Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μην ακούς τι λέει ο άλλος. Άκου τι εννοεί.

Όπου όχι, γράφε ναι!

Μην ακούς τι λέει ο άλλος. Άκου τι εννοεί.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΣΧΕΔΟΝ,  θέλουμε δεν θέλουμε, γινόμαστε ψευδοψυχογιατροί παρακολουθώντας τις αρνήσεις των άλλων. Βγήκε ποτέ άνθρωπος στο γυαλί –πολιτικός, τραγουδιστής, μοντέλο– και να μην πει τη φοβερή φράση: «δεν το λέω βέβαια επειδή ο x είναι μπροστά αλλά διότι το πιστεύω», «μη σκεφτείτε ότι έχω τίποτα με τον άνθρωπο, απλώς αυτή είναι η γνώμη μου», «το μόνο που μισώ είναι το ψέμα, να μην μπορείς να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια» κτλ. κτλ. Τρόπος του λέγειν, θα έλεγε κανείς, ελιγμοί και ψευτομασκαρέματα σαν κι αυτά που δοκιμάζουμε διαρκώς ενώπιον και εν απουσία των άλλων. Εντέλει τι κοστίζει μια άρνηση, μια αρνησούλα που βοηθάει τον ομιλητή και ενίοτε τον ακροατή; Τίποτα. Μόνο που αυτό το τίποτα –σαν τα πλαγιόριζα φυτά– πάει του μάκρους, γιατί είναι σαν δίπατη βαλίτσα.

Όποιος μιλάει κρύβεται. Αυτό θέλει τουλάχιστον. Τα λόγια δεν είναι παράθυρα που ανοίγουν για να δούμε, παρά παρελκυστικές κινήσεις. Κάθε φράση, εκτός από απάτη, είναι και χορευτική κίνηση, αληθινό μιμόδραμα όπου, χαμένο ή κερδισμένο, το νόημα δεν ανήκει σε κανέναν. Τυχαία μήπως έλεγαν οι παλιοί ότι όποιος μιλάει πολύ θέλει να ξεγελάσει; Αυτό που πιθανότατα δεν υποψιάζονταν είναι ότι ο ομιλητής δεν ξεγελάει μόνο τον άλλον – αλλά κυρίως τον εαυτό του. Πώς είναι δυνατόν να ξεκινάει με άρνηση όταν αυτό που αρνείται είναι αυτός ο ίδιος, που τον κλείνει σε ένα κουτί (χωρίς πάτο) και όταν τον ξανασυναντήσει επαναλαμβάνει την ίδια ρητορική κίνηση; Ουσιαστικά ομολογεί ότι μόνο αν του επιτρέψουν να ξεφύγει από ένα μέρος του εαυτού του θα τους προσφέρει το υπόλοιπο.

Οταν λέμε «μη φαντάζεστε ότι έχω τίποτα μαζί σας, αλλά…», στην πραγματικότητα ομολογούμε ότι πράγματι κάτι έχουμε εναντίον «σας». Η άρνηση δηλαδή, δίκην κυανόκρανης ειρηνευτικής δυνάμεως, μας επιτρέπει (και μας ευεργετεί) να είμαστε εκεί που δεν δηλώνουμε παρόντες, και πιο σωστά, να παρουσιάζουμε αυτό που είμαστε με τον τρόπο του δεν είμαστε.

Και το υπόλοιπο τι είναι; Μπορεί να ζήσει χωρίς το άλλο, ή μήπως συνδέεται σκοτεινά με το αποποιηθέν; Ο ομιλητής, καλόπιστος ή κακόπιστος αδιάφορο, προδίδει μιαν αδυναμία. Δεν είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη σύνολου του εαυτού του. Άρα μόνο υπό όρους μπορεί να παίξει το παιχνίδι της διυποκειμενικότητας. Όπως στολιζόμαστε προτού βγούμε από το κατώφλι του σπιτιού μας, παρόμοια και τα λόγια –καλλυντικά πρώτης γραμμής– επέχουν θέση πλαστής μουτσούνας. Τα «δεν» πολλαπλασιάζονται σαν μικρόβια. Δεν είμαι ρατσιστής, δεν είμαι μκρόψυχος, δεν είμαι (αυτό που σκέφτεστε, είμαι αυτό που σκέπτομαι εγώ).

Επ’ αυτού οι ψυχαναλυτές στήνουν μέγα πάρτι. Η επιθυμία είναι τετραπέρατη στη μασκαράτα. Κάθε φορά που ο συνομιλητής μας συνάγει ένα επικίνδυνο συμπέρασμα, απαντάμε: όχι δεν το σκέφτηκα αυτό, ούτε καν μου πέρασε από το νου. Οσάκις ο ασθενής αποποιείται κάτι, ο ψυχαναλυτής ξέρει ότι εκεί υπάρχει «ψωμί». Πράγματι, όπου ο αναλυόμενος προφασίζεται ότι λείπει, χτυπάει η κουδούνα της παρουσίας του. Εκεί είναι, κι ας μην μπορεί να το αποδεχτεί. Όσο ανθίσταται τόσο αποδεικνύει ότι η άρνηση είναι άκυρη. Ουσιαστικά ομολογεί ακούσια ότι δεν θέλει να τον ψάξουμε πίσω από την άρνησή του, αλλά μόνο στις καταφάσεις του. Παραδέχεται δηλαδή ότι όσο αρνείται –εμμανώς ενίοτε– τόσο αποδέχεται ότι το αποποιηθέν είναι βαρύ φορτίο που αδυνατεί να σηκώσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο αρνούμενος είναι απολύτως ανυποψίαστος έναντι στην άρνησή του. Αισθάνεται πιθανώς ότι η άρνηση τον προστατεύει, ότι είναι μια κλειστή πύλη που τον σώζει από κάτι που δεν θα ήθελε να το δει κατά πρόσωπο. Όποιος ενδιαφέρεται ειδικά για τον φροϋδο-λακανισμό μπορεί να διαβάσει τον Άνθρωπο με τα ποντίκια, το άρθρο για την «αποποίηση» και βέβαια τα τρία άρθρα στα Γραπτά, όπου σχολιάζεται η εισήγηση του εγελιανού Ζαν Ιπολίτ. Στον παράδρομο πάντως έχουμε τη δυνατότητα να ψευτοφιλοσοφήσουμε για το ρόλο της άρνησης στην καθημερινή ζωή. 

Οταν λέμε «μη φαντάζεστε ότι έχω τίποτα μαζί σας, αλλά…», στην πραγματικότητα ομολογούμε ότι πράγματι κάτι έχουμε εναντίον «σας». Η άρνηση δηλαδή, δίκην κυανόκρανης ειρηνευτικής δυνάμεως, μας επιτρέπει (και μας ευεργετεί) να είμαστε εκεί που δεν δηλώνουμε παρόντες, και πιο σωστά, να παρουσιάζουμε αυτό που είμαστε με τον τρόπο του δεν είμαστε. Πιο σκουληκιάρικα, κάθε αποποίηση αποδέχεται εν κρυπτώ ότι το «οχληρό» ζήτημα υπάρχει και μακροημερεύει. Τον ναρκισσισμό όσο τον αρνούμαστε τόσο σοβεί και τραυματίζεται. Συνάμα το αποποιηθέν δεν καταργείται. Δεν το πετάμε στον κάλαθο των αχρήστων σαν ξεθυμασμένη μπαταρία. Το διατηρούμε περιέργως πως με το «δεν» του.

Αλλά και η κατάφαση δεν είναι τόσο αθώα όσο θέλει να δείχνει. Όταν βεβαιώνουμε κάποιον για την ειλικρίνεια ή για την ανιδιοτέλειά μας, τι άλλο κάνουμε από το να παρουσιάζουμε καταφατικά κάτι που δεν ισχύει; Είναι σαν να λέμε: υποψιάζεστε ότι είμαι λαμόγιο ή απατεωνίσκος, αλλά «δεν είμαι» αυτό που νομίζετε. Στις αρετές καταφάσκουμε ενώ στα κουσούρια αρνού- μαστε. Ποια είναι η διαφορά; Αν ισχύει ότι με το άκουσμα του «όχι» πρέπει να σημειώνουμε «ναι», τότε με το άκουσμα του «ναι» θα πρέπει να σημειώνουμε «όχι». Τόση διπλωματία το εγώ; Τόση παραβατικότητα; Αν φανταζόμαστε το εγώ σαν μυθικό τέρας που αποσύρεται στα βάθη του εαυτού του και εξυφαίνει δολοπλοκίες, πλανιόμαστε. Δεν έχει καμιάν ενότητα, δεν μπορεί να δει ούτε να αποδεχτεί τον εαυτό του. Στην ουσία δεν τον ξέρει. Απλώς τον υποφέρει. Ζει σε ένα μικρό κατάλυμα με πανάκριβο νοίκι – και βαθύ υπόγειο.