Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Γιώργος Λεονταρίτης

Διακρίθηκε ως ρεπόρτερ, πολιτικός συντάκτης και αρθρογράφος.

Γιώργος Λεονταρίτης

Διακρίθηκε ως ρεπόρτερ, πολιτικός συντάκτης και αρθρογράφος σε χρόνια δύσκολα και ηρωικά για τη δημοσιογραφία, ιδιαίτερα την αριστερή, εφόσον οι εργαζόμενοι εκεί ήταν «οιoνεί παράνομοι». Αυτές του ακριβώς τις εμπειρίες εξιστορεί στο δοκίμιο «Η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία της Αριστεράς» (εκδόσεις Άγρα).


Το διαβάζεις απνευστί, σαν ένα γοητευτικό αφήγημα με εντελώς πραγματικούς χαρακτήρες, καταστάσεις και γεγονότα, που, πέρα από το ιστορικό ενδιαφέρον, αποτυπώνει συγκινητικά το κλίμα μιας ολόκληρης εποχής: «Νέοι εμείς τότε, ευτυχήσαμε να δουλεύουμε δίπλα στα ίδια γραφεία με μεγάλες μορφές του πνευματικού κόσμου της Αριστεράς... απολαμβάναμε το ζωντανό χειρόγραφο και τη μαγεία του τυπογραφείου, με τα μελάνια και τη μουντζούρα... κι ένιωθες μια θαλπωρή όταν στις φάμπρικες, στα γιαπιά, στις φτωχογειτονιές, που τις έδερνε ο άνεμος, και στα λιμάνια, μέσα στον εργατόκοσμο, σε αγκάλιαζαν με στοργή, γιατί ήσουν ο δημοσιογράφος που έφερνε στην επιφάνεια τη φωνή και τα πάθη των "κολασμένων της Γης"». Ζωντανός «θησαυρός γνώσεων», μας κέρδισε με τη σεμνότητα, την αρχοντιά καθώς και τη διεισδυτική, αλλά ταυτόχρονα ψύχραιμη ματιά στα πράγματα, που χαρακτηρίζει συνολικά το συγγραφικό του έργο. Έκανε πολλές ενδιαφέρουσες συγκρίσεις του τότε Τύπου με τον σημερινό, σημείωσε πόσο η ανθρώπινη κρίση ωριμάζει με τα χρόνια και μας παρακίνησε να διαβάζουμε περισσότερη ποίηση.

Για να γίνεις συντάκτης έπρεπε να γράφεις γρήγορα και αλάνθαστα, εφόσον βέβαια δεν υπήρχαν υπολογιστές, πληκτρολόγια, αυτόματοι διορθωτές κ.λπ., ενώ και οι γραφομηχανές σπάνιζαν. Ο αρχισυντάκτης σού μουντζούρωνε το γραπτό μία, δύο φορές, την τρίτη σε έστελνε σπίτι σου... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
  • Το δημοσιογραφικό «μικρόβιο» το είχα από μικρός. Αγαπούσα πολύ το επάγγελμα και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να βρεθώ σε κάποια εφημερίδα. Με γοήτευαν ξεχωριστές πένες, όπως ο Βουρνάς, ο Λειβαδίτης, ο Σταύρου, ο Χαΐνογλου, άνθρωποι με λαμπρή θητεία στη δημοσιογραφία και στην Αριστερά – ήθελα να τους μοιάσω. Αριστερός ήμουν κι εγώ ιδεολογικά κι ας μην είχα ενταχθεί κάπου. Η προσωπική μου γνωριμία με τον Τάσο Βουρνά με έφερε, εν τέλει, το 1965 στο κατώφλι της «Αυγής» και της «Δημοκρατικής Αλλαγής». Κατέληξα στη δεύτερη, γιατί μου είπε ότι «εκεί έχει πιο νεανικό περιβάλλον, θα σου ταιριάζει καλύτερα!». Έτσι πήρα τον δρόμο μου σε ηλικία 22 ετών. Τα γραφεία της «Δημοκρατικής Αλλαγής» βρίσκονταν γωνία Ομήρου και Σταδίου, ακριβώς κάτω από την Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών. Τα όργανα μας ήξεραν έναν-έναν σε μια εποχή που ήταν ρίσκο να εργάζεσαι σε αριστερά έντυπα, κι ας κυκλοφορούσαν νόμιμα.

Τότε, ακόμα και ο απλός αναγνώστης έπρεπε να κρύβει την εφημερίδα του από αδιάκριτα μάτια. Ο ίδιος ο περιπτεράς σ' την έδινε διπλωμένη ανάποδα, να μη φαίνεται ο τίτλος, γιατί καραδοκούσε ο χαφιές ή ο αστυνόμος που θα μπορούσε να ζητήσει τα στοιχεία σου, να σε πάει στο τμήμα, να σε φακελώσει, τέτοια!

