Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

...Χειρών αδίκων

Μια χώρα σε κατάσταση πολιορκίας από διαρρήκτες και αυτοσχέδια κλεφτρόνια.

...Χειρών αδίκων

Πολλέςκαι τερπνές, τερπνότατες είναι οι μηχανέςπου στήνουν μέρα και νύχτα οι κάθε λογήςπαράνομοι που βγάζουν μεροκάματοεπωφελούμενοι από την αφέλεια και τημηδαμινή άμυνα των πολιτών. Συμμορίεςαρπάζουν αυτοκίνητα από ανύποπταζευγαράκια στην παραλιακή -με την απειλήόπλου πάντα- και κατόπιν διαπράττουνληστείες στην Ηλεία, όπου εγκαταλείπουνκαι τα κλεμμένα «τουτού». Στην εθνικήοδό συχνά είναι πια τα κρούσματαπειρατείας· οι εποχούμενοι πειρατέςσταματούν το διερχόμενο αυτοκίνητο μεκάποια έκτακτη δικαιολογία (έσκασετο αριστερό σας λάστιχο! 0 δρόμος είναικλειστός...) καιπάνω στην αναμπουμπούλα ασκούν κάποιαδιαβατική βία, αρπάζουν τσάντες καιόπου φύγει φύγει.

Σχετικάμε τις διαρρήξεις σπιτιών, οι τεχνικέςπαραμένουν παραδοσιακές, όσο κι αν ητεχνολογία ανανεώνει τις λύσεις πουβρίσκουν οι μπουκαδόροι. Κλειδαριές,μπάρες, σίδερα στα παράθυρα δεν προβάλλουνκαι μεγάλη αντίσταση. Κάθε μέτρο ασφαλείαςέχει το κρυφό του ελάττωμα. Το σίδεροπριονίζεται, η κλειδαριά «παγώνει» καισπάει, τα στόρια αποδεικνύονται «λάχανα».Είναι εύκολο πια, σκέτο παιχνιδάκι, ναμπουν οι κλέφτες νύχτα στην πολυκατοικία,να «κοιμίσουν» τους κοιμισμένουςένοικους που έχουν παραδοθεί στον ύπνοτου δικαίου και να κάνουν γερή καλάδασυν τα κλειδιά του αυτοκινήτου, πουκοιμάται σαν άλογο στην πυλωτή.

Ταεξοχικά, όπως ξέρουμε από το αστυνομικόδελτίο, τυγχάνουν ιδιαιτέρας μεταχειρίσεως.Το σπίτι είναι κατά κανόνα μαντρωμένο,εφοδιασμένο με σύστημα συναγερμού,θωρακισμένες πόρτες και τα παρόμοια.Εντούτοις, η δράκα των αλλοτριοφάγωνβρίσκει τρόπο όχι μόνο να πατήσει πόδιμέσα στο σπίτι αλλά συχνά να στήσειδράματα μπροστά σε γέρους και παιδιά.Οι ιδιοκτήτες -ενίοτε βγαίνουν και στηντηλεόραση- νιώθουν αίφνης αιχμάλωτοι,με συντετριμμένο κύρος, καθώς βρίσκονταιστο έλεος αγνώστων με άδηλες προθέσεις.Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι φτωχοίηλικιωμένοι -συνταξιούχοι, ξεχασμένεςγριές, ανάπηροι- που δέχονται επίθεσηστα καλά καθούμενα, τρώνε ξύλο και χάνουνβέβαια τις τελευταίες οικονομίες τους.Οι λαϊκές συνοικίες αποτελούν εύκολο«ψάρι» για τα αυτοσχέδια κλεφτρόνια,όπως άλλωστε και οι έξοδοι των τραπεζών:ο συνταξιούχος μπαίνει να εισπράξει τησύνταξή του και λίγους δρόμους παρακάτωτη χάνει επειδή του έτυχε το κακόσυναπάντημα.

Μιαστις τρεις γυναίκες έχει να διηγηθείκάποια ιστορία για τα «φτερά»πού έκανε ξαφνικά η τσάντα της. Έχουμεκαι λέμε: μηχανή περνάει δίπλα της καιξεκρεμάει την τσάντα· νεαρός κόβει τολουρί· άλλος τσαντάκιας, πιο αδέξιος,ρίχνει κάτω την ιδιοκτήτρια και τησέρνει στο πεζοδρόμιο. Τελευταία σπάζουντο τζάμι στα φανάρια και αφαιρούν τηνπολύτιμη λεία, που συνήθως βρίσκεταιστη θέση του συνεπιβάτη.

