Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Η συναρπαστικη ζωή της Μαρίας Μπέικου, όπως την είχε αφηγηθεί στη LifO

Ένοπλη αντάρτισσα, παραγωγός στο ραδιόφωνο της Μόσχας, κουμπάρα και συνεργάτης του Ταρκόφσκι. Γεννήθηκε στην Ιστιαία Ευβοίας, ζούσε στην Κυψέλη. Αυτή είναι μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που είχε δώσει πριν πεθάνει στις 28 Μαρτίου του 2011

Η συναρπαστικη ζωή της Μαρίας Μπέικου, όπως την είχε αφηγηθεί στη LifO

#quote#

Γεννήθηκα στην Ιστιαία Ευβοίας το 1925. Ο πατέρας μου είχε παντοπωλείο, «Αντώνιος Φέρλας και ΣΙΑ» έγραφε η ταμπέλα. Αυτό το «και ΣΙΑ» μου είχε μείνει. Ρωτούσα κάθε τόσο τι σημαίνει.

Θυμάμαι τη γιαγιά μου που έτρεχε συνέχεια από πίσω μου για να με γλιτώσει από τις κακοτοπιές. Όταν πέθανε -ήμουν περίπου πέντε ετών- με πήραν από το σπίτι. Το ίδιο βράδυ την είδα στον ύπνο μου. Ήταν σε μια λατέρνα, το πρόσωπό της όμως ήταν ζωντανό, με τη μαντήλα που έβαζε. Σαν να κουνιόταν. Μου λέει «Μαράκι μου να έχεις υπόψη σου ότι θα είμαι πάντα μαζί σου». Αυτή είναι η πιο έντονη εικόνα που έχω από την παιδική μου ηλικία. Δεν την ξανάδα ποτέ στον ύπνο μου και γενικά δεν έβλεπα όνειρα στη ζωή μου.

Ήμουν φιλάσθενη και με υπερπροστάτευαν στο σπίτι. Δεν πήγαινα πουθενά χωρίς τον αδελφό μου, τον Γιάννη. Είναι χαρακτηριστικό ότι αποφάσιζαν πάντα η μητέρα μου και ο Γιάννης για μένα, ακόμη και για τα ρούχα που θα φορούσα.

Όταν μας επιτέθηκαν οι Ιταλοί, ήμουν στο Γυμνάσιο. Αποφάσισε η τάξη μου να στεφανώσουμε το ηρώον στην πλατεία. Μας κυνήγησαν όμως οι Ιταλοί και από τότε αρχίσαμε να αντιδρούμε. Ξαφνικά, σήκωσα κεφάλι και δεν έλεγα πού πάω. Αρχίσαμε να οργανωνόμαστε στην Αλληλεγγύη, ενώ ήδη απέναντι, στη Ρούμελη, είχε αρχίσει το αντάρτικο. Πήγαινα σχολείο και παράλληλα δούλευα στην ΕΠΟΝ, μάζευα υλικό και έστελνα στους αντάρτες, μιλούσα στα χωριά, εξηγούσα στον κόσμο τι συμβαίνει και τον καλούσα να βοηθήσει. Δεν ήμουν καν 17 ετών ακόμα.

Εφηβικοί έρωτες; Α πα πα πα, ήταν απαγορευμενός καρπός. Πρώτον, ήμουν συνέχεια με τον αδελφό μου και ούτε που το σκέφτηκα. Δεύτερον, υπήρχε χώρος μόνο για την οργάνωση.

Όταν τέλειωσα το Γυμνάσιο, ήρθα στην Αθήνα. Είχαν αποφασίσει να σπουδάσω Ιατρική. Ο αδελφός μου ήταν ήδη εδώ. Τη μέρα που έφτασα στο σταθμό ήταν άφαντος. Κατάφερα να φτάσω στο σπίτι και έμαθα πως τον είχαν συλλάβει, ήταν στις Φυλακές Χατζηκώστα. Ευτυχώς, ήξερα πού να πάω για να «συνδεθώ» με την ΕΠΟΝ. Πήγα στο Χημείο και εκεί βρήκα τον Λεωνίδα Κύρκο που με φρόντισε.