  • Υπήρχαν τότε στον Τύπο προσωπικότητες που προκαλούσαν δέος με τις γνώσεις, την οξύνοια και την ποιότητα της γραφής τους. Για να σε κάνουν αρχισυντάκτη π.χ. έπρεπε να ήσουν κάποιος σπουδαίος, δεν γινόταν ο οποιοσδήποτε. Για να γίνεις συντάκτης έπρεπε να γράφεις γρήγορα και αλάνθαστα, εφόσον βέβαια δεν υπήρχαν υπολογιστές, πληκτρολόγια, αυτόματοι διορθωτές κ.λπ., ενώ και οι γραφομηχανές σπάνιζαν. Ο αρχισυντάκτης σού μουντζούρωνε το γραπτό μία, δύο φορές, την τρίτη σε έστελνε σπίτι σου. Περνούσε, δε, καιρός προτού σου επιτρέψουν να υπογράψεις κείμενο. Χρειαζόταν, ακόμα, να διαθέτεις πραγματικό πάθος για τη δουλειά, γιατί βέβαια ούτε ωράρια, ούτε ρεπά, ούτε άδειες υπήρχαν ουσιαστικά. Αρχικά, δούλευες κιόλας τσάμπα, ως μαθητεία. Αν σε βάζανε στο μισθολόγιο, έκανες πάρτι! Άπαξ, όμως, και γινόταν αυτό, ρίζωνες. Οι μισθοί ήταν μικροί, αλλά σταθεροί, απολύσεις και περικοπές δεν γίνονταν, εκτός πια κι αποδεικνυόσουν άχρηστος.
  • Σήμερα οι αριστεροί δημοσιογράφοι βρίσκουν ανοιχτές πόρτες, τους σέβονται και τους περιποιούν τιμή, πράγματα αδιανόητα για μας. Τότε, ακόμα και ο απλός αναγνώστης έπρεπε να κρύβει την εφημερίδα του από αδιάκριτα μάτια. Ο ίδιος ο περιπτεράς σ' την έδινε διπλωμένη ανάποδα, να μη φαίνεται ο τίτλος, γιατί καραδοκούσε ο χαφιές ή ο αστυνόμος που θα μπορούσε να ζητήσει τα στοιχεία σου, να σε πάει στο τμήμα, να σε φακελώσει, τέτοια! Οι συντάκτες εργαζόμασταν σχεδόν σε συνθήκες παρανομίας. Γι' αυτό και η Αριστερά χρειαζόταν συνετούς, μυαλωμένους, αποφασισμένους ανθρώπους, που να μπορούν να κινούνται σε μια όλο αγκάθια ατραπό, όπου εύκολα μάτωνες. Χάρη στη φωτισμένη προσωπικότητα του Γιάννη Πασαλίδη κατάφερε, άλλωστε, και η ΕΔΑ, παρά τις διώξεις και την τρομοκρατία, να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση το '58.

Το μεγάλο κακό με τη σημερινή δημοσιογραφία είναι ότι σε πολλά ΜΜΕ δίνονται άνωθεν κατευθύνσεις. Ασκείται μια δικτατορία σε χρυσόχαρτο.... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
  • Δεν υπήρχε, ωστόσο, στον Τύπο γενικότερα το φαινόμενο μεγάλοι επιχειρηματίες να αποκτούν κάποια εφημερίδα, ώστε να εξυπηρετήσουν καταρχάς τα δικά τους συμφέροντα. Οι εκδότες ήταν οι ίδιοι «ψημένοι» δημοσιογράφοι και ζούσαν για τις εφημερίδες τους. Άγνωστη ήταν, ακόμα, η έννοια του δημοσιογράφου-σταρ. Γνωστό και δημοφιλή σε έκαναν η ποιότητα της δουλειάς σου και η απήχησή της στο αναγνωστικό κοινό, τη φάτσα σου όμως ελάχιστοι τη γνώριζαν. Για προνόμια και διευκολύνσεις, φυσικά, ούτε λόγος, ειδικά για εμάς τους αριστερούς. Είχαμε, ωστόσο, την εκτίμηση και την αγάπη του απλού κόσμου, που μας έβλεπε σαν διαμεσολαβητές του – στις λαϊκές γειτονιές μάς λάτρευαν.
  • Μπορεί το Διαδίκτυο να βοηθά πολύ στη διάχυση της πληροφορίας, στη δημοσιογραφία όμως καθαυτή κάνει μάλλον κακό, γιατί έχει ουσιαστικά καταργήσει το ρεπορτάζ. Για να φέρεις μια είδηση παλιότερα, έπρεπε να κάνεις επιτόπια έρευνα, να τρέξεις, να κοπιάσεις, να πιέσεις, να εξασφαλίσεις δηλώσεις, φωτογραφίες, πράγματα που τώρα γίνονται με μερικά απλά «κλικ». Διέθετες, όμως, έτσι μια εγκυρότητα και μια αξιοπιστία που σήμερα είναι ζητούμενα. Επιπλέον, οι συντάκτες ήταν καλλιεργημένοι άνθρωποι, πολλοί ήταν επίσης ποιητές ή λογοτέχνες – οι ίδιες οι εφημερίδες αντιλαμβάνονταν πως είχαν μια ευρύτερη παιδαγωγική και μορφωτική αποστολή κι έτσι αφιέρωναν σεβαστό χώρο στην πνευματική κίνηση, κάτι που σήμερα έχουν περιορίσει πολύ. Εξέλιπε, επίσης, το χρονογράφημα, που απολάμβανε παλιότερα προνομιακή θέση στα πρωτοσέλιδα, συνδυάζοντας ρεπορτάζ και λογοτεχνία. Ο χρονογράφος ήταν ένας ελεύθερος σκοπευτής, ένας «γαβριάς» της δημοσιογραφίας, που μπορούσε να έχει λόγο για όλα.
  • Δημοσιογραφικά βιβλία (ρεπορτάζ, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, μυθιστορήματα), ιστορία και ποίηση είναι τα καλύτερα αναγνώσματα για έναν νέο δημοσιογράφο – ειδικά η τελευταία. Είναι απίστευτο πόσο βοηθά στη γραφή και στη διατύπωση νοημάτων η γνώση σπουδαίων ποιημάτων! Δικός μου αγαπημένος ποιητής ο Τάσος Λειβαδίτης, που υπήρξε και σημαντικός αγωνιστής, ένας γλυκύτατος άνθρωπος που οι στίχοι του μαγεύουν. Αλλά και ο Κώστας Βάρναλης, που «κατήχησε» πολλές γενιές, αποτυπώνοντας τον ανθρώπινο πόνο και την αδικία, δίχως να υμνήσει ποτέ τους ισχυρούς, ακόμα και της δικής του πολιτικής παράταξης.
Όσο ο χρόνος περνά κι αφήνει πάνω μας ανελέητα σημάδια, δείχνοντάς μας αναπότρεπτα τον δρόμο της εξόδου, τόσο καθαρότερα βλέπουμε ότι συχνά στη ζωή μας βιώναμε πλάνες και προσδοκίες αδικαίωτες... Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
 

