Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Λίστα Παραπόνων. Από τον Νικόλα Σεβαστάκη

«Πριν, ήταν καλύτερα». Μπορεί να μην ακούγεται στην επίσημη σκηνή, αλλά αυτή είναι η μουσική του 2016 σε πολλά μέρη του κόσμου.

Λίστα Παραπόνων. Από τον Νικόλα Σεβαστάκη

 

Οι άνθρωποι παραπονιούνται. Δεν διεκδικούν. Αντιμάχονται τη μία ή άλλη απώλεια, αλλά δεν προβάλλουν θετικούς στόχους. Αυτό, με λίγες λέξεις, είναι το ύφος της εποχής και το εσωτερικό της όριο. Στη Γαλλία, ας πούμε, γίνονται εδώ και καιρό συνεχείς απεργίες και κινητοποιήσεις και μέσα στο Euro. Όπως, όμως, έγραφε στο «L' Express» ο παλιός μου καθηγητής Φιλίπ Ρεϊνώ, όλο αυτό καμιά σχέση δεν έχει με τον Μάη του '68. Παρά τον θόρυβό του, είναι φαινόμενο μειοψηφικό και ο ορίζοντας των αιτημάτων του είναι περισσότερο η άρνηση της αλλαγής, όχι η διάθεση για αλλαγές.


«Πριν, ήταν καλύτερα». Μπορεί να μην ακούγεται στην επίσημη σκηνή, αλλά αυτή είναι η μουσική του 2016 σε πολλά μέρη του κόσμου. Τι άλλο μας λένε οι επιθυμίες φυγής από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η αναπόληση των μεγάλων ηγετών της εποχής Ντε Γκολ, η διαμάχη για τη διδασκαλία των αρχαίων, η νοσταλγία για το σχολείο που «τότε, τουλάχιστον, μαθαίναμε γράμματα»;


Καλύτερα, λοιπόν, από τώρα. Σε αυτό το βασικό αίσθημα αθροίζονται συμπάθειες και αντιπάθειες. Υψώνονται έτσι τα Ναι και τα Όχι, όπου ο καθένας μπορεί να βρει στέγη και να αισθανθεί πως είναι δίπλα σε άλλους. Λιγότερο μόνος «απέναντι» στον εχθρό που μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε.

Κλαιγόμαστε, αρπαζόμαστε με το καθετί, λέμε τον πόνο μας δημοσίως ή φτιάχνουμε και ξαναφτιάχνουμε λίστες ευχών και εχθρών. Ζούμε έτσι ένα πίσω-μπρος μεταξύ σπασμένης ουτοπίας και ρεαλισμών, μεταξύ της θολής ανάγκης για το καινούργιο και του φόβου για την ασύντακτη περιπέτεια.


Είναι, προφανώς, μια αμυντική-συντηρητική φάση. Της λείπει, σε μεγάλο βαθμό, το παραγωγικό στοιχείο, ενώ αφθονεί η αναπαραγωγή, η μιμητική διασπορά, το διαρκές σάμπλινγκ με ένα θραύσμα παλιάς μελωδίας από το Τριάντα ή το Εξήντα.


Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί με όρους πρωτότυπου και χλωμού αντίγραφου. Για παράδειγμα, οι ριζοσπαστισμοί-λαϊκισμοί της κρίσης μοιάζουν χλωμά αντίγραφα της εποχής των Επαναστάσεων. Μεταφέρουν, δηλαδή, λεξιλόγια, χειρονομίες, στυλ από τις ιστορικές εποχές των Επαναστάσεων στους δικούς μας καιρούς των εφήμερων εξεγέρσεων και των petitions on line.


Το παράπονο είναι ουσιαστικά η αμήχανη και κατά βάθος πτοημένη εκδοχή μιας απαίτησης. Δηλώνω την αντίθεσή μου γιατί δεν περνάω καλά, γιατί αισθάνομαι ότι τα πράγματα πάνε κατά διαόλου ή ότι κάποιος άλλος μου δυσκολεύει τη ζωή.


Πάντα, βέβαια, έτσι ήταν, ως ένα σημείο. Η φιλελεύθερη δημοκρατία, το κοινωνικό κράτος δικαίου και οι πιο προχωρημένες συλλογικές απόπειρες της πολιτικής δεν είχαν πάντα ξεκάθαρους, λογικούς στόχους. Εκτός από τους επαγγελματίες της ιδεολογίας, οι περισσότεροι άνθρωποι έμπαιναν σε μια ιστορία για απτούς, ιδιοτελείς και όχι τόσο ένδοξους λόγους. Για να «ζήσουν καλύτερα», όχι γιατί διάβασαν Διακηρύξεις των Δικαιωμάτων, μανιφέστα ή άρθρα φιλοσόφων.


Υπάρχουν, όμως, μεγάλες διαφορές στο σήμερα. Τώρα, συχνά αρχίζει και τελειώνει κανείς με το παράπονο, την οιμωγή και το βρίσιμο. Δυσκολεύεται πολύ να περάσει στο επόμενο βήμα, στη θετικότητα. Σαν να μη βρίσκουμε γλώσσα για το μέλλον, παρά μόνο για να υπογραμμίσουμε το αθετημένο, προδομένο, εξαπατημένο μας παρόν.


Αυτή είναι η μεγάλη αδυναμία της σημερινής στιγμής. Και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Κλαιγόμαστε, αρπαζόμαστε με το καθετί, λέμε τον πόνο μας δημοσίως ή φτιάχνουμε και ξαναφτιάχνουμε λίστες ευχών και εχθρών. Ζούμε έτσι ένα πίσω-μπρος μεταξύ σπασμένης ουτοπίας και ρεαλισμών, μεταξύ της θολής ανάγκης για το καινούργιο και του φόβου για την ασύντακτη περιπέτεια.


Γιατί, όμως, το μόνο συλλογικό πάθος που κερδίζει στη σημερινή Ευρώπη είναι ο εθνικισμός; Ίσως γιατί από τις απαρχές του στην Ιστορία ο εθνικισμός ήταν ένα «επιτυχημένο» πίσω-μπρος. Μπορούσε να πηγαινοέρχεται από τις ελίτ στη μάζα, από τους μορφωμένους στους αγράμματους, από τους νοσταλγούς των παραδοσιακών τρόπων στους εκσυγχρονιστές και αναμορφωτές. Από την πόλη στο χωριό.


Πάει κανείς προς τον εθνικισμό όταν δεν ξέρει πια τι να απαντήσει στο ερώτημα τι κοινωνία θέλει. Ή, όπως έλεγαν προφητικά τα τραυματισμένα λόγια του ποιητή:


Απ' το πρωί κοιτάζω προς τ' απάνω ένα πουλί καλύτερο

Απ' το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου¹

¹Μίλτος Σαχτούρης, «Η δύσκολη Κυριακή». Η Λησμονημένη.