Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Κάποιες ντοματιές ακούνε Βάγκνερ στον Θεσσαλικό Κάμπο

Σε ένα μικρό χωριό της Καρδίτσας μια χούφτα άνθρωποι αναχαιτίζουν την ερήμωση του τόπου καλλιεργώντας παλιούς σπόρους, με τρόπο που δεν έχει όμοιό του.

Κάποιες ντοματιές ακούνε Βάγκνερ στον Θεσσαλικό Κάμπο

Έχω κολλήσει το ακουστικό στο αυτί μου μήπως μπορέσω να διακρίνω την περίεργη μουσική που ακούγεται στο βάθος όσο συνομιλώ με τον Αλέξανδρο Γκουσιάρη, εμπνευσμένο μελισσοκόμο και βιολογικό καλλιεργητή ντομάτας στον Θεσσαλικό Κάμπο. Δεν την αναγνωρίζω και τον ρωτώ. Ακούει Thomas Tallis, αναγεννησιακή μουσική, πράγμα περίεργο αν έχεις στον νου σου την κλασική εικόνα του Έλληνα αγρότη.

Ο ίδιος όμως θα μπορούσε να ακούει Σούμπερτ ή Βάγκνερ, μουσική που αρέσει όχι μόνο σ' εκείνον και στον πρώτο του ξάδερφου (σ' εκείνον όχι τόσο όσο τα λαϊκά, αλλά στον επικό Βάγκνερ κάπως συμφωνούν!) αλλά και... στις ντομάτες που καλλιεργούν – δεν είναι οποιεσδήποτε ντομάτες, αλλά αυτές οι περίφημες, στραγγιστές ή σε σάλτσα που βρίσκεις στα ράφια εκλεκτών ντελικατέσεν από τη Γερμανία και την Αγγλία μέχρι τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία και μεγαλώνουν βιολογικά, ακούγοντας κλασική μουσική από τα ηχεία στα χωράφια του Θεσσαλικού Κάμπου!

Συγκινούν όλους εμάς που βαρεθήκαμε την ομοιομορφία του σύγχρονου φαγητού, του οποίου η πρώτη ύλη είναι επεξεργασμένη σε τέτοιο βαθμό που γίνεται θλιβερή ή ακόμα και βλαβερή, αλλά και τους αγοραστές και τους εξαγωγείς που ψάχνουν κάτι «μυθικό» για τις ανερχόμενες αγορές.

Οι ίδιοι, ξαδέρφια, πεντανόστιμες ντομάτες και πέντε γυναίκες από το μικρό χωριό Ηλιάς της Καρδίτσας είναι οι πρωταγωνιστές του ανθρωποκεντρικού ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου «Όταν οι ντομάτες συνάντησαν τον Βάγκνερ» που περιγράφει ποιητικά και με χιούμορ τον αγώνα τους να αναχαιτίσουν την ερήμωση τους χωριού τους και να μπορέσουν, μέσα από την ποιοτική καλλιέργεια παλιών σπόρων, να εξασφαλίσουν κάθε χρόνο μια καλή σοδειά γευστικής ντομάτας, εισόδημα, ικανοποίηση και χαρά.

Αυτό που συμβαίνει στον Ηλιά είναι σχεδόν σουρεαλιστικό: ένας άνθρωπος προσπαθεί, γητεύοντας τους κατοίκους, να τους πείσει να ανοιχτούν με αυτοπεποίθηση και όραμα στον κόσμο, ξεπερνώντας τις αντίξοες συνθήκες της σκληρής γεωργικής ζωής και τους όποιους προσωπικούς περιορισμούς.

