Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Υποτιμητική Νιρβάνα

Ο Φρίντμαν, ο Κέινς και το χωριό Παλανπούρ

Υποτιμητική Νιρβάνα

Η ιδέα της εσωτερικής υποτίμησης, που αποτελεί τον κεντρικό άξονα της τροϊκανής πολιτικής στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας σήμερα, βασίζεται σε μια απλή υπόθεση.


Εάν ένα αγαθό είναι σχετικά σπάνιο και η ζήτηση γι' αυτό είναι θετική, τότε η τιμή του δεν μπορεί να είναι μηδενική. Και το αντίθετο: εάν η τιμή του δεν είναι μηδέν, πρέπει να είναι σπάνιο, διαφορετικά θα ήταν μηδενική (όπως είναι η τιμή του απίστευτα «χρήσιμου» για τον άνθρωπο αέρα, ο οποίος είναι «δωρεάν», καθώς δεν σπανίζει, τουλάχιστον προς το παρόν). Κι αν είναι σπάνιο το αγαθό του οποίου η τιμή είναι μεγαλύτερη του μηδενός, τότε η τιμή του θα τείνει σε ένα επίπεδο (ή «ισορροπία», όπως ονομάζουν το επίπεδο αυτό οι οικονομολόγοι) τέτοιο, ώστε καμία μονάδα να μη μείνει αδιάθετη από πωλητή ο οποίος θα ήθελε να πουλήσει στη συγκεκριμένη τιμή.


Ο Mίλτον Φρίντμαν θεωρούσε πως οι κυβερνήσεις δεν θα πρέπει να ασχολούνται με τη διαχείριση της ανεργίας ή της απασχόλησης. Γιατί; Λόγω της πιο πάνω υπόθεσης ότι η τιμή ενός αγαθού, είτε αυτό είναι οι ντομάτες είτε είναι η εργασία, αντανακλά τη σχετική της σπανιότητα. Τελεία και παύλα.


Η εφαρμογή της υπόθεσης αυτής στην αγορά εργασίας είναι ξεκάθαρη: εάν ο μισθός δεν είναι μηδενικός, αυτό σημαίνει ότι η εργασία είναι σχετικά σπάνια και, άρα, υπάρχει ζήτηση γι' αυτήν από κάποιους εργοδότες. Αν η αγορά εργασίας «αφεθεί στην ησυχία της» (από συνδικάτα, συλλογικές συμβάσεις ως προς τον ελάχιστο μισθό), τότε οι μισθοί θα τείνουν, από μόνοι τους, προς ένα επίπεδο ισορροπίας, όπου όλοι όσοι θέλουν πραγματικά να δουλέψουν (γι' αυτόν το μισθό) θα βρίσκουν εργασία.


Η ανεργία, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε εξωγενείς προς την αγορά παράγοντες (π.χ. στο κράτος, που νομοθετεί υψηλούς ελάχιστους μισθούς, ή στα συνδικάτα, που ωθούν τους μισθούς προς τα πάνω), αναιρώντας τη δυνατότητα της αγοράς εργασίας να βρίσκει την ισορροπία από μόνη της. Στο μακροοικονομικό επίπεδο, εάν η κυβέρνηση προσπαθήσει να αυξήσει την απασχόληση επενδύοντας σε δημόσια έργα και ελλειμματικές επιχειρήσεις, χρησιμοποιώντας δανεικούς πόρους, το μόνο που θα επιτύχει είναι μεγαλύτερος πληθωρισμός. Μακροπρόθεσμα τα επίπεδα απασχόλησης θα είναι τα ίδια.


Αυτή ήταν η άποψη οικονομολόγων όπως ο Φρίντμαν που, όπως είναι προφανές, έχουν κυριαρχήσει στις σκέψεις των κατεχόντων την παγκόσμια οικονομική εξουσία και, εν προκειμένω, της Τρόικας, που καθορίζει την οικονομική και εργασιακή πολιτική στη χώρα μας. Ας δούμε, όμως, τώρα τον αντίλογο που προέρχεται, μεταξύ άλλων, από τον Τζον Μέιναρντ Κέινς. Ο Κέινς είπε κάτι το ίδιο απλό, αλλά σημαντικά διαφορετικό απ' ό,τι ο Φρίντμαν: φυσικά, εάν οι τιμές συνεχίσουν να προσαρμόζονται μέχρι το σημείο που τα σπάνια αγαθά ή οι σπάνιοι πόροι (συμπεριλαμβανομένης της εργασίας) να διατίθενται σύμφωνα με το πόσο σπάνιοι (και πολύτιμοι) είναι, οι πόροι αυτοί θα απορροφηθούν πλήρως. Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που οι τιμές δεν προσαρμόζονται κατ' αυτό τον τρόπο; Τι γίνεται αν «κολλούν» σε ένα επίπεδο, όχι λόγω συνδικάτων κι ελάχιστων μισθών (δηλαδή συλλογικών συμβάσεων) αλλά, π.χ., επειδή οι ίδιοι οι εργοδότες αρνούνται να κάνουν χρήση της εξουσίας τους να μειώσουν κι άλλο τους μισθούς; Ή επειδή φοβούνται, εν μέσω κρίσης, να προσλάβουν κι άλλους εργαζόμενους, ακόμα κι αν ο μισθός μειωθεί;


