Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Καθαρίζεται η ελληνική αστυνομία;

Η καταγγελία του ομοφοβικού περιστατικού ανοίγει ξανά την κουβέντα για τη προβληματική πλευρά της ελληνικής αστυνομίας

Καθαρίζεται η ελληνική αστυνομία;

Είσαι γυναίκα και περνάς μπροστά απ' τους παραταγμένους ρόμποκοπ της Χαριλάου Τρικούπη, του Αρχαιολογικού Μουσείου, της πλατείας Κολωνακίου. Από τη μια αισθάνεσαι ασφάλεια. Δεν είναι λίγες οι επιθέσεις που κατατρόμαξαν όσους θέλουν (πού ακούστηκε;) να περπατάνε με ακουστικά, να φιλιούνται στα σκοτεινά ή να κόβουν αφηρημένες βόλτες στο φαρ ουέστ της Αθήνας. Από την άλλη, αισθάνεσαι και μια ανάγκη να προσαρμόσεις τη συμπεριφορά σου. Να μην προκαλέσεις τους αστυνομικούς. Ένα σχόλιο, ένα βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω, ένα αστειάκι με τα φιλαράκια στη βάρδια, αρκεί για να βιώσεις ένα αίσθημα απειλής. Δεν θα σου κάνουν κάτι μάλλον, αλλά και πάλι.


Όταν κάποιος εκφράζεται με όμορφα διαλεγμένες φράσεις όπως «εδώ δες ένα καλό», «τι είσαι συ;» και τέτοια, είναι σημαντικό να εξετάζουμε ποιος μιλάει. Οι πολίτες έχουν, σε γενικές γραμμές, δικαίωμα να μιλάνε και να εκφράζονται, ακόμα και αν μας ενοχλούν οι λέξεις που επιλέγουν. Οι ένστολοι, την ώρα που φοράνε στολή, δεν είναι απλοί πολίτες. Είναι φορείς εξουσίας. Έτσι, έχουν υποχρέωση να αυτοπεριορίζονται. Το οριζόμενο απ' τον νόμο είναι το μοναδικό πιθανό σενάριο στη συμπεριφορά ενός αστυνομικού που επιτρέπεται να συμβαίνει, αλλιώς το όργανο αυθαιρετεί. Σε ένα κράτος δικαίου αυτό σημαίνει λογοδοσία μπροστά σε δικαιοδοτικά όργανα και πιθανή τιμωρία.

Όταν πολίτες αισθάνονται την ανάγκη να προσεγγίσουν την αστυνομία ως κάτι άλλο απ' αυτό που είναι, να υποκριθούν τους άντρες, τους μάγκες, τις χαζές, τους στρέιτ, τους περήφανα Έλληνες, όταν αισθάνονται ότι πρέπει να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στα κυρίαρχα ανδροκρατικά πρότυπα συμπεριφοράς για να ασκήσουν τα δικαιώματα τους, τότε ήδη υπάρχει πρόβλημα.

Έτσι, με αφορμή την καταγγελία για κουτουλιά, τρικλοποδιά και κάποιο «αστείο» από άντρακλες της Ασφάλειας προς δύο άντρες που περνούσαν χέρι χέρι μπροστά απ' το Μουσείο βίωσα ένα γλυκόπικρο συναίσθημα. Αφενός, οργή. Η επίθεση ήταν επίδειξη ισχύος από ένστολους άντρες προς δύο πολίτες. Αφετέρου, αισιοδοξία. Η υπόθεση έγινε γνωστή. Συζητήθηκε. Γίνεται έρευνα. Το ψάχνουν το ζήτημα. Θα μάθουμε, επιτέλους, τι συμβαίνει στους αστυνομικούς που δεν μπορούν να συγκρατήσουν το στόμα και τα πόδια τους στο θέαμα γυναικών και γκέι. Χάνουν τη δουλειά τους; Συνεχίζουν να φέρουν όπλο; Μετατίθενται κάπου με λιγότερους γκέι; Τους στέλνουν στην Κρήτη, ας πούμε;


Σε κάθε περίπτωση, η καταγγελία του περιστατικού ανοίγει μια κουβέντα για τη βρoμικη πλευρά της ελληνικής αστυνομίας. Μας κάνει να αναρωτιόμαστε κατά πόσο γνωστοποιείται στους αστυνομικούς ότι στη βάρδια τους γκέι, γυναίκες και τρανς ενδέχεται να τους ζητήσουν προστασία, να τους καταγγείλουν επιθέσεις, να απαιτήσουν να καταγραφούν περιστατικά ρατσιστικής βίας. Τους λέει κάποιος ότι όλες τους τις υπηρεσίες υποχρεούνται να τις προσφέρουν με απόλυτη τυπικότητα;