Όληαυτή η συμπτωματολογία καταλήγει στηνοργή των πολιτών και στη μικροπολιτικήκαζουιστική. Σωστό και αναμενόμενο.Μπορούμε ωστόσο να δούμε το φαινόμενο-παγκόσμιο κρούσμα που ιδιάζει στιςμεγάλες πόλεις- και σαν «πνευματικό»συμβάν. Διότι τι είναι οι μεγάλες πόλεις;Τερατώδεις οργανισμοί που αποσπάστηκαναρχικά από τη φύση και τις πρωτογενείςαξίες, για να βασιστούν στο χρήμα πουσυντηρεί ισοδυναμίες με όλα τα αγαθά,χωρίς να ταυτίζεται με κανένα από αυτά.Η πόλη, όπως λένε οι Γερμανοί, δεν είναιμόνο πνευματικό δημιούργημα, είναι καιπνευματικότητα του χρήματος που κυβερνάχάρη σε κάτι άψυχο που εμψυχώνει παραταύτατα πάντα. Το νόμισμα λειτουργεί ωςαφηρημένο τέχνασμα, κατηγορία του λόγουπου δεν έχει ουδεμία σχέση με τηνπραγματικότητα (όπως έχει το ένδυμα,για παράδειγμα, το φαγητό, το σπίτικ.λπ.).

Σεμια ερημιά, με ένα τσουβάλι λεφτά,πεθαίνεις από πείνα και από δίψα. Στηνπόλη, αντίθετα, αν έχεις λεφτά, έχεις ταπάντα. Ένα πάκο λεφτά -τα λένε καιπαλιόχαρτα- αντιπροσωπεύει την ποιητικήτης αστικής ζωής, το κρυφό αίμα τηςμητρόπολης, τον καρπό μιας σύνθετηςσκέψης που αφήνει τα αγαθά στη θέση τουςγια να κρατήσει τη συμβολική τουςισοδυναμία. Όταν λοιπόν ο εύποροςκάτοικος της πόλης έρχεται αντιμέτωποςμε το λωποδύτη, τον τοιχωρύχο και τοβαλαντιοτόμο κοιτάζονται στα μάτια καιανακαλύπτουν ότι μοιάζουν σαν δίδυμααδέλφια. Η συγγένειά τους είναι ιστορική,μεταφυσική θα λέγαμε, καθώς μοιράζονταιτην ίδια μοίρα, άσχετα αν η κοινωνικήλοταρία τούς έχει χωρίσει.

Οπρώην κλέφτης που «φτιάχτηκε» με άδηλαμέσα είναι η πιοχαρακτηριστική περίπτωση νομοταγούςπολίτη. Ξέρει από πρώτο χέρι ότι ο σκοπός,αν επιτευχθεί, θάβει τα άδικα μέσα.Αναγνωρίζει ότι η δικαιοσύνη δενεπιβάλλεται με την αστυνομία, αλλά μόνοαν ο καθένας έχει έναν αγαθό μπάτσο στησυνείδησή του που του απαγορεύει ναπαρανομήσει. Η ηθική, με άλλα λόγια,είναι κι αυτή μια αφαίρεση σαν το χρήμα,σαν το δίκαιο. Ισχύει όταν έχεις καιαπορρίπτεται όταν δεν έχεις. Τι μέλλειγενέσθαι λοιπόν μέσα σε μια Αθήνα πουδιαρκώς αυξάνει άναρχα τον πληθυσμότης, φιλοξενώντας στους κόλπους της τονακήρυχτο πόλεμο των κλεφτών;

Οιπιο φρόνιμοινοικοκυραίοι, όταν φεύγουν από το σπίτιτους, αφήνουν πάνω στο τραπέζι ένα κάποιοποσό και συχνά το γνωστό σημείωμα: «Πάρτεαυτά, μην κάνετε ζημιές». Οι έμπειροικλέφτες φρονούν ότι το ιδανικό για μιακοινωνία θα ήταν ο καθένας να κόβεινόμισμα μόνος του, να είναι νομισματοκόπος,να έχει τραπέζι που γίνεται «τράπεζα».Τυχαία μήπως η πλαστογραφία και ηπαραχάραξη διώκονται εμμανώς; Οιεγκληματικές πράξεις που διαβάζουμεκαθημερινά στο αστυνομικό δελτίομοιάζουν με πρόχειρα παραχαρακτών,παραστρατημένη βία που θέλει να κόψειδρόμο, ο θάνατός τους η ζωή μου. Και συχνάη φυλακή μου.