Όταν έμαθε ο πατέρας για τον αδελφό μου ήρθε στην Αθήνα. Έφερε λάδι, λίρες, χρησιμοποίησε κάτι γνωριμίες και γλίτωσε τον αδελφό μου. Τη μέρα που άφησαν ελεύθερο τον αδελφό μου ήμουν τόσο καταβεβλημένη που κατέρρευσα. Νοσηλεύτηκα μια εβδομάδα μέχρι που ήρθε ο πατέρας, μας πήρε, και γυρίσαμε στην Ιστιαία.

Γύρισα στο χωριό, όμως δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Είχα μάθει για την ομάδα ανταρτισσών στη 13η Μεραρχία του ΕΛΑΣ στο Καρπενήσι και ήθελα να πάω. Πλαστογράφησα την υπογραφή του πατέρα μου και έφυγα για το αντάρτικο. Δεν ήμουν 19 χρονών ακόμα. Μαζί μου ήταν η Θύελλα, η Κούλα Ντάνου και άλλα κορίτσια που πολεμούσαν ισότιμα με τους άντρες. Πήραμε όρκο πως δεν θα υπάρξει καμία ερωτική επαφή με τα αγόρια μέχρι να ελευθερωθούμε.

Υπήρχε στρατιωτική πειθαρχία, γυρίζαμε με τα όπλα. Ποιο είναι το στόλισμα κάθε κοπέλας; Τα μαλλιά της. Στο αντάρτικο όμως τα μαλλιά ήταν πρόβλημα, δεν είχαμε τα μέσα για να τα περιποιηθούμε. Γι' αυτό, είχα την ιδέα να τα κάνουμε κοτσίδες. Τα πλέξαμε και είπαμε πως θα τα κόψουμε τη μέρα που θα απελευθερωθούμε.

Δεν προλάβαμε να θριαμβολογήσουμε για τη νίκη μας. Ξέσπασαν τα Δεκεμβριανά. Ζούσαμε κυνηγημένοι από τους Εγγλέζους, που δεν χρησιμοποιούσαν βόμβες αλλά οπλοπολυβόλα. Μέχρι που έγινε η Βάρκιζα και παραδώσαμε τα όπλα. Έκλαιγα πολύ. Ήταν διαταγή, έπρεπε να παραδώσω τα όπλα μου, όμως μου φαινόταν ακατανόητο. Τότε ήταν που μου έκανε πρόταση γάμου ο Γεωργούλας Μπέικος. Ήταν υπεύθυνος διαφώτισης της μεραρχίας, υπήρχε πάντα ένα σκίρτημα μεταξύ μας, εκδηλώθηκε όμως μονάχα τότε.

Έπρεπε να τον πάω στο χωριό, να τον δουν οι δικοί μου. Φτάνοντας, είδα τους γονείς μου να κάθονται στο τζάκι. Έτρεξα επάνω τους, δεν τους είχα δει από τότε που πέρασα στο Καρπενήσι. Άλλα δάκρυα εκεί. Εγώ μεγάλωσα, ψήλωσα στον ΕΛΑΣ, έγινα κοπέλα, ενώ όταν έφυγα από το σπίτι ήμουν καχεκτική. Στο βουνό όμως όλα μου πέρασαν, γιατρεύτηκα. Το ίδιο βράδυ, όταν έφυγα από το σπίτι, πήγαν και με ζήτησαν για να με συλλάβουν.

Η συζυγική μου ζωή ήταν έξι μήνες. Παντρεύτηκα το Νοέμβριο του 1945 και τον Απρίλιο συνέλαβαν τον Γεωργούλα. Τον έφεραν στην Αθήνα και τον πέρασαν από δίκη. Κατέβηκα και εγώ και άρχισα την παράνομη ζωή. Δεν είχα πού να μείνω, αρρώστησα με φυματίωση, πέρασα τα πάνδεινα. Ο Γεωργούλας έλεγε ότι κινδυνεύω, έπρεπε να φύγω. Και έτσι πήγα στο Δημοκρατικό Στρατό, ήταν η μόνη διέξοδος. Η απόφαση να πάω στον ΕΛΑΣ ήταν επίθεση, στο Δημοκρατικό Στρατό άμυνα.

