Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Μικρές κοινωνίες και φιλοκατήγορες

Αντί να δεχθούμε ότι είμαστε μέτριοι που πετύχαμε, προτιμάμε να νιώθουμε μεγάλοι που δεν μας άφησαν να επιτύχουμε.

Σε μικρές κοινωνίες σαν τη δική μας οι πολίτες έχουν έναν καημό: να φανούνλίγο ή πολύ ανώτεροι απ' ό,τι είναι, παρά να προσθέσουν κάτι εντυπωσιακό στηνπροσωπικότητά τους, ώστε να αποφύγουν την περιφρόνηση του αυστηρού κριτή. Τι πιο δικαιολογημένοαπό τη λαχτάρα του καθενός να είναι «κάποιος», να είναι «πολύς», εξαιρετέος και σημαντικός, άτομο που «ξεχώρισε» και έπιασε την καλή; Τοδιαπιστώνουμε καθημερινά στον εαυτό μας και στους άλλους, καθώς η τριβή βάζει σεδοκιμασία τις αντοχές μας και ζητάει βοήθεια. Οι τίτλοι δεν είναι τυχαίο ότιταυτίζονται με το ρήμα «είμαι». Είμαι δήμαρχος, είμαι γραμματέας, είμαι καθηγητής, είμαινομικός σύμβουλος, είμαι επιχειρηματίας. Πρώτα ο τίτλος και η στολή, μετά ο άνθρωπος.Διόλου περίεργο το γεγονός ότι στις παλιές, ιεραρχημένες κοινωνίες οι άρχουσεςτάξεις είχαν διακριτή ενδυμασία για να φαίνονται διαφορετικές. Στην παλιά Ρωσία,ο έμπορος, ανάλογα με τη βαθμίδα του, είχε δικαίωμα να επιβαίνει σε άμαξα με ένα,δύο ή τρία άλογα.

Ωστόσο, δεν πρέπει να μείνουμε στα καμώματα της κορυφής όπου η κατάσταση είναιπροφανής. Πιο κάτω χαλάει ο κόσμος. Ο ζυγός -μόνιμο όργανο- που κρατάμε για να ζυγίζουμε το εγώ και το εσύ κυριολεκτικά τρελαίνεται. Κάθε τόσο ακούμε το φαιδρό παράπονο: Μαγιατί θέλει να φαίνεται περισσότερος από αυτό που είναι; Γιατί παριστάνει κάτι,γιατί είναι «δήθεν», μασκαράς, υποκριτής, ψώνιο και τα παρόμοια;

Σύμφωνα με αυτό το κριτήριο, η τάξη θα επανερχόταν αν το μπούγιο και η βάταεξαφανίζονταν και ο πάσα ένας επέστρεφε στα κυβικά του. Παριστάνει τον μεγάλοζωγράφο; Στην πραγματικότητα είναι μπογιατζής που κοροϊδεύει τον κόσμο.Λανσάρεται για επιχειρηματίας; Ρώτα τους τραπεζίτες να σου πούνε τι χρωστάει.Πουλάει μούρη μεγαλογιατρού; Παριστάνει την ψυχιατρική αυθεντία; Διαδίδει ότικρατάει από μεγάλη γενιά; Φούμαρα όλα αυτά. Μόλις που παίρνει τη βάση.

Κανείς δεν ανέχεται να είναι ο άγνωστος χ, ο τυπικός «Έλληνας», μονάδα της στατιστικής.Κι αν είναι, έχει βάσιμο λόγο να κατηγορεί. Απορίας άξιο είναι ότι όλοιπληγωνόμαστε κατάκαρδα όταν κάποιος μας πουλάει μούρη, ενώ θα μπορούσαμεκάλλιστα να τον πάρουμε στο ψιλό, να τον διασύρουμε και να του επιστρέψουμε τοθέατρό του υπό τύπον κοινωνικής τιμωρίας. Το μικρό μυστικό εν προκειμένω αφορά το αμοιβαίοθέατρο· οι τραυματίες, με άλλα λόγια, είναι κι αυτοί μέλη του ίδιου θιάσου,μασκοφόροι που περιφρονήθηκαν, συνένοχοι στην ίδια κοινωνική αμαρτία. Άρα,πόθεν πηγάζει αυτή η ανυποχώρητη ανάγκη για το θεαθήναι, για το πρόσχημα και όχιγια το σχήμα;

Η παροιμία λέει: «ξεβράκωτος βρακί 'βαλε, σ' όλον τον κόσμο το 'δειχνε». Όπερ σημαίνει ότι η αξία του προσώπουλειτουργεί αντανακλαστικά· αρκεί οι άλλοι να αναγνωρίσουν την υπόστασή μου κιας είναι αέρας. Αν η ζωή είναι ένα τίποτα και ο ντουνιάς ψεύτης, γιατί να μηντρυγήσουμε τα ξένα μάτια;

Οι κριτικοί του σνομπισμού έχουν αναλύσει σχοινοτενώς το «πειραγμένο» παιχνίδι της κοινωνικήςανωτερότητας. Περιφρονούμε τους άλλους από φόβο μήπως μας περιφρονήσουν,κατηγορούμε για να μην προλάβουν να μας κατηγορήσουν. Άλλωστε η συκοφαντία είναιζήτημα πρωτιάς: καταφερόμαστε εναντίον κάποιου για να μην προλάβει να μαςρωτήσει: Εσείς ποιος είστε; Ο τρόμος δεν αφορά τόσο τη φενάκη που φέρει οκαθένας στην κεφαλή, αλλά μήπως οι άλλοι υποψιαστούν την πραγματική τουμηδαμινότητα. Όλοι τείνουν προς τα πάνω, αλλά όσοι παραχρήμα απομένουν κάτωρεκάζουν και διαμαρτύρονται.

Όσο για την περίπτωση του ξεχωριστούατόμου που δεν αναγνωρίζεται, τα βάσανα είναι τα ίδια και διαφορετικά. Στημικρή κοινότητα που ζούσε ο Βίκο, όταν έγραψε το μεγάλο βιβλίο του, όχι μόνοδεν άκουσε την εύφημο μνεία, αλλά όλοι τον κοίταζαν καχύποπτα, τον απέφευγανκαι τον λοιδορούσαν. «Δημοσιεύοντας το έργο μου νομίζω ότι το έριξα στην έρημο.Αποφεύγω κάθε δημόσιο χώρο για να μη συναντήσω πρόσωπα στα οποία το έχωστείλει, κι αν τύχει και τα συναντήσω, τα χαιρετώ χωρίς να σταματήσω· διότι, όταντα συναντώ, δεν μου δείχνουν ούτε ένα αμυδρό σημάδι πως έλαβαν το βιβλίο μου,κι έτσι μου επιβεβαιώνουν την εντύπωση πως το έχω δημοσιεύσει σε μιαν έρημο».

Ο καβγάς γίνεται για το «αμυδρό σημάδι», για μια φιλική ριπή οφθαλμού. Αν έναισχυρό πρόσωπο σαν τον συγγραφέα της Νέαςεπιστήμης υπέφερε από τα μάτια των άλλων, τότε τι μπορούμε να πούμε για τηνκοινωνική συνάφεια που, σαν πολυκέφαλο τέρας, υποφέρει από τον εαυτό της,τρέμει την τιποτένια της ύπαρξη και ευχαρίστως την ανταλλάσσει με λογής λογήςμουτσούνες;