 

  • Το μεγάλο κακό με τη σημερινή δημοσιογραφία είναι ότι σε πολλά ΜΜΕ δίνονται άνωθεν κατευθύνσεις. Ασκείται μια δικτατορία σε χρυσόχαρτο. Όταν, όμως, ο συντάκτης μεταβάλλεται σε «παπαγαλάκι», αυτόματα χάνει την εκτίμηση του κοινού. Ναι, βλέπουμε και σήμερα δικαστικές διώξεις δημοσιογράφων και απόπειρες φίμωσής τους από μεγάλα συμφέροντα. Στην εποχή μου, ωστόσο, ήταν πολύ χειρότερα, μπορούσες να βρεθείς στο εδώλιο για οτιδήποτε. Η εξουσία ήταν αμείλικτη, δεν ήξερες από πού να φυλαχτείς! Ο Λειβαδίτης π.χ. δικάστηκε επειδή η ποιητική συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» (1956) θεωρήθηκε ανατρεπτική. Ένα άλλο αρνητικό, συνδικαλιστικό αυτό, είναι ότι, τουλάχιστον μέχρι την εποχή που εκλέχθηκα πρόεδρος στην ΕΣΗΕΑ, μέσα της δεκαετίας του '90, οι δημοσιογράφοι αγωνιζόμασταν συνήθως ενωμένοι, παρά τις διαφορές μας. Τώρα διαπιστώνω πολύ φανατισμό, ασυνεννοησία και διάσπαση.
  • Η ιδέα του σοσιαλισμού, του αυθεντικού και όχι αυτού που εξελίχθηκε σε «Μαντάμ Ορτάνς», ναυάγησε εξαιτίας των σοβαρών αστοχιών στην εφαρμογή του και της συστηματικής πολεμικής του καπιταλισμού, που ελλείψει πια αντιπάλου δείχνει ξανά το φρικιαστικότερο πρόσωπό του. Το ταξίδι, πάντως, η παρέα και οι αγώνες ήταν υπέροχα! Και κανείς δεν ξέρει τι γυρίσματα θα έχει ο καιρός. Στην Ελλάδα της κρίσης οι ελπίδες πολλών πολιτών, αριστερών και μη, επικεντρώνονται πια στον ΣΥΡΙΖΑ, γι' αυτό και οι ιστορικές του ευθύνες είναι μεγάλες. Δεν του επιτρέπεται να αποτύχει! Προσωπικά, θέλω να πιστεύω ότι θα μπορέσει να κάνει τουλάχιστον τα μισά απ' όσα λέει...
  • Όσο ο χρόνος περνά κι αφήνει πάνω μας ανελέητα σημάδια, δείχνοντάς μας αναπότρεπτα τον δρόμο της εξόδου, τόσο καθαρότερα βλέπουμε ότι συχνά στη ζωή μας βιώναμε πλάνες και προσδοκίες αδικαίωτες. Γι' αυτό και οι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι είναι συνήθως πιο χαλαροί, πιο συμπονετικοί, πιο μεγαλόψυχοι. Ο χρόνος αμβλύνει πάθη και αποκαλύπτει λάθη. Ουδείς αναμάρτητος, εξάλλου!


To βιβλίο του Γιώργου Λεονταρίτη «Η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία της Αριστεράς» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.

 


Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO το Νοέμβριο του 2014