Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«Εσύ να τα βλέπεις, ρε, που τους ψήφισες». Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Όταν το πολιτικό γίνεται αβάσταχτα προσωπικό.

«Εσύ να τα βλέπεις, ρε, που τους ψήφισες». Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Το προσωπικό είναι πολιτικό, σύμφωνα με το γνωστό επαναστατικό/φεμινιστικό σλόγκαν, αγνώστου πατρός (ή μάλλον μητρός, κατά πάσα πιθανότητα) κι αυτό, όπως όλα τα μεγαλειώδη στην αφαίρεσή τους τσιτάτα που καταλήγουν πασπαρτού γενικής εφαρμογής στα χείλη πολιτικών ακτιβιστών πάσης φύσεως. Ισχύει και το αντίθετο όμως ή, τέλος πάντων, αυτή είναι η αίσθηση που επικρατεί εδώ και τόσο καιρό (και θα επικρατεί για πολύ καιρό ακόμα, ορατή λύση του δράματος δεν φαίνεται στον ορίζοντα – να ήταν μελόδραμα τουλάχιστον, εδώ μιλάμε για υστερικό ρεαλισμό), όσο η αμείλικτη πολιτική/οικονομική επικαιρότητα διαβρώνει την προσωπική, ιδιωτική ύπαρξη και την ατομική συμπεριφορά. Το πολιτικό γίνεται προσωπικό, ακόμα και για όσους πίστευαν ότι θα κυλήσει η ύπαρξη χωρίς τραυματικές εμπλοκές με τις παλινωδίες του πολιτικού συστήματος. Ας προσέχαμε, μας το έλεγαν από την εποχή ακόμα της «επίπλαστης ευδαιμονίας» κάποιοι πιο συνειδητοποιημένοι φίλοι ότι η μεταμοντέρνα αποστασιοποίηση και ο σολιψιστικός σχετικισμός αναπαράγουν την κυνική και αδιέξοδη λογική του ύστερου καπιταλισμού και δεν θα μας βγει σε καλό, αλλά ήμασταν μικροί και υπερβολικά «αυτο-απασχολούμενοι». Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού, αλλά η ζωή έχει τους τρόπους να σου θυμίζει (συνήθως διά της ξαφνικής απώλειας αυτών που θεωρούσαμε δεδομένα) ότι το μόνιμο είναι πάντα προσωρινό.

Τι παριστάνουμε, όμως, κρίνοντας με απόλυτη αυστηρότητα ο ένας τις αντιλήψεις και τα ιδεολογικά σκαλώματα του άλλου, τις πολιτικές πεποιθήσεις του, τέλος πάντων, σαν να πρόκειται για σοβαρά ελαττώματα χαρακτήρα;


Ακόμα και πολλοί, όμως, απ' όσους ανέκαθεν πίστευαν στα οδοφράγματα και στα ριζοσπαστικά κινήματα ως μέσο αντίστασης, ενώ φάνηκαν να δικαιώνονται από τη διεθνή τροπή των πραγμάτων, υπέκυψαν τελικά υπό το βάρος των περιστάσεων στην απογοήτευση (στην απομάγευση ενός ένδοξου, αριστερού ιδεώδους) και στην εσωστρέφεια, αρνούμενοι να απολογηθούν για τη συμπεριφορά ενός κομματικού φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που βρέθηκε στην εξουσία και από προχθές, εκτός των άλλων ατυχών εμπνεύσεων και επιλογών του, βρίσκεται υπόλογος για ενίσχυση της σκληρής, πλην «αναγκαίας» πολιτικής των προκατόχων του. Και πώς να απαντήσεις όταν σε εγκαλούν τακτικά πλέον στο πλαίσιο του καθημερινού discourse, επειδή ψήφισες κάτι που νόμιζες (έστω και καιροσκοπικά, στοιχηματικά, ως χαρτοπαικτικό ρίσκο) ότι μπορεί ν' ανακατέψει την τράπουλα, και πάνω στο μπάχαλο, στο πλαίσιο μάλιστα μιας εξαιρετικά εύθραυστης και απρόβλεπτης διεθνούς (και κυρίως ευρωπαϊκής) συγκυρίας, θα προκύψει κάποιου είδους επίλυση; «Εσείς να τα βλέπετε που τους ψηφίσατε, εμείς σας τα λέγαμε και μας αποκαλούσατε γερμανοτσολιάδες». «Και τι ήθελες να ψηφίσουμε δηλαδή; Τον Μεϊμαράκη;». Αυτά είναι αποσπάσματα τυπικών διαλόγων που λαμβάνουν χώρα ακόμα κι αυτήν τη στιγμή παντού ανά την ελληνική επικράτεια.

