Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

H Eλλάδα ως φυλή, που δεν λέει τ' όνομά της. Από τον Νικόλα Σεβαστάκη

Όσο οι φυλές ήταν απλώς οι ομάδες μας, ήταν ανώδυνες - τώρα φανερώνουν την ηττημένη μας εσωστρέφεια, την έλλειψη οράματος, το χώσιμο του κεφαλιού μας στην άμμο

H Eλλάδα ως φυλή, που δεν λέει τ' όνομά της. Από τον Νικόλα Σεβαστάκη

Κάποτε, πριν από δεκαετίες, ένας Γάλλος κοινωνιολόγος, ο Μισέλ Μαφεσολί, έγραφε ότι ζούμε στην «εποχή των φυλών» και ότι, σε αντίθεση με την εικόνα μιας κοινωνίας που αποτελείται από ηδονιστικά και υπολογιστικά άτομα, αυτό που τελικά θέλγει τους συγχρόνους μας είναι η κοινότητα και το αίσθημα της ταυτότητας. Δεν έβλεπε έτσι να θριαμβεύει ο «νεοφιλελεύθερος» ατομικισμός, αλλά ένας μεταμοντέρνος παγανισμός που ενσαρκωνόταν σε νέα σχήματα κοινωνικότητας και ομαδικής ταύτισης. Οι σύγχρονοι άνθρωποι (έλεγε χοντρικά το επιχείρημα) αναζητούν νέες μορφές δέσμευσης και συλλογικές συγκινήσεις.


Αυτή ήταν βέβαια μία από τις συζητήσεις της δεκαετίας του '80 στη Γαλλία. Αλλά στην ελληνική πραγματικότητα εκείνης της εποχής η αναφορά στις «φυλές» δεν πέρασε στις κοινωνικές και πολιτικές αναλύσεις. Χώθηκε απλώς στα δημοσιογραφικά γραφεία με τα διάφορα ρεπορτάζ για τις φυλές της μόδας ή για τις μουσικές ταυτότητες. Και σιγά-σιγά εξαντλήθηκε κι αυτή, αφού πρόλαβε να κάνει μια τελευταία στάση με την έκρηξη του Ίντερνετ και των σόσιαλ μίντια.


Γιατί θυμήθηκα τώρα την αναφορά στις φυλές και τις σχετικές κουβέντες που ανακάλυψα γύρω στο 1987; Επειδή νομίζω ότι η εμπειρία των τελευταίων χρόνων, τα αλλεπάλληλα πολιτικά και οικονομικά σοκ, ξαναφέρνουν στην επιφάνεια την ιδέα της φυλής. Το σοκ των ανατροπών, από τις οικονομικές πτώσεις έως τις πολιτικές διαψεύσεις, ερεθίζει την επιθυμία για κλειστές μικρο-κοινωνίες και οχυρώσεις. Η ιδέα του καταφυγίου έρχεται να απαλύνει το άγχος του αποχωρισμού από τις βεβαιότητες των καιρών της ευημερίας.

Ο «δραχμισμός» υπαινίσσεται μια ζωή πιο δεμένη και περισσότερο αυτάρκη. Προβάλλει μια χώρα που θα βρεθεί (όπως λένε οι οπαδοί του) πιο κοντά στις «αληθινές της ανάγκες». Με άλλα λόγια, η Ελλάδα της δραχμής υπόσχεται εγγύτητα, αναγεννημένες γειτονιές, υπαρξιακή ηρεμία


Υποθέτω, λοιπόν, ότι ακόμα και η τακτική επανεμφάνιση της φιλολογίας για τη δραχμή και τη ζωή-με-δραχμή δεν είναι οικονομικό θέμα. Μόνο φαινομενικά αφορά την οικονομική πολιτική και τις επιλογές της. Περισσότερο έχει να κάνει με τη νοσταλγία για κάποια χαμένη ασφάλεια. Ο «δραχμισμός» υπαινίσσεται μια ζωή πιο δεμένη και περισσότερο αυτάρκη. Προβάλλει μια χώρα που θα βρεθεί (όπως λένε οι οπαδοί του) πιο κοντά στις «αληθινές της ανάγκες». Με άλλα λόγια, η Ελλάδα της δραχμής υπόσχεται εγγύτητα, αναγεννημένες γειτονιές, υπαρξιακή ηρεμία. Μετά το χάος της κρίσης και με την ενδεχόμενη κατάρρευση της κακιάς μητριάς Ευρώπης ανοίγεται, λοιπόν, η οδός της ευτυχίας: ένας δρόμος να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, τις δικές μας αξίες, το δικό μας αποτύπωμα στον κόσμο.


