Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ

Ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής στις Νύχτες Πρεμιέρας, ζηλεύει τα λεφτά που έχουν τα ξένα φεστιβάλ, θέλει να προβάλλει το σινεμά του αύριο και περιμένει ένα κοινό ενθουσιώδες για τα 15 χρόνια του πρώτου φεστιβάλ του φθινοπώρου.

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ
Δεκαπέντε χρόνια Νύχτες Πρεμιέρας. Σε ποιο σημείο είμαστε πια σοφότεροι;

Δεν νομίζω ότι οι Νύχτες Πρεμιέρας είναι θέμα σοφίας ή μη σοφίας. Είναι θέμα τρέλας. Ως μια τρέλα ξεκίνησε από όλους εμάς τους ανθρώπους του περιοδικού «Σινεμά» και έτσι ακριβώς συνεχίζεται...

Μια τρέλα που έχει καθιερωθεί, όμως, με τα χρόνια;

Δεν μου αρέσει η λέξη «καθιέρωση» και γι' αυτόν το λόγο κάθε χρόνο προσπαθούμε ν' ανατρέπουμε και εμείς τον ίδιο μας τον εαυτό. Να τον εκπλήσσουμε. Δεν θέλαμε ποτέ να περπατάμε πάνω στην ασφάλεια και στα κλισέ, αλλά να βρίσκουμε πάντα κάτι καινούργιο.

Το οποίο, φέτος, είναι...

Προτείνουμε τρεις παντελώς άγνωστους στην Ελλάδα δημιουργούς. Τον Δανό Γιούργκεν Λεθ, συνεργάτη και δάσκαλο του Λαρς φον Τρίερ. Τον Πολωνό Σμπίγκνιου Ριμπζίνσκι, βραβευμένο με Όσκαρ, πρωτοπόρο του νέου σινεμά και των νέων τεχνολογιών, και τον Γιαπωνέζο Σίον Σόνο, ό,τι καλύτερο, παράξενο και αταξινόμητο έχει βγάλει η Ιαπωνία τα τελευταία χρόνια.

Ενέχουν ρίσκο αυτά που προτείνετε;

Στις περισσότερες προτάσεις που έχουμε κάνει τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα τεράστιο ρίσκο: θα μπορέσει το κοινό να «συναντήσει» αυτούς τους καλλιτέχνες που ούτε μεγάλο όνομα έχουν ούτε τους ξέρει κανείς; Θέλω να πιστεύω, όπως και στο παρελθόν, ότι το κοινό θα ενθουσιαστεί και θα στηρίξει τις επιλογές μας.

Από τη συμμετοχή, πάντως, τόσα χρόνια το κοινό δεν έχει δείξει το αντίθετο.

Το νέο κοινό που έχει δημιουργηθεί, όχι μόνο για το σινεμά αλλά για το θέατρο και τις συναυλίες, είναι απαιτητικό κοινό. Δεν μπορείς να το ξεγελάσεις, δεν μπορείς να το παραμυθιάσεις. Κάτι που δεν κάνουμε εμείς, γι' αυτό ίσως μας εμπιστεύεται. Του λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους...

Τι πρέπει να παρακολουθήσουμε φέτος οπωσδήποτε;

Μια παράξενη προβολή είναι το Space Story, όπου έχουμε μαζέψει 12 σπάνιες, πρωτοποριακές ταινίες των αρχών του 20ού, αιώνα που θα προβάλλονται με live μουσικό σχολιασμό από τους Φανταστικούς Ήχους και τον Άγγελο Κυρίου. Την ίδια ώρα, στους τοίχους της αίθουσας θα προβάλλονται 150 αποφθέγματα που έχουν να κάνουν με τις διαφορετικές ερμηνείες της λέξης «space». Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον αφιέρωμα είναι αυτό στα είκοσι χρόνια του περιοδικού «Σινεμά». Είκοσι σπάνιες, cult ταινίες που είναι πραγματικά διαμάντια και δεν μπορείς να τις βρεις πουθενά.

Γιατί στην Ελλάδα ακούμε συνέχεια για σπάνιες ταινίες που δεν είχαμε την τύχη όχι μόνο να τις δούμε αλλά και να τις έχουμε ακουστά;

Έχει χαθεί η έννοια των κινηματογραφικών λεσχών και των αφιερωμάτων που γίνονταν παλιά, που επέτρεπαν στο νεανικό κοινό να δει αυτές τις ταινίες. Τότε, αν και μόλις είχαμε τελειώσει τις σχολές μας, είχαμε μια εικόνα του παγκόσμιου κινηματογράφου. Από τα πολύ hardcore έργα μέχρι τα πιο cult. Τώρα δεν συμβαίνει κάτι παρόμοιο και ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ οφείλει να το κάνει αυτό και κατά τη διάρκεια των προβολών αλλά και για όλη τη χρονιά. Μακάρι να είχαμε τα χρήματα να υλοποιήσουμε τα σχέδιά μας, που είναι έτοιμα και περιμένουν στο συρτάρι μας, ώστε να παρακολουθούμε τέτοια αφιερώματα όλο τον χρόνο και σε όλη την Ελλάδα. Αν έχετε κάποιο χορηγό πρόθυμο, είμαστε έτοιμοι να το αναπτύξουμε τις ιδέες μας.

Ένα φεστιβάλ, όμως, προτείνει νέα πράγματα ή αναπολεί το παρελθόν;

Κάθε φεστιβάλ που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να προτείνει το σινεμά του αύριο και να εκπαιδεύει σε αυτό του χθες. Το Φεστιβάλ του Λοκάρνο ανακοίνωσε αυτές τις μέρες ότι του χρόνου τον Αύγουστο θα κάνει ένα αφιέρωμα στον Ernst Lubitsch. Ένα χρόνο πριν είναι σε θέση να κάνει ανακοινώσεις...

Εννοείτε ότι έχουμε κάποια προβλήματα οργάνωσης στα εγχώρια φεστιβάλ;

Έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα οργάνωσης των χρημάτων. Πετάμε λεφτά σε πράγματα που είναι μόνο για βιτρίνα και είμαστε τσιγκούνηδες σε πράγματα που έχουν ουσία.

Εσείς, δηλαδή, πότε και πώς ξεκινάτε κάθε χρόνο να στήνετε τις Νύχτες Πρεμιέρας;

Επισήμως, ξεