Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μήπως η απόσταση βοηθάει να μάθουμε κάτι από τις ΗΠΑ;

Τον Τραμπ είναι εύκολο να τον σιχτιρίσεις. Τον Τραμπ μέσα σου, λιγότερο.

Μήπως η απόσταση βοηθάει να μάθουμε κάτι από τις ΗΠΑ;



21 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΠΗΡΕ
στον Καναδό πρωθυπουργό να ξεπεράσει την αμηχανία του και να αρχίσει να απαντά σε μια ερώτηση σχολιασμού των δηλώσεων μίσους του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με τις διαδηλώσεις μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ.


Όταν όμως ξεκίνησε έδωσε ένα όμορφο μάθημα για το πώς πρέπει οι εκτός Ηνωμένων Πολιτειών να βλέπουμε την κατάσταση εκεί: «Είναι καιρός και για εμάς τους Καναδούς να αναγνωρίσουμε πως έχουμε κι εμείς τις προκλήσεις μας. Ότι οι μαύροι Καναδοί και οι άλλοι μειονοτικοί ("racialized") Καναδοί αντιμετωπίζουν διακρίσεις, ως βιωμένη πραγματικότητα, κάθε μέρα που περνάει. Υπάρχουν συστημικές διακρίσεις στον Καναδά γιατί το σύστημά μας αντιμετωπίζει τους μαύρους και τους άλλους μειονοτικούς Καναδούς διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Είναι κάτι που πολλοί από μας δεν βλέπουμε αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Πρέπει να το δούμε αυτό και να δράσουμε, όχι μόνο ως κυβέρνηση, αλλά ως Καναδοί ώστε να συμπαραταχθούμε στον αγώνα εναντίον των διακρίσεων».


Είναι εύκολο από την άλλη άκρη των συνόρων ή ακόμη πιο εύκολο από την άλλη άκρη του Ατλαντικού να ρίχνει κανείς το ανάθεμα στην white supremacy και να συμπαρίσταται στα θύματα των διακρίσεων. Όσο πιο μακριά είσαι, τόσο ευκολότερη είναι η ρητορική της αλληλεγγύης. Έχουμε πολλά παραδείγματα για το πώς η γεωγραφία –και ειδικότερα η γεωγραφική απόσταση– λειτουργεί ως καταλύτης για την έκφραση της κοινωνικής ευαισθησίας έναντι των κάθε λογής θυμάτων της καταπίεσης.


Η κατάσταση του γυναικείου πληθυσμού στο Αφγανιστάν, κυρίως μετά την κατάληψη του εδάφους από τους Ταλιμπάν, συγκίνησε εξίσου στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Το Αφγανιστάν είναι δεόντως μακριά. Και οι ρόλοι μεταξύ «καλών» και «κακών» εμφανίζονται ως εξαιρετικά διακριτοί: οι Ταλιμπάν καταστρέφουν, καταπιέζουν, επιβάλλουν ένα ανελεύθερο –εφιαλτικό– καθεστώς το οποίο στρέφεται κατά των βασικών ελευθεριών του ανθρώπου. Από την άλλη όμως, όταν οι Αφγανοί ξεριζώνονται για να σωθούν, η ευαισθησία υποχωρεί.

«Δεν είναι οι Αφγανοί πρόσφυγες» αναφωνούν οι ίδιοι άνθρωποι που καταδικάζουν τη βία των Ταλιμπάν. «Δεν γίνεται καν πόλεμος εκεί!» τονίζουν σοβαροί αναλυτές για να δικαιολογήσουν την άρση των διαδικασιών υποβολής ασύλου. «Οι Αφγανοί να μείνουν στη χώρα τους» λένε οι κήρυκες της εύκολης αλληλεγγύης. Τα θύματα των Ταλιμπάν αξίζουν τη συμπάθειά μας εκεί. Όχι όμως την προστασία μας εδώ. Εδώ πλέον υπερισχύει το εγχείρημα της αποτροπής των ροών. Ο λεγόμενος «ρεαλισμός» νικάει τον ανθρωπισμό καθώς η μαζική παρουσία Αφγανών προσφύγων δεν προκαλεί και ρίγη συμπάθειας.

Αντί λοιπόν να αντιδρούμε απέναντι στα γεγονότα με τις συγκινησιακές μας φορτίσεις, ας κάνουμε προσπάθεια να τα κατανοήσουμε. Αυτό δεν μας αφαιρεί το δικαίωμα να καταδικάζουμε ή να επικρίνουμε, ούτε να συμπαραστεκόμαστε. Μας ανοίγει όμως το δρόμο να ερμηνεύσουμε τα πράγματα ως νοσηρές πρακτικές μιας δεδομένης αλληλουχίας αιτιών που την κατέστησαν δυνατή.


Βλέπουμε δηλαδή έναν χώρο κοινωνικά ευαίσθητο, αρκεί το αντικείμενο της ευαισθησίας, δηλαδή ο άνθρωπος ή η ομάδα των οποίων τα δικαιώματα παραβιάζονται, να μην είναι κοντά. Έτσι λοιπόν πιστοποιείται η επιλεκτικότητα στην κοινωνική ευαισθησία, με κριτήριο τη μέγιστη απόσταση και συνεπώς την ελάχιστη πρόκληση για εμάς τους ίδιους. Όσο το θύμα πλησιάζει στον κόσμο μας, γίνεται ορατό, αποκτά χειροπιαστά χαρακτηριστικά, χάνει την ιδιότητά του.

Για το λόγο αυτόν, βλέπει κανείς ότι στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη οι νοήμονες άνθρωποι (με τις αναμενόμενες εξαιρέσεις ακραίων νέο-συντηρητικών ή νεοφασιστών που τα βάζουν με τους διαδηλωτές) καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά στις ΗΠΑ. Σκέφτονται ότι το πρωτοφανές κύμα κοινωνικής διαμαρτυρίας που έχει ξεσπάσει εκεί δεν είναι προϊόν της κακιάς στιγμής, ούτε «μεμονωμένο περιστατικό», αλλά ένα σύμπτωμα αποτυχίας του ίδιου του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος που εδράζεται δομικά στις διακρίσεις και στη λευκή ηγεμονία.

Και παρά τις χρόνιες προσπάθειες σημαντικού τμήματος του Αμερικανικού κατεστημένου να αρθούν, οι διακρίσεις καλά κρατούν. Κρατούν γιατί συνδέονται με εμπεδωμένες εξουσίες, ιστορικές προκαταλήψεις και εξυπηρετούν τη διαιώνιση της υπεροχής –σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο– της λευκής ταυτότητας. Ούτε η εκλογή του Μπάρακ Ομπάμα στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα τις έκαμψε, ούτε ο καθαγιασμός της μη-προσβολής που έχει επιβάλει το κίνημα της πολιτικής ορθότητας.

Αυτά εδώ μας φαίνονται λίγο-πολύ φανερά. Η ανησυχία και η διάθεση για κατανόηση περισσεύει. Και είναι ενδιαφέρον ότι η κατανόηση αυτή οδηγεί και σε μια σχετικοποίηση της βίας. Προφανώς υπάρχουν και εγχώριες δηλώσεις αποκήρυξης της βίας, αλλά όχι με την συνήθη ένταση που γνωρίζουμε. Μας φαίνεται πιο κατανοητή η βία στις ΗΠΑ, μέσω της απόστασης που μας χωρίζει από τις αιτίες της.

Αυτή η απόσταση μάς επιτρέπει να ταυτιστούμε ευκολότερα με τα θύματα και για τον λόγο αυτό οι διαπρύσιοι κήρυκες της αποκήρυξης της βίας «από όπου και αν προέρχεται» δεν είναι έτοιμοι να καταδικάσουν, με την ίδια ηθική ευκολία που καταδικάζουν πάντα, τη βία των αδύναμων. Κι αυτό διότι αντιλαμβανόμαστε ευκολότερα ότι το να καταδικάσεις τη βία αφήνοντας άθικτες τις εξουσιαστικές δομές που την προκαλούν είναι δώρον άδωρο.

 

Τα 21 δευτερόλεπτα σιωπής του Καναδού πρωθυπουργού

«Να μη χλευάζουμε, να μη θρηνολογούμε, να μην καταφρονούμε, αλλά να κατανοούμε» γράφει ο Σπινόζα. Αντί δηλαδή να διερωτώμεθα ρητορικά «πώς είναι δυνατό να γίνονται τέτοια πράγματα;», να διερωτηθούμε ειλικρινά κι αυθεντικά με διάθεση να μάθουμε πώς όντως είναι δυνατό να υπάρχει τόσο εδραιωμένη αίσθηση της αδικίας στις ΗΠΑ.

Αντί λοιπόν να αντιδρούμε απέναντι στα γεγονότα με τις συγκινησιακές μας φορτίσεις, ας κάνουμε προσπάθεια να τα κατανοήσουμε. Αυτό δεν μας αφαιρεί το δικαίωμα να καταδικάζουμε ή να επικρίνουμε, ούτε να συμπαραστεκόμαστε. Μας ανοίγει όμως τον δρόμο να ερμηνεύσουμε τα πράγματα ως νοσηρές πρακτικές μιας δεδομένης αλληλουχίας αιτιών που την κατέστησαν δυνατή.

Όπως γράφει για τον Σπινόζα ένας σύγχρονος μελετητής του: «Το να νικήσουμε το κακό επιτιθέμενοι στις βαθιές αιτίες του, το θεωρεί ασυγκρίτως χρησιμότερο από το να περνάμε την ώρα μας θυμώνοντας, θρηνολογώντας, καταφρονώντας, καταδικάζοντας, αντιδράσεις που συνηθέστατα μας απαλλάσσουν από την υποχρέωση να ενεργήσουμε».

Το να ενεργήσουμε, όμως, σημαίνει ότι πρέπει να ξεκινήσουμε από τα εν οίκω: να δούμε λίγο αυτοκριτικά το τι κάναμε και πώς το καταφέραμε. Ποιους πονέσαμε, ποιους διώξαμε, ποιους ισοπεδώσαμε για να γίνουμε αυτοί που είμαστε. Όχι απλώς να επαναπαυόμαστε στις δάφνες των νικών και στα μοιρολόγια των καταστροφών μας. Φτάνει με την αυτοθυματοποίηση! Ποια είναι η σκοτεινή πλευρά των θριάμβων; Ποιες οι αμαρτίες που κρύβονται επιμελώς στο ντουλάπι της εθνικής λήθης; Επίσης: μήπως και τώρα ακόμη υπάρχουν ή διαιωνίζονται συμπεριφορές που θα μπορούσαν δυνητικά να προκαλέσουν εκρήξεις διαλυτικές για την κοινωνική συνοχή; Τι θα είχαν σε αυτό να πούνε ομάδες τόσο περιθωριοποιημένες όπως οι Έλληνες Τσιγγάνοι ή οι πρόσφυγες στους οποίους συμπεριφερόμαστε περίπου ως ανθρωποειδή;


Κάτι λοιπόν έχουμε όλοι να μάθουμε από τον Καναδό πρωθυπουργό ο οποίος προτίμησε να μην πει τι νιώθει για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ και να στραφεί στο τι πρέπει να προσέχουν οι συμπατριώτες του στα του οίκου τους. Τον Τραμπ είναι εύκολο να τον σιχτιρίσεις. Τον Τραμπ μέσα σου, λιγότερο.