία όπου ξέρουμε ότι θα πιάσει τόπο.


«Ξεκινήσαμε το 2011 με τρία άτομα. Από τότε, και μέσα σε περίπου 6 χρόνια, έχουμε μοιράσει 21 εκατ. μερίδες φαγητού. Το μότο μας είναι "καμία μερίδα φαγητού χαμένη" και συνεργαζόμαστε με όσους έχουν τη διάθεση να το δουν αυτό να υλοποιείται».


Μεγάλες αλυσίδες σούπερ-μάρκετ, διάσημοι φούρνοι, αγρότες και παραγωγοί απ' όλη την Ελλάδα συνεργάζονται εδώ και καιρό με τον οργανισμό. Πώς, όμως, διασφαλίζεται το ότι το τρόφιμο που φτάνει σε αυτόν που το έχει ανάγκη είναι ασφαλές;


«Σε ό,τι αφορά τους φούρνους, και ειδικά τις αλυσίδες, που τα ράφια τους είναι γεμάτα μέχρι αργά το βράδυ και για λόγους εικόνας, αυτά τα προϊόντα τα παίρνουμε στις 9 μ.μ., ακριβώς με το κλείσιμο δηλαδή, και διατίθενται άμεσα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα λεγόμενα "άσχημα φρούτα και λαχανικά" – ξέρετε, καρότα με τρεις απολήξεις, πατάτες που μοιάζουν με καρδιά και συνήθως ξεχωρίζονται για λόγους ανομοιομορφίας.

Τα προϊόντα διατίθενται σε τρεις κατηγορίες κοινωφελών φορέων: σε συσσίτια εκκλησιών, κοινωνικά παντοπωλεία δήμων και σε όλους τους άλλους φορείς που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον. Ανάμεσα στον αποδέκτη φορέα και στον δωρητή υπάρχει ένα συμφωνητικό που διασφαλίζει την ποιότητα του προϊόντος και τη μη μεταπώλησή του» εξηγεί ο κ. Θεοδωρίδης.


Είτε μας αρέσει είτε όχι, το τι θα κάνει κάποιος, ιδιώτης ή φορέας, με το φαγητό που του περισσεύει (και σίγουρα θα καταλήξει στα σκουπίδια) είναι προσωπική υπόθεση. Όμως είναι τέτοια και η προσωπική έρευνα γύρω από φορείς, οργανισμούς και ομάδες που μπορούν να βοηθήσουν, ώστε κανείς να μην πεινάει στην Αθήνα του 2018. Ας το δούμε λίγο και ως μάθημα διαχείρισης ενέργειας κι ας το εφαρμόσουμε.