Όταν πολίτες αισθάνονται την ανάγκη να προσεγγίσουν την αστυνομία ως κάτι άλλο απ' αυτό που είναι, να υποκριθούν τους άντρες, τους μάγκες, τις χαζές, τους στρέιτ, τους περήφανα Έλληνες, όταν αισθάνονται ότι πρέπει να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στα κυρίαρχα ανδροκρατικά πρότυπα συμπεριφοράς για να ασκήσουν τα δικαιώματα τους, τότε ήδη υπάρχει πρόβλημα. Δίνεται στους ανθρώπους η εντύπωση πως ο νόμος δεν τους υπολογίζει, πως δεν χωράνε πουθενά και πως γι' αυτούς η κοινωνία δεν έχει επιφυλάξει κανέναν ασφαλή τόπο.

Οι άνθρωποι που έχουν υποφέρει όσο δεν πάει απ' την αστυνομία είναι οι τρανς. Τρανς γυναίκες που γίνονται σεξεργάτριες επειδή δεν βρίσκουν άλλες δουλειές, όταν θελήσουν να καταγγείλουν επιθέσεις που δέχονται στους δρόμους, περνάνε τόσο άσχημα στο αστυνομικό τμήμα που καταλήγουν απλώς να αποθαρρύνονται στις καταγγελίες τους και να θέλουν να ξεμπερδεύουν. Το ίδιο και όταν συλλαμβάνονται για παραβάσεις ή όταν ελέγχονται απ' την αστυνομία. Οι τύποι, που έχουν θεσπιστεί για να προστατεύουν απ' την αστυνομική αυθαιρεσία, μπαίνουν στην άκρη.

Αστειάκια, σχόλια, δήθεν κατά λάθος, για το φύλο του τρανς ανθρώπου, κράτηση σε υπερπλήρες κρατητήριο και ανέμελη αδιαφορία για τυχόν σεξουαλικές παρενοχλήσεις από συγκρατούμενους, βρισιές του στυλ «φρικιό», πονηριές, απαγορευμένες ερωτήσεις και, φυσικά, σκόπιμα εσφαλμένες αναφορές στο φύλο ανθρώπων που έχουν επαναπροσδιορίσει νομικά το ποιοι/ποιες είναι. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς είναι να αισθάνεσαι ότι πρέπει να αυτοπροστατευτείς στο αστυνομικό τμήμα.

 
Γιατί πρέπει να μας απασχολήσει αυτό το bullying ρουτίνας; Αν γεννήθηκες σε λάθος σώμα, αν επαναπροσδιόρισες το όνομα και το φύλο σου, αν πέρασες από εγχειρήσεις και βρήκες το θάρρος να πεις πως όχι, δεν θα ζήσεις ως κάτι που δεν είσαι, προφανώς δεν αρκεί ένας φρικτά ανίδεος αστυνομικός που θα σε πει «φρικιό» και «τέρας» για να σε φοβερίσει πραγματικά. Αλλά το θέμα έχει μια σοβαρή θεσμική διάσταση.


Κάτι σημαντικό παίζεται όταν η αστυνομία περιγελά τους τρανς, διδάσκει τους γκέι το all time classic ομοφοβικό χιτ «όλα καλά στο κρεβάτι σου, αλλά μην προκαλείς» και τεχνηέντως επιβάλλει στα κορίτσια μπροστά στα ΜΑΤ να είναι σούζα. Στο υβριστικό σχόλιο και στην κουτουλιά ενός αστυνομικού και, κυρίως, στην πειθαρχική και διαφανή αντιμετώπιση αυτών των ενεργημάτων παίζεται, λίγο πολύ, το εάν τη νομιμότητα την παίρνουμε στα σοβαρά.

Η εναλλακτική είναι να την έχουμε για ντεκόρ σε επιχειρήσεις-σκούπα. Ή κάτι σαν αθώο λεκτικό μοτίβο που «ντύνει» μονότονα τα σκληρά θεάματα καθαρισμού, μια ωραία λέξη που λέμε τέλος πάντων πριν ή μετά τα λόγια του αντιπροέδρου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Αστυνομικών περί εξαγνισμού απ' τα κοινωνικά σκουπίδια και την ανθρώπινη σκόνη του κέντρου.

*Το περιεχόμενο του κειμένου ωφελήθηκε από συζήτησή μου με την ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των τρανς ανθρώπων Μαρίνα Γαλανού.