Το ντοκιμαντέρ επιλέχθηκε για το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου (7-12 Φεβρουαρίου) ανάμεσα σε πολλά άλλα και θα προβληθεί στις 12 και 13 Φεβρουαρίου στο πλαίσιο του  που περιλαμβάνει ταινίες οι οποίες φωτίζουν τις κοινωνικές διαστάσεις της τροφής. Ήδη διακρίθηκε στο Doc's in Progress του Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

Όμως τι ιδιαίτερο έχει η ιστορία αυτή; Στην Ελλάδα της κρίσης διαβάσαμε για πολλούς παραγωγούς και μεταποιητές γεωργικών προϊόντων, ανθρώπους που είχαν διαφορετικές σπουδές ή δουλειές και που, χωρίς προοπτικές πλέον, αποφάσισαν να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους για να καλλιεργήσουν ή να μεταποιήσουν γεωργικά προϊόντα, ορισμένα εκ των οποίων θα διακρίνονταν στις απαιτητικές αγορές του εξωτερικού. Ακούσαμε όντως πολλά success stories βραβευμένης ελληνικής μαρμελάδας και ζυμαρικών εμπνευσμένων από την παράδοσή μας, τοπικών κρασιών και γλυκών του κουταλιού με ξεχωριστό άρωμα και γεύση που θυμίζουν «της γιαγιάς μας» ή με λίγο τζίντζερ για την τέρψη του παγκοσμιοποιημένου ουρανίσκου.

Αυτή εδώ η ιστορία δεν περιγράφει τόσο τον αγώνα για την εμπορική επιτυχία. Αυτό το είδαμε χρόνια πριν στο πρώτο ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου «Μια μικρή, μεγάλη ιδέα» με θέμα την επίσκεψη Βρετανών επιχειρηματιών στο ίδιο μικρό χωριό προκειμένου να προμηθευτούν ντομάτα σε βάζα για το παντοπωλείο του κομψού λονδρέζικου πολυκαταστήματος Harvey Nichols.

Όπως μου εξήγησε η σκηνοθέτις, αυτή η ταινία εστιάζει στην ανάγκη του Αλέξανδρου Γκουσιάρη να αφηγηθεί ολιστικά την ιστορία της ντομάτας του (π.χ. ότι οι οικογενειακοί σπόροι είναι απόγονοι εκείνων των πρώτων σπόρων που έφερε ο Χριστόφορος Κολόμβος στην Ευρώπη πριν από 500 χρόνια και όχι εργαστηριακά υβρίδια ή μεταλλαγμένοι σπόροι) και παράλληλα στην ιστορία του χωριού και των πέντε γυναικών που πρωταγωνιστούν στην παραγωγή με ολίγη από την ιστορία του Θεσσαλικού Κάμπου (π.χ. πώς ο στρατηγός Μαρδόνιος αλλά και ο Καραϊσκάκης βασίστηκαν για τις ανάγκες του στρατού τους στο διατροφικό πλούτο του Θεσσαλικού κάμπου όταν ξεκινούσαν τις εκστρατείες τους). Στόχος της είναι να εμπνεύσει τους καλλιεργητές του χωριού να ανοιχτούν στον έξω κόσμο και τους αγοραστές να νιώσουν την αξία της μυθολογίας που εμπεριέχει μια τέτοια προσπάθεια.

Πέρσι η καλλιέργεια της ντομάτας παρουσίασε μεγάλα προβλήματα πανελλαδικά και έκανε ακόμα κι εμάς, τους Έλληνες, να τρώμε ντομάτες... Ολλανδίας τον Αύγουστο!

Έχουν πράγματι πολλά για να είναι περήφανοι οι άνθρωποι εδώ: οι ντομάτες φυτρώνουν από παλιούς σπόρους (κληρονομιά της οικογένειας από γενιά σε γενιά!), η καλλιέργεια είναι πιστοποιημένα βιολογική και με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον και τους κατοίκους της περιοχής, όλα τα χωράφια και οι χώροι είναι σαφώς απαλλαγμένα από γενετικά τροποποιημένους σπόρους ή φυτοφάρμακα (πράγματα πολύ σημαντικά για τον σκεπτόμενο σύγχρονο καταναλωτή που προτιμά ολοένα και περισσότερο τη χορτοφαγική διατροφή και ενδιαφέρεται για την αγνότητα και την προέλευση της πρώτης ύλης του φαγητού του). Και κάτι ακόμα...