Σε αυτή την περίπτωση οι τιμές δεν θα αντανακλούν τη σχετική έλλειψη των εμπορευμάτων. Γιατί; Επειδή οι πόροι θα υπο-χρησιμοποιούνται (ή θα είναι σε μεγάλο βαθμό ανενεργοί, αχρησιμοποίητοι). Αν όμως υπο-χρησιμοποιούνται, π.χ. έχουμε κλειστά εργοστάσια, ακαλλιέργητους αγρούς ή εργάτες που πασχίζουν να δουλέψουν και δεν βρίσκουν δουλειά, τότε οι εν λόγω πόροι παύουν να σπανίζουν. Για την ακρίβεια, «λιμνάζουν». Διατίθενται μεν σε χαμηλές τιμές, αλλά κανείς δεν τους θέλει.


Αν κάτι σπανίζει σε αυτή την κατάσταση, αυτό δεν είναι τα μηχανήματα, οι αγροί, η εργασία. Όχι, αυτό που σπανίζει είναι η... ζήτηση (αγαθών, υπηρεσιών και, συνεπώς, εργασίας). Σε αυτή την περίπτωση, έλεγε ο Κέινς, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι το κράτος να στηρίξει την οικονομική διαδικασία, δίνοντας ώθηση στην ενεργό ζήτηση. Πώς; Ξοδεύοντας! Και επειδή το ελληνικό κράτος είναι πτωχευμένο, όπως όλα τα κράτη της Περιφέρειας, ο ρόλος αυτός πρέπει να αναληφθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση.


Δεν είναι η στιγμή να επιχειρηματολογήσω για το ποιος έχει δίκιο, ο Φρίντμαν ή ο Κέινς και αντιμνημονιακοί τύποι σαν τον γράφοντα. Είναι όμως η στιγμή να αναφερθώ σε ένα ενδιαφέρον συμβάν, το οποίο αναφέρει ο ανθρωπολόγος Jean Dréze. Προέκυψε στο ινδικό χωριό Παλανπούρ. Ο Dréze (γιος τέως συναδέλφου μου, οικονομολόγου στο Πανεπιστήμιο της Λουβέν του Βελγίου) παρατήρησε το εξής φαινόμενο στο προαναφερθέν χωριό: μια χρονιά, η ανεργία στο χωριό αυξήθηκε σημαντικά μεταξύ των μεροκαματιάρηδων αγροτοεργατών. Τότε, ένας απελπισμένος άνεργος εργάτης ζήτησε να δουλέψει για τον μισό μισθό. Μετά την πρόσληψή του, οι μισθοί όλων των εργατών μειώθηκαν στο μισό.


Τι νομίζετε ότι έγινε; Αυξήθηκαν οι θέσεις εργασίας μήπως; Όχι. Οι θέσεις εργασίας έμειναν οι ίδιες, όπως αναφέρει ο Dréze. Όμως, ο υπαίτιος της μείωσης, ο απελπισμένος εργάτης που προσφέρθηκε να δουλέψει με τον μισό μισθό, έγινε μισητός από την υπόλοιπη κοινότητα. Την επόμενη χρονιά οι μισθοί επανήλθαν στο αρχικό τους επίπεδο, η ανεργία παρέμεινε λίγο-πολύ η ίδια και κανένας δεν ξαναπροσπάθησε να βρει εργασία προσφερόμενος να εργαστεί για λιγότερα από τον τρέχοντα μισθό.


Η επιτυχία της εσωτερικής υποτίμησης στη δική μας «κοινότητα», στην Ελλάδα, θα φανεί τους επόμενους μήνες. Οι μισθοί κατέρρευσαν. Ώρα να παρατηρήσουμε τι θα συμβεί με την απασχόληση. Ίδωμεν...