Θα πει κανείς πως κουβέντες σαν τις παραπάνω τις συναντάμε στη γενική κυκλοφορία, αλλά δεν τις υποστηρίζει κανείς σε πολιτικά προγράμματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει τίποτα. Συχνά οι επίσημες λέξεις δεν μετρούν όσο τα δημόσια συναισθήματα. Στην περιοχή βρασμού της κοινωνίας και των ατομικών προσδοκιών σχηματίζονται πια οι νέες νησίδες και τα φανταστικά τους καταφύγια: πάλι η ευλογημένη ελληνική οικογένεια, ο στενός κύκλος, οι «δικοί μας». Και φυσικά η Ελλάδα όχι ως σύγχρονο κράτος αλλά ως φυλή ριγμένη σε έναν εχθρικό κόσμο. Γλώσσα τυφλή στη γεωγραφία, όπως την τραγουδούσε κάποτε ο Διονύσης Σαββόπουλος.


Όπως συμβαίνει συχνά, πραγματικά γεγονότα και υπαρκτές εξελίξεις χρησιμεύουν για να στηθούν οι μύθοι. Για παράδειγμα, η αλλοπρόσαλλη και επικίνδυνη Τουρκία, η εκνευριστική αδράνεια και η δυσαρέσκεια που επικρατούν στους πληθυσμούς της Ευρώπης, η μεγάλη διασάλευση διακρατικών ισορροπιών και παραδοσιακών σχέσεων, όλα αυτά δείχνουν πραγματικά πως ζούμε τεκτονικές αλλαγές. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό που συμβαίνει, επομένως το ιδεολογικό χάος που εκλύεται δεν είναι παράξενο.

 
Αλλά από εδώ μέχρι την ιδέα πως η χώρα βρίσκεται περικυκλωμένη από εχθρούς είναι ένα μεγάλο βήμα. Πολλοί όμως δεν έχουν πρόβλημα να διασχίσουν την απόσταση που χωρίζει το γεγονός από τον μύθο και τη φυσιολογική ανησυχία από την πολιτική παράνοια.


Ωστόσο, ο πειρασμός για αναδίπλωση στη «φυλή» είναι δηλητήριο για κάθε κοινωνία που θέλει να είναι και να λογαριάζεται ανοιχτή. Προσφέρει ένα ανακουφιστικό υποκατάστατο αλληλεγγύης και συνοχής. Με τον ίδιο τρόπο που η καθήλωση στη μητρική αγκαλιά της οικογένειας δεν διορθώνει καθόλου το παράδειγμα κράτους που μας έτυχε: αφήνει απλώς το κράτος στην παρακμή του ως «αδιόρθωτου Δημόσιου».


Όσο οι φυλές ήταν απλώς οι ομάδες μας, ήταν ανώδυνες. Φανέρωναν τους τρόπους με τους οποίους μπορούσε κανείς να σμίγει με άλλους, να παθιάζεται και να μοιράζεται κάτι κοινό. Μένοντας, ενδεχομένως, λιγότερο μόνος στις αναζητήσεις του.


Τώρα όμως η φυλή έχει επιστρέψει ανάμεσά μας, χωρίς να λέει το όνομά της. Δεν είναι απλώς το ένα ή άλλο κουκούλι όπου παίρνουμε μια ανάσα από την περιρρέουσα πίεση. Είναι η ηττημένη εσωστρέφεια που διεκδικεί όλη τη χώρα. Ούτε όραμα, ούτε αυταπάτη, αλλά χώσιμο του κεφαλιού στην άμμο.


Ωστόσο, όταν κάποιος βλέπει την ίδια του τη χώρα ως φυλή περικυκλωμένη από έναν κόσμο-ζούγκλα, αναπολεί τα παλιά μεγαλεία. Και όχι μόνο τη δραχμή.