Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο «Bambi» γίνεται εβδομήντα πέντε ετών

Το αξιαγάπητο ελαφάκι της Ντίσνεϊ μεγάλωσε γενιές και γενιές παιδιών σε εποχές που τα παιδικά δεν φοβόντουσαν να είναι παιδικά

Ο «Bambi» γίνεται εβδομήντα πέντε ετών

Στις 8 Αυγούστου του 1942 το «Bambi» της Ντίσνεϊ κυκλοφόρησε στις αμερικανικές αίθουσες. Έχει γενέθλια, λοιπόν, σήμερα το αξιαγάπητο αυτό ελαφάκι, κλείνει τα εβδομήντα πέντε του κι έρχεται για να μας θυμίσει μια περίοδο κατά την οποία τα παιδικά δεν φοβόντουσαν να είναι παιδικά. Μη με παρεξηγείτε, βρίσκω αξιοθαύμαστο αυτό που κάνει η Pixar, που απευθύνεται άμεσα σε σένα, τον ενήλικα, χωρίς να παραμελεί ποτέ τον λιλιπούτειο θεατή της, κάνει όμως κινούμενα σχέδια για «μικρομέγαλα» παιδιά. Τα άλλα, στα οποία αναφέρομαι, στοχεύουν απευθείας στους μπόμπιρες, ποντάρουν στα ζωηρά χρώματα, στην καλόγουστη σαχλαμάρα και τα παιχνιδιάρικα ηχητικά εφέ δεν έχουν εξεζητημένη πλοκή και πριμοδοτούν ένα στοιχείο σύμφυτο με την παιδική ηλικία, αυτό της εξερεύνησης του περιβάλλοντα χώρου. Εκείνο που τα κάνει ελκυστικά για τον ενήλικα είναι πως τον αναγκάζουν να τα παρακολουθήσει, τοποθετώντας εαυτόν στη θέση του ανήλικου θεατή, κι έτσι τον στέλνουν πολλά, πολλά χρόνια πίσω, με (πάντα ευπρόσδεκτο) κίνδυνο να χτυπήσουν ευαίσθητες χορδές και να πέσει το δάκρυ κορόμηλο. Τέτοιο παιδικό είναι και το «Bambi». Που το παρακολουθείς και πιάνεις τον εξάχρονο εαυτό σου, που έσκαψες ανάμεσα σε οκάδες εργασιακών υποχρεώσεων και προγραμματισμένων συναντήσεων για να τον ανασύρεις, να σου κάνει ερωτήσεις του τύπου «γιατί ο Θάμπερ −που θες να τον ζουπήξεις, έτσι χαριτωμένος και αφράτος που είναι− χτυπάει διαρκώς το πατουσάκι του στο χώμα;» ή «θα καταφέρει να πηδήξει τον κορμό, χωρίς να σκουντουφλήσει ο Μπάμπι;» ή ακόμα «πού είναι η μαμά του Μπάμπι, τι της συνέβη;» και καλείσαι να του απαντήσεις πατρικά, καθιστώντας την προβολή σωστή ψυχαναλυτική συνεδρία.

Αυτό που κάνει τις κλασικές (πια) ταινίες της Ντίσνεϊ να ξεχωρίζουν είναι που ακολουθούν το παράδειγμα των σπουδαιότερων παραμυθάδων και δεν φοβούνται να γίνουν σκοτεινές, να εκθέσουν το παιδί σε επώδυνα στοιχεία της πραγματικότητας, ορθά θεωρώντας πως μια πρώτη γνωριμία του με τη σκληρή πλευρά της ζωής συνάδει, στον βαθμό που δεν του στερεί την παιδικότητά του, με τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα που μια καλή παιδική ταινία οφείλει να έχει. Έτσι, το «Bambi» θα φέρει τον πιτσιρικά σε μια πρώτη επαφή με ιδέες όπως το πέρασμα του χρόνου, ο θάνατος και η απώλεια που τον συνοδεύει, η σεξουαλική αφύπνιση και ο παρεπόμενος ερωτικός ανταγωνισμός και ο κύκλος της ζωής, συστήνοντάς τες με τρόπο απλό, ξεκάθαρο και συμβατό με την ηλικία του.


Τώρα, ποιος μπορεί να είναι ο παιδαγωγικός αντίκτυπος και η λειτουργικότητα μιας ταινίας τόσο απλής, όπως το «Bambi», σε έναν πιτσιρικά που μεγαλώνει σε έναν σύνθετο ψηφιακό κόσμο δεν το γνωρίζω. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά πόσο αποτελεσματικές παιδαγωγικά μπορεί να είναι σήμερα αυτές οι ταινίες της Ντίσνεϊ. Πάντως, εμείς που μεγαλώσαμε μαζί τους, δεν τα πήγαμε και τόσο άσχημα. Ελπίζω!

 

O Mπάμπι στον πάγο