Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ζωή κλειστή, σαν περίπτερο μετά τα μεσάνυχτα

Η νύχτα πέφτει, ο κορωνοϊός έρχεται, η λογική πάει για ύπνο.

Λιγότερα από τα μισά περίπτερα έχουν διασωθεί από την αρχή της κρίσης, κι αυτό είναι μάλλον μια αισιόδοξη εκτίμηση. Φωτ.: Eurokinissi



ΜΙΑ ΠΑΡΑ ΕΧΕΙ ΠΑΕΙ Η ΩΡΑ εδώ στην πλατεία Μαβίλη και ο περιπτεράς της νυχτερινής βάρδιας σε ένα από τα κομβικά μεγαλοπερίπτερα που μέχρι χθες δεν είχαν κλείσει ποτέ (αυτό ήταν άλλωστε και το καθοριστικό τους στοιχείο), κάθεται απ' έξω σε μια πλαστική λευκή καρέκλα – δανεική από τους ταρίφες που κάνουν πιάτσα στη γωνία περιμένοντας μάταια κι αυτοί μια σωτήρια κούρσα προς το αεροδρόμιο που δεν έρχεται ποτέ – και το φυλάει.


Τα φώτα είναι σβησμένα – εκτός από ένα μικρό φως – αλλά το περίπτερο είναι ανοιχτό, με κατεβασμένους τους μουσαμάδες γύρω από την πρόσοψή του. Μέχρι τις πέντε το πρωί που λήγει η ισχύς του νέου περιοριστικού μέτρου, θα μείνει εκεί άπραγος και με ένα ερωτηματικό πάνω από το κεφάλι του, ο υπάλληλος του περιπτέρου, σαν χαμένος θυρωρός της νύχτας, σαν ρεσεψιονίστ του τίποτα, που περιμένει απλά την αλλαγή της βάρδιας χωρίς να μπορεί να εξυπηρετήσει κανέναν.


Αυτά τα μεγάλα περίπτερα που ουσιαστικά αποτελούν ημιυπαίθρια μίνι μάρκετ 24ωρης λειτουργίας και συχνά καταπίνουν μεγαλύτερο δημόσιο χώρο απ' όσο θα έπρεπε να τους αναλογεί, συνήθως δεν έχουν ρολά όπως οι παραδοσιακές, μικρότερες εκδοχές τους, αυτό όμως ποτέ δεν ήταν πρόβλημα από την στιγμή που πάντα βρισκόταν κάποιος μέσα. Οι διαχειριστές τους υπολόγιζαν ότι θα έμεναν ανοιχτά στο διηνεκές, μην μπορώντας φυσικά να προβλέψουν τη νέα αυτή λαίλαπα που απειλεί έναν από τους πιο παραδοσιακούς θεσμούς της αστικής καθημερινότητας, που είναι οργανικά συνυφασμένος με την ζωή στην πόλη από τα τέλη του προπερασμένου αιώνα.

Μ' αυτά και μ' αυτά βαδίζουμε τοίχο-τοίχο προς την πιο περίεργη και ελλειπτική εορταστική περίοδο που θα έχουμε ζήσει ποτέ, και όσο κι αν προπονηθήκαμε το Πάσχα που μας πέρασε, αυτή η πίστα θα είναι ενδεχομένως ακόμα πιο δύσκολη, εφόσον τα «Χριστούγεννα» είναι τόσο συνδεδεμένα με όλα αυτά που η πανδημία έχει καταστήσει επικίνδυνα και απαγορευτικά: πάρτι, ξενύχτια, κλειστοί χώροι, μεγάλες παρέες, φιλιά, επαφές.


Λιγότερα από τα μισά περίπτερα έχουν διασωθεί από την αρχή της κρίσης, κι αυτό είναι μάλλον μια αισιόδοξη εκτίμηση. Στην πορεία της πανδημίας όμως – και ειδικά στο διάστημα της καραντίνας – φάνηκε ξαφνικά να μεγεθύνεται ο ρόλος τους ως πρατήριο ειδών πρώτης ανάγκης, ως διαχρονική σήμανση του αστικού τοπίου αλλά και ως σημείο κοινωνικοποίησης μέσα στην ερημιά που απλωνόταν τις νύχτες στην πόλη.