«Ο Αλέξανδρος είναι ένας καλλιεργητής που με πάθος προσπαθεί, μέσα από τη δική του γνήσια ανάγκη, να μαγεύσει και να προκαλέσει ένα ολόκληρο χωριό, από τη μέση του πουθενά, να ανοιχτεί στον έξω κόσμο. Το κάνει αυθόρμητα, όπως και στην προσωπική του ζωή, χρόνια τώρα, δίνοντας αξία στη μικρή κοινωνία, στις τοπικές ιστορίες και στους τοπικούς μύθους που ενθαρρύνουν και εμπνέουν τους αγρότες και γοητεύουν τους ξένους αγοραστές των προϊόντων του, παρακολουθώντας με ενδιαφέρον αυτό το "μπλέξιμο των ζωών τους". Βάλτε τις φωτογραφίες σας στις ετικέτες, γράψτε μια περίληψη της ιστορίας του τόπου σας, πείτε μας ποιοι είστε, θέλουμε να ακούσουν οι πελάτες μας τις ιστορίες που μας λέτε κάθε φορά που συναντιόμαστε, τους προτρέπουν οι επιχειρηματίες που εξάγουν τα προϊόντα τους στις ξένες αγορές (εκτός από ντομάτες, εξάγουν περίφημα ρεβίθια και μαυρομάτικα, νόστιμες φακές και έτοιμα γεύματα χαρακτηριστικά της ελληνικής κουζίνας, όπως οι ντομάτες γεμιστές σε... βαζάκια)».

Είναι συγκινητικό το πώς συλλέγουν τις ντομάτες ακόμα μία-μία, προσεκτικά και με το χέρι, πώς κολλούν τις ετικέτες οι ίδιοι στα βαζάκια τους, πώς το μικρό εργαστήριο πίσω από το σπίτι τους έγινε το συσκευαστήριό τους, το στρατηγείο τους, για να φτάσουν μέχρι τα ντελικατέσεν του Χονγκ-Κονγκ.

«Αυτό που συμβαίνει στον Ηλιά είναι σχεδόν σουρεαλιστικό: ένας άνθρωπος (σ.σ. ο Αλέξανδρος Γκουσιάρης είναι μαθηματικός) προσπαθεί, γητεύοντας τους κατοίκους, να τους πείσει να ανοιχτούν με αυτοπεποίθηση και όραμα στον κόσμο (στις παγκόσμιες αγορές, θα έλεγε ένας οικονομολόγος), ξεπερνώντας τις αντίξοες συνθήκες της σκληρής γεωργικής ζωής και τους όποιους προσωπικούς περιορισμούς.

Για μένα είναι επίσης συγκινητικό το πώς συλλέγουν τις ντομάτες ακόμα μία-μία, προσεκτικά και με το χέρι, πώς κολλούν τις ετικέτες οι ίδιοι στα βαζάκια τους, πώς το μικρό εργαστήριο πίσω από το σπίτι τους έγινε το συσκευαστήριό τους, το στρατηγείο τους, για να φτάσουν μέχρι τα ντελικατέσεν του Χονγκ-Κονγκ, και πώς όλα αυτά έφτασαν με τα χρόνια να συγκινούν τον άνθρωπο της πόλης, τον σύγχρονο διεθνή καταναλωτή που αναζητά, πέρα από τις όποιες διατροφικές ασφάλειες, πιστοποιήσεις και εγγυήσεις, τη μυθολογία της τροφής του, τη μαγική διάσταση του φαγητού του».

Αυτά τα στοιχεία συγκινούν επίσης όλους εμάς, που βαρεθήκαμε την ομοιομορφία του σύγχρονου φαγητού, του οποίου η πρώτη ύλη είναι επεξεργασμένη σε τέτοιο βαθμό που γίνεται θλιβερή ή ακόμα και βλαβερή, αλλά και τους αγοραστές και τους εξαγωγείς που ψάχνουν κάτι «μυθικό» για τις ανερχόμενες αγορές π.χ. της Ασίας ή τον υπερχορτάτο άνθρωπο της Αμερικής που αναζητά συνεχώς νέες γευστικές συγκινήσεις.

