Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Πανδημία και δημοκρατική στράτευση

Πέρα από μισαλλόδοξους φανατισμούς και υπερφίαλους κοινοτισμούς, ο κορωνοϊός μάς αναγκάζει σε μια ήπια δημοκρατική στράτευση.

Πανδημία και δημοκρατική στράτευση



ΣΤΙΣ 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020 η χώρα μας κατέγραψε τον μεγαλύτερο μέχρι στιγμής αριθμό κρουσμάτων κορωνοϊού (3.316). Στις 28 του ίδιου μήνα οι ημερήσιες απώλειες έφτασαν στο εφιαλτικό 121. Λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Δεκεμβρίου του 2020, οι διασωληνωμένοι συμπολίτες μας έφτασαν τους 622, κάνοντας σε όλους αντιληπτό ότι είχαμε μπει σε οριακές συνθήκες, παρότι το δεύτερο μεγάλο lockdown έκλεινε περίπου έναν μήνα.

Σήμερα, με περισσότερους από 5.500 θανάτους να οφείλονται στην πανδημία, επιβεβαιώνεται ότι όχι μόνο δεν είμαστε άτρωτοι, όπως και καμία χώρα, όχι μόνο υπήρξε κοινωνική αμέλεια και πολιτικές καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση της δεύτερης φάσης του προβλήματος αλλά και ότι δείχνουμε σημαντικά επιβιωτικά αντανακλαστικά, όταν λειτουργούμε υπό συνθήκες ακραίου κινδύνου.


Όπως και την άνοιξη του 2020, το lockdown μάς οδήγησε σε μια μικρή αναχαίτιση της πανδημίας μπροστά στην αισιόδοξη προοπτική του μαζικού εμβολιασμού, ο οποίος, όμως, λόγω της παγκόσμιας επιχειρησιακής δυσκολίας του, δεν είναι η άμεση λύση. Το μεγάλο ζήτημα παραμένει εάν θα καταφέρουμε να λειτουργήσουμε υπό συνθήκες ελεγχόμενου κινδύνου, χωρίς άλλο οικονομικό και ψυχικό κόστος.

Η μάσκα έπρεπε να θεωρηθεί εξαρχής το διαβατήριό μας από την εφιαλτική κατάσταση της πανδημίας στο όποιο «μετά» μάς περιμένει. Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη και εδώ ίσως να έχουμε και τη σοβαρότερη πολιτική και επικοινωνιακή ευθύνη της κυβέρνησης.


Σε αυτό το στοίχημα, από το καλοκαίρι κι ύστερα δεν φανήκαμε ιδιαίτερα ικανοί. Ακόμα και οι μη αρνητές της πανδημίας υποτίμησαν τον κίνδυνο, ενώ χώροι όπως η νυχτερινή διασκέδαση και οι εκκλησιαστικές πρακτικές έγιναν ιδανικό θερμοκήπιο μεταδοτικότητας του ιού.

Όμως, έστω και με σχετική καθυστέρηση, έστω και με σοβαρές απώλειες, λίγο πριν φτάσουμε σε καταστροφική εκτράχυνση της κατάστασης, φαίνεται πως αντιδράσαμε θετικά. Οι γιορτές των Χριστουγέννων διέψευσαν τον φόβο μιας νέας ελληνικής «παρέκκλισης» που θα οδηγούσε τους αριθμούς της πανδημίας σε νέα επικίνδυνη άνοδο. Αντίθετα από άλλες χώρες, που έχασαν τον έλεγχο λόγω του χριστουγεννιάτικου εορταστικού κλίματος (π.χ. Βρετανία), η ελληνική κοινωνία αποδείχτηκε αρκούντος εγκρατής και η πολιτεία δεν μπήκε στον πειρασμό ενός οικονομικού και ψυχαγωγικού ρίσκου.

Ίσως η μεγαλύτερη αλλαγή που προέκυψε εξαιτίας του θλιβερού φθινοπώρου είναι η κατακόρυφη άνοδος της χρήσης της μάσκας σε χώρους κοινωνικής συνάθροισης. Μέχρι και τον Οκτώβριο οι χρήστες της μάσκας σε δημόσιους χώρους, ακόμη και σε εμπορικά μαγαζιά, έτειναν να γίνουν γραφικό θέαμα προς διακωμώδηση, αν όχι αντικείμενο κοινωνικού μπούλινγκ. Κανείς δεν είχε πιστέψει ιδιαίτερα στην αποτελεσματικότητά της και ακόμη περισσότεροι την αντιμετώπιζαν ως στοιχείο που στερούσε την ελευθερία, που αφαιρούσε από την «προσωπικότητά» μας.

Ως έναν βαθμό, αυτό ήταν δικαιολογημένο. Το να χάσεις το βασικό στοιχείο της ατομικής σου ταυτότητας, το να κρύψεις το μισό σου πρόσωπο, δεν συμβαδίζει με όλα όσα έχουμε μάθει να κάνουμε και να εκθέτουμε εθελοντικά εδώ και δεκαετίες. Η κουλτούρα του Ιnstragram και της εναλλακτικής ή mainstream φωτογενούς ζωής που είχαμε συνηθίσει να προβάλλουμε δεν επιδέχεται μάσκες απόκρυψης αλλά έμμεσης ή άμεσης αποκάλυψης.