Όταν υποστήκαμε την ήττα, φύγαμε μέσω Αλβανίας για τη Ρωσία. Εξακόσια άτομα μοιρασμένα σε δυο αμπάρια και εγώ να προσπαθώ να ησυχάσω τις γυναίκες που έκλαιγαν και ήθελαν να γυρίσουν πίσω. Φτάσαμε στην Τασκένδη και ήμουν ένα ηθικό κουρέλι.

Με έβαλαν να σπουδάσω στο Ινστιτούτο Υδροηλεκτρικών Σταθμών - και μόνο που το άκουγα ανατρίχιαζα. Ξαφνικά, με φώναξαν να διαβάσω ένα κείμενο και λίγες μέρες μετά μου είπαν ότι τους άρεσε η φωνή μου και έφυγα για τη Μόσχα. Ήταν το 1952.

Εργάστηκα στο ραδιοσταθμό της Μόσχας. Μαζί με ένα σύντροφο εκφωνητή είχαμε εκπομπή διάρκειας 3,5 ωρών. Εδώ Μόσχα... Εκεί πήρα ένα γράμμα από τον Γεωργούλα και έμαθα ότι τον έχουν καταδικάσει σε θάνατο - ήδη είχε μεταβληθεί η ποινή του σε ισόβια, αλλά δεν το γνώριζα.

Το 1953 άρχισα να σπουδάζω στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Ήμασταν 15 μαθητές στην τάξη, ανάμεσά του και ο Αντρέι Ταρκόφσκι. Την πρώτη φορά έπρεπε να πούμε δυο κουβέντες για τον εαυτό μας. Όταν μίλησα, έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό και ‘πέσαν όλοι πάνω μου. Όμως κόλλησα αμέσως με τον Αντρέι. Στο τρίτο έτος που έπρεπε να κάνουμε 100 μέτρα φιλμ για εργασία, μου πρότεινε ο Ταρκόφσκι να γυρίσουμε μαζί με ένα συμφοιτητή ένα διήγημα του Χέμινγουεϊ. Έτσι γυρίστηκαν οι Φονιάδες.

Η Μαρίνα Μπέικου με τον Αντρέι Ταρκόφσκι.

Ήταν μεγαλοφυΐα ο Αντρέι, κρεμόσουν από τα χείλη του. Εγώ του έκανα πάντα κριτική και με άκουγε. Είχα μια σχέση σχεδόν καρμική με τη γυναίκα του, την Ίρμα, βάφτισα το γιο τους. Τη λάτρευε την Ίρμα, γι' αυτό ποτέ δεν δέχτηκα το δεύτερο γάμο του. Μιλούσαμε συχνά στο τηλέφωνο και μου είχε υποσχεθεί πως μόλις τελειώσει τη Θυσία θα έρθει στην Αθήνα. Δεν τα κατάφερε όμως.

Τον Δεκέμβριο του 1959 ο Γεωργούλας βγήκε από τη φυλακή και το 1961 ήρθε με διαπίστευση της «Αυγής» στη Μόσχα. Βρεθήκαμε μετά από 16 χρόνια. Το 1975, επί Καραμανλή, ήρθα στην Αθήνα για να πάρω ιθαγένεια αλλά με ταλαιπώρησαν επί έξι μήνες, δεν μου την έδινα. Τότε έχασα τον Γεωργούλα.

Ήταν η πιο δραματική στιγμή στη ζωή μου. Ήταν ασύλληπτο να μεταφέρω την τέφρα στα χέρια μου. Δεν ήθελα να ζήσω.

Πίσω στην Αθήνα, δούλεψα 25 ώρες το 24ωρο, με συγκροτήματα, στη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια, στο Μέγαρο Μουσικής, στην Εθνική Πινακοθήκη. Τώρα παίζω στο Μαζάουερ του Χάινερ Μύλλερ. Είμαι σχεδόν ο κατήγορος.

Έχω άγχος για την παράσταση. Απορείτε; Ε, πως, δεν είναι εύκολο.

Έχω οργή. Οργή εναντίον του συστήματος που υπήρχε και δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να επαναληφθούν αυτά που έγιναν. Αγαπώ απέραντα αυτήν τη χώρα και τώρα, αν χρειαστεί, θα δώσω το αίμα μου. Θέλω οι νέοι μας να μάθουν την ιστορία μας, να μαθαίνουν και τη νεότερη ιστορία.