Έχει καταντήσει να φαίνεται σχεδόν αδύνατο (άσκοπο, άκαιρο, άτολμο, εσωστρεφές) να γράψει κανείς για οτιδήποτε άλλο εκτός από την τελματώδη κατάσταση την οποία βιώνουμε και να αποφύγει να εμπλακεί στις έντονες ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις που διεξάγονται καθημερινά σαν να έχει κολλήσει η βελόνα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μοιάζουν με ψηφιακό τρελάδικο πολυτελείας, όπου όλοι λένε (και γράφουν) τα ίδια και τα ίδια, και ουκ έσται τέλος. Τι παριστάνουμε, όμως, κρίνοντας με απόλυτη αυστηρότητα ο ένας τις αντιλήψεις και τα ιδεολογικά σκαλώματα του άλλου, τις πολιτικές πεποιθήσεις του, τέλος πάντων, σαν να πρόκειται για σοβαρά ελαττώματα χαρακτήρα; Το βέβαιο είναι ότι η ευκολία σύστασης λαϊκών δικαστηρίων με συνοπτικές διαδικασίες δεν χαρακτηρίζει μόνο το αριστερό θυμικό – έχει βαρεθεί κανείς να ακούει και να διαβάζει για ελικόπτερα που θα απογειωθούν νύχτα, όπως στην πανικόβλητη αποχώρηση των τελευταίων Αμερικανών αξιωματούχων από τη Σαϊγκόν (αυτή η εικόνα από το σινεμά και τα επίκαιρα της εποχής μού έρχεται στο μυαλό όποτε διαβάζω τέτοια). Εγκαταλείψαμε, δηλαδή, την κυνική αποστασιοποίηση για να πέσουμε στη λούμπα της καταγγελίας, της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού. Δεν μπορεί, πρέπει να υπάρχει κι άλλος δρόμος. Εκτός κι αν πρέπει πρώτα να περάσουμε όλοι μια βαριά «απομάγευση» των πεποιθήσεών μας, όπως αλληγορικά λέει κι ένας από τους χαρακτήρες (πρώην ριζοσπάστης και νυν φορέας μιας πιο μετριοπαθούς, αλλά ασυμβίβαστης αριστεροσύνης) του πιο πρόσφατου μυθιστορήματος του Τζόναθαν Λέθεμ, Dissident Gardens, με φόντο τους καημούς του αμερικανικού ριζοσπαστικού κινήματος, από το Κομμουνιστικό Κόμμα του Μεσοπολέμου ως την αντικουλτούρα και τη σύγχρονη γενιά του κινήματος Occupy: «Για να ανακαλύψεις τον εαυτό σου και τι είναι πραγματικά σημαντικό, έπρεπε πρώτα να περάσεις από το πρίσμα του παραμυθιού –διαδικασία στην οποία υπόκειται υποχρεωτικά κάθε άνθρωπος, άντρας και γυναίκα– που λέει ότι υπάρχει δήθεν κάποιος ή κάποια εκεί έξω στο δάσος του κόσμου που θα αγαπήσεις και θα ζήσετε μαζί για πάντα».