Σήμερα είναι σχεδόν καθολική η χρήση της μάσκας στους περισσότερους χώρους συνεύρεσης. Βέβαια, υπάρχουν ακόμη αρνητές της μάσκας, αλλά τώρα αυτοί είναι οι δακτυλοδεικτούμενοι. Η μάσκα έχει γίνει αναγκαία συνήθεια, χωρίς βέβαια η χρήση της να είναι ενιαία. Κάποιοι συνηθίζουν να τη φέρουν στο πιγούνι μέχρι να πλησιάσει κάποιος «κίνδυνος» ή να τους πιάσουν τα ραντάρ της κοινωνικής και αστυνομικής επίπληξης. Κάποιοι δυσφορούν και δεν θέλουν να τη φορούν την ώρα που κάνουν τη βόλτα τους, χρησιμοποιώντας τον μαγικό αριθμό «6», είτε γιατί τους δυσκολεύει στην άθληση είτε γιατί δεν μπορούν να αποχωριστούν το εθνικό μας ρόφημα, τον καφέ τους εν ώρα περιπάτου.

Όμως οι μάσκες χρησιμοποιούνται γενικά σωστά στους χώρους όπου ελλοχεύει ο μεγαλύτερος κίνδυνος μετάδοσης του ιού. Η συρροή κόσμου στην Ερμού το τελευταίο Σαββατοκύριακο ήταν, εκτός των άλλων, μια εντυπωσιακή συγκέντρωση μασκοφόρων!

Η συρροή κόσμου στην Ερμού το τελευταίο Σαββατοκύριακο ήταν, εκτός των άλλων, μια εντυπωσιακή συγκέντρωση μασκοφόρων! Φωτ.: Eurokinissi


Ίσως αυτό να είναι το σωτήριο κλειδί και για την επόμενη φάση της πανδημίας που θα αντιμετωπίσουμε. Γιατί είναι προφανές ότι ο εμβολιασμός, ακόμη και αν κινηθεί στο προβλεπόμενο πλαίσιο, δεν μας εξασφαλίζει από μια νέα ενδεχόμενη υποτροπή, ειδικά εφόσον ξαναγίνει ένα σταδιακό άνοιγμα της αγοράς, της εκπαίδευσης και της εστίασης. Η μάσκα έπρεπε να θεωρηθεί εξαρχής το διαβατήριό μας από την εφιαλτική κατάσταση της πανδημίας στο όποιο «μετά» μάς περιμένει.

Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη και εδώ ίσως να έχουμε και τη σοβαρότερη πολιτική και επικοινωνιακή ευθύνη της κυβέρνησης. Αντίθετα, η μάσκα θεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό εμπόδιο και μέσο επίδειξης «ατομικής» ευθύνης, με τις πολύ αρνητικές φθινοπωρινές επιπτώσεις.


Η μάσκα παραμένει το βασικό μας όπλο για την ώρα, η μοναδική ένδειξη ότι έχουμε κατανοήσει πόσο δύσκολο είναι αυτό που ζούμε και πόσο κινδυνεύουμε εμείς και οι διπλανοί μας. Δεν γινόμαστε ασιατική κοινωνία, δεν γινόμαστε φορείς ολοκληρωτισμού ως μασκοφόροι. Ναι μεν η προσωρινή αυτή στράτευση μάς δίνει μια πρωτόγνωρη αίσθηση εν κρυπτώ ομοιομορφίας, την ίδια ώρα όμως διασφαλίζει το πέρασμά μας στην απέναντι όχθη, στον κόσμο που γνωρίζαμε, αυτόν της ελεύθερης έκθεσης του εαυτού και της ατομικότητάς μας.


Άλλωστε, δεν είναι το μόνο δείγμα της αργής συνειδητοποίησης ότι το ατομικό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ευρεία συλλογικότητα. Οι εικόνες εμβολιασμού των παππούδων και των γιαγιάδων με τη βοήθεια του ιατρικού προσωπικού και του οικογενειακού περιβάλλοντος προκαλούν μεγάλη συγκίνηση. Μια στιγμή που το παλιό και το νέο επιβεβαιώνουν τους δεσμούς τους, που η ελπίδα δεν γνωρίζει ηλικία, που η διαγενεακή αλληλεγγύη οργανώνεται μαζικά και επιτυχημένα. Είναι μια εικόνα που επιβεβαιώνει ότι η υποχρέωση και το δικαίωμα στη ζωή δεν χωράνε διακρίσεις. Ένα δικαίωμα και μια υποχρέωση που δεν εδράζονται στην πολυδιαφημισμένη τα τελευταία χρόνια «διαφορά» αλλά στην ξεχασμένη μας «ισότητα».

Πέρα από μισαλλόδοξους φανατισμούς και υπερφίαλους κοινοτισμούς, ο κορωνοϊός μάς αναγκάζει σε μια ήπια δημοκρατική στράτευση. Ας δηλώσουμε το «παρών», μασκοφόροι και εμβολιασμένοι.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.