Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Να μην πάθουν για να μάθουν. Να προλάβουν να μην πάθουν.

Τι άλλο μπορεί να γίνει για να δοθεί ώθηση στον εμβολιασμό;

Να μην πάθουν για να μάθουν. Να προλάβουν να μην πάθουν.

ΤΟ ΚΛΙΣΕ «η λύση είναι στην πειθώ», που κυριαρχεί στη συζήτηση για τον εμβολιασμό, θυμίζει το όχι και τόσο ρηξικέλευθο «κάλλιο πλούσιος και υγιής, παρά φτωχός και άρρωστος». Καμία αντίρρηση, αρκεί να μη μας διαφεύγουν κάποιες λεπτομέρειες, όπως το ότι η συζήτηση είναι παγκόσμια, διεξάγεται τουλάχιστον οκτώ μήνες και ότι εν τέλει αφορά και κάποιους που απλούστατα δεν θέλουν να πειστούν.

Ας δούμε τα δεδομένα.

Πρώτον, ποια είναι η κατάσταση στη χώρα μας. Η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. στον πλήρη εμβολιασμό με δύο δόσεις και λίγο πιο κάτω από τον μέσο όρο στον αριθμό εμβολιασμένων έστω με μία δόση. Συνεπώς, τα όποια ζητήματα προς διαχείριση είναι κοινά στις περισσότερες χώρες.

Αν η υγειονομική κατάσταση επιδεινωθεί, όπως προειδοποιούν οι ειδικοί, πέραν του κόστους σε ανθρώπινες ζωές, θα υπάρξει και πολιτικό κόστος. Και εκείνοι που σήμερα κλείνουν το μάτι στους μη εμβολιασμένους θα είναι οι πρώτοι σε καταγγελίες.

Δεδομένο δεύτερο. Για τον εμβολιασμό έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα. Μπορεί να έχουν γίνει επικοινωνιακά λάθη (όπως οι χειρισμοί με το AstraZeneca στις νέες ηλικίες), ενημέρωση όμως έχει υπάρξει. Καμπάνιες υπέρ του εμβολιασμού έχουν υλοποιηθεί. Οι επιστήμονες επιχειρηματολογούν καθημερινά υπέρ των εμβολίων. Τα δε στοιχεία που δείχνουν τα οφέλη από τον εμβολιασμό δεν αφήνουν περιθώρια σοβαρής αμφισβήτησης. Τα ίδια ΜΜΕ, τις ίδιες κυβερνήσεις, τους ίδιους επιστήμονες, τους ίδιους opinion makers άκουσαν και εκείνοι που εμβολιάστηκαν και εκείνοι που δεν έχουν εμβολιαστεί. Συνεπώς, δεν βρίσκεται μόνο στην επικοινωνία το πρόβλημα.

Τρίτο δεδομένο. Οι μη εμβολιασμένοι δεν αποτελούν ενιαία ομάδα. Υπάρχουν (α) αυτοί που δεν μπορούν να εμβολιαστούν για ιατρικούς λόγους. Υπάρχουν (β) αυτοί που διστάζουν ή το αναβάλλουν, χωρίς όμως να αποκλείουν να εμβολιαστούν στο προσεχές μέλλον. Που κινούνται ακόμα μεταξύ ανησυχίας (για όσα έχουν ακούσει) και αμεριμνησίας (θεωρώντας ότι δεν κινδυνεύουν ιδιαίτερα), αλλά αφήνουν το ζήτημα ανοιχτό. Αυτοί είναι και η πιο κρίσιμη ομάδα. Ενώ υπάρχουν (γ) και οι δογματικά αντίθετοι, αυτοί που έχουν δώσει στον πόλεμο κατά του εμβολιασμού ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Η τελευταία αυτή κατηγορία έχει πολλά κοινά (χωρίς να ταυτίζεται απολύτως φυσικά) με τους αρνητές του κορωνοϊού και των μέτρων αποστασιοποίησης της πρώτης φάσης.

Όσοι ασχολούνται με ζητήματα συμπεριφοράς αναγνωρίζουν καλά αυτό το φαινόμενο: Ένα τμήμα πολιτών αντλεί ικανοποίηση όταν αντιδρά σε αυτό που θεωρείται κοινός τόπος. Αυτοεπιβεβαιώνεται όταν αισθάνεται ότι πολεμάει το «σύστημα». Είτε χαρακτηρίζεται από ισχυρή εσωτερική ανασφάλεια είτε από έναν ιδιότυπο ναρκισσισμό, το κοινό αυτό είναι δύσκολα διαχειρίσιμο και δεν θα πειστεί από μια καμπάνια ή έναν έγκριτο επιστήμονα. Αντιθέτως, νιώθει καλύτερα, πιο «ψαγμένο», όταν αμφισβητεί τους ειδικούς. Και όσο πιο πολύ ασχολούνται μαζί του τόσο περισσότερο φανατίζεται και αναπτύσσει συμπεριφορές σέχτας, συχνά πέραν της λογικής.