Ναι, η συζήτηση περί φαγητού έχει προχωρήσει, αντιλαμβάνομαι καθώς συνομιλώ αργότερα με τον Αλέξανδρο Γκουσιάρη, τον οποίο παρακολουθώ με ενδιαφέρον εδώ και 7-8 χρόνια μέσα από τη δουλειά μου. Το φαγητό μας γίνεται ολοένα και περισσότερο μια πολιτική πράξη (αποτέλεσμα των καθημερινών επιλογών μας), μια συνειδητή ψήφος πλέον για το πώς θα ήθελε ο καθένας μας να είναι ο αυριανός κόσμος: ειρηνικότερος και ασφαλέστερος, με ήπιες, μικρότερες καλλιέργειες ή με το ισχύον γεωργικό μοντέλο (και μόνο στόχο τη μαζική παραγωγή και το κέρδος), αδιαφορώντας για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες;

«Έτσι δεν ήταν μέχρι τώρα η κατάσταση και εδώ στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια; Γιατί να την αλλάξουμε με κίνδυνο να μειώσουμε εμείς οι αγρότες τα κέρδη μας ή οι καταναλωτές τις αγαπημένες τους γευστικές συνήθειες;» μου λέει ο Αλ. Γκουσιάρης, γενικεύοντας την αντίδραση στο νέο και στο εμπνευσμένο που ακούς από ορισμένους.

Η απάντηση φαίνεται να δόθηκε, εν μέρει, πέρσι, όταν η καλλιέργεια της ντομάτας παρουσίασε μεγάλα προβλήματα πανελλαδικά, λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας κυρίως αλλά και του άστατου καλοκαιρινού καιρού, αναγκάζοντας ακόμα κι εμάς, τους Έλληνες, να τρώμε ντομάτες... Ολλανδίας τον Αύγουστο! Γι' αυτό πρέπει να αλλάξουμε ίσως τον τρόπο παραγωγής της τροφής μας, επειδή το κλίμα ήδη άλλαξε; Ή μήπως επειδή η γεύση χάθηκε; Η επειδή στην Ελλάδα πρέπει επιτέλους να χαράξουμε μια μακροπρόθεσμη γεωργική πολιτική και να μη στηριζόμαστε στην τόλμη των λίγων;

Έχουν πράγματι πολλά για να είναι περήφανοι οι άνθρωποι εδώ: οι ντομάτες φυτρώνουν από παλιούς σπόρους (κληρονομιά της οικογένειας από γενιά σε γενιά!) και η καλλιέργεια είναι πιστοποιημένα βιολογική και με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον και τους κατοίκους της περιοχής.

Τι θα άφηνε παρακαταθήκη στον πολύπαθο εύφορο Θεσσαλικό Κάμπο, ρωτώ τον Αλέξανδρο Γκουσιάρη.

— Τη χαρά μου! μου απαντά.

Φεύγοντας, σκέφτομαι ότι ίσως αυτό τα λέει όλα για τον σύγχρονο καλλιεργητή, που, απαλλαγμένος από κλισέ και ξεπερασμένες μεθόδους παραγωγής, δίνει ίση αξία στις πιστοποιήσεις των τροφίμων του, χωρίς να ξεχνά τη μυθολογία, αναπόσπαστο κομμάτι, όπως φαίνεται, σε οτιδήποτε συμβαίνει και μεγαλώνει σ' αυτήν την ευλογημένη χώρα όπου ο ήλιος λούζει τις κατακόκκινες ντομάτες, ωριμάζοντάς τες και μετατρέποντάς τες σε ένα μοναδικό προϊόν, ένα απίθανο ελληνικό τρόφιμο που ακούει κλασική μουσική και ποιητικές ιστορίες όσο μεγαλώνει στο χωράφι κάποιου εμπνευσμένου καλλιεργητή.

Περιμένουμε με ανυπομονησία να δούμε το «Όταν οι ντομάτες συνάντησαν τον Βάγκνερ» της Μαριάννας Οικονόμου και εξίσου ανυπόμονα να γυρίσει σελίδα η ελληνική γεωργία.