Φάνηκε ότι θα την γλίτωναν, μπλέχτηκαν όμως στην επιλεκτική εμμονή που έχουν επιδείξει οι αρμόδιες για τα μέτρα προστασίας αρχές με τις μεταμεσονύχτιες συναθροίσεις. Η νύχτα πέφτει, ο κορωνοϊός έρχεται, η λογική πάει για ύπνο.


Ας μην αρχίσουμε όμως τις πρόωρες ελεγείες για τους φάρους αυτούς της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται (πάει κι αυτό το παραμύθι) και για τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσφέρουν στα νυχτόβια πλάσματα. Μοιάζει πάντως εξαιρετικά ταιριαστός στη νέα αυτή (προσωρινή, εύχεται κανείς) συνθήκη ο στίχος του Καρούζου από το μακρινό 1969: «Ο χρόνος είναι κοροϊδευτικός, είναι αμέτοχος σαν τα περίπτερα στην κίνηση».


Μια από τις προηγούμενες μέρες πέτυχα στην τηλεόραση την ταινία του 1968 με τον αβάσταχτα σαρκαστικό πλέον τίτλο «Η Αθήνα μετά τα μεσάνυχτα» (σίκουελ του «Η Αθήνα τη νύχτα» που είχε γυριστεί έξι χρόνια πριν), ένα προσχηματικής αφήγησης ποτ-πουρί με στιγμιότυπα από θέατρα, συναυλίες, μπουζούκια, κλαμπ και καμπαρέ εκείνης της εποχής, με στόχο το κοινό της επαρχίας κυρίως που δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να τα επισκεφθεί και να ζήσει για μια φορά έστω την φαντασμαγορική νύχτα της πρωτεύουσας. Η ταινία καταλήγει με τα νυχτερινά φώτα που σβήνουν καθώς γλυκοχαράζει πάνω από την Ακρόπολη και ο αφηγητής Σταύρος Ξενίδης μνημονεύει μια ατάκα του Χρήστου Γιαννακόπουλου (γνωστού κυρίως ως το ήμισυ του συγγραφικού ντουέτου Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου) για το ξημέρωμα στην Αθήνα που, ειδικά μετά από ένα επικό ξενύχτι, έχει την απόχρωση «νερωμένου ούζου».


Μ' αυτά και μ' αυτά βαδίζουμε τοίχο-τοίχο προς την πιο περίεργη και ελλειπτική εορταστική περίοδο που θα έχουμε ζήσει ποτέ, και όσο κι αν προπονηθήκαμε το Πάσχα που μας πέρασε, αυτή η πίστα θα είναι ενδεχομένως ακόμα πιο δύσκολη, εφόσον τα «Χριστούγεννα» (ουσιαστικά οι χειμερινές διακοπές του Δυτικού ανθρώπου) είναι τόσο συνδεδεμένα με όλα αυτά που η πανδημία έχει καταστήσει επικίνδυνα και απαγορευτικά: πάρτι, ξενύχτια, κλειστοί χώροι, μεγάλες παρέες, φιλιά, επαφές.


Συγχρόνως θα έχει κορυφωθεί και η ψυχολογική κόπωση των ανθρώπων από τα μέτρα προστασίας («prevention fatigue» είναι ο όρος που έχει επικρατήσει) και ο συνδυασμός της κόπωσης αυτής με μια μερική ή ολική «ματαίωση» των γιορτών, θα αποδειχτεί μάλλον εκρηκτικός και αβάσταχτος για κάποιες ιδιοσυγκρασίες. Θα αναγκαστούμε και πάλι να αυτοσχεδιάσουμε και να εφεύρουμε νέες συναισθηματικές δεξιότητες για να διαχειριστούμε τα Χριστούγεννα του 2020 που προβλέπονται μνημειώδη, όπως άλλωστε και ολόκληρη αυτή η χρονιά που μοιάζει ατέλειωτη.