ΤI ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ, λοιπόν, για να δοθεί ώθηση στον εμβολιασμό;

Πρώτον, σωστή ανάλυση του μη εμβολιασμένου κοινού. Άλλη προσέγγιση θέλει ο διστακτικός, άλλη ο αμέριμνος, άλλη ο ανεύθυνος, άλλη ο εντελώς «ψεκασμένος». Το να αντιμετωπιστούν ως ενιαίο κοινό-στόχος είναι ατελέσφορο. Αυτό πρέπει να το συνεκτιμούν και η πολιτεία και τα ΜΜΕ, αλλά και όλοι όσοι, προσπαθώντας να πείσουν κάποιους ανθρώπους γύρω τους, συχνά ξεχνούν τη διάκριση.

Αν το επόμενο διάστημα τα πράγματα δυσκολέψουν, πολλοί απ’ όσους δεν έχουν εμβολιαστεί σήμερα θα αντιμετωπίσουν –ή οι ίδιοι ή στο περιβάλλον τους– το σκληρό πρόσωπο του κορωνοϊού. Φωτ.: Eurokinissi

Δεύτερον, συνδυασμός δράσεων. Δεν υπάρχει μία μαγική συνταγή, ένα πράγμα που μπορείς να κάνεις για να πείσεις όσους διστάζουν. Χρειάζεται και «καρότο» (κίνητρα) και «μαστίγιο» (περιορισμοί για μη εμβολιασμένους). Χρειάζονται στοχευμένες καμπάνιες που θα καταστήσουν τον εμβολιασμό μόδα και θα παρακινήσουν συναισθηματικά όσους διστάζουν. Χρειάζεται η πολιτεία να επιδείξει ιώβεια υπομονή, να επαναλαμβάνει και να απαντά με ηρεμία και επαγγελματισμό για όλα όσα αφορούν τους εμβολιασμούς.

Ακριβώς επειδή το κοινό που πρέπει να παρακινηθεί δεν είναι ενιαίο, μόνο ένας συνδυασμός δράσεων θα φέρει αποτελέσματα. Και με αυστηρά μέτρα φυσικά, αν κριθούν αναγκαία, ακόμα και αν έχουν πρόσκαιρο πολιτικό κόστος. Αν η οποιαδήποτε κυβέρνηση επιλέξει μόνο τα καλοπιάσματα, τα αποτελέσματα θα είναι ισχνά. Αν η υγειονομική κατάσταση επιδεινωθεί, όπως προειδοποιούν οι ειδικοί, πέραν του κόστους σε ανθρώπινες ζωές, θα υπάρξει και πολιτικό κόστος. Και εκείνοι που σήμερα κλείνουν το μάτι στους μη εμβολιασμένους θα είναι οι πρώτοι σε καταγγελίες.

Τρίτον, να μείνει το όλο ζήτημα έξω από την κομματική αντιπαράθεση. Η κομματική κλοτσοπατινάδα γύρω από αυτό το ζήτημα κάνει ζημιά. Υπάρχουν δηλώσεις που έγιναν καθαρά για μικροπολιτικούς λόγους, οι οποίες απλώς ενισχύουν τον σκεπτικισμό ή δημιουργούν το αναγκαίο ψυχολογικό άλλοθι για όσους δεν εμβολιάζονται. (Επειδή δεν είναι αυτό το θέμα της ανάλυσης, δεν θα αναφερθώ εκτενέστερα). Όμως η λογική «στο καλάθι δεν χωράει, στο κοφίνι περισσεύει» ή το ψάρεμα ψήφων σε θολά νερά, είναι ό,τι πιο άχαρο και επικίνδυνο μπορεί να υπάρξει σε αυτήν τη φάση. Είναι κατώτερο των περιστάσεων.

Αν το επόμενο διάστημα τα πράγματα δυσκολέψουν, πολλοί απ’ όσους δεν έχουν εμβολιαστεί σήμερα θα αντιμετωπίσουν –ή οι ίδιοι ή στο περιβάλλον τους– το σκληρό πρόσωπο του κορωνοϊού. Το θέμα είναι να μη χρειαστεί να πάθουν για να μάθουν. Αλλά να προλάβουν να μην πάθουν.

Όποιος ισχυρίζεται ότι η τάση υπέρ του εμβολιασμού μπορεί να ενισχυθεί χωρίς συνδυασμό δράσεων, χωρίς κίνητρα από τη μια και περιορισμούς από την άλλη, ας μας υποδείξει αυτόν τον μαγικό τρόπο. Συγκεκριμένα όμως, όχι με ευχολόγια περί πειθούς. Γιατί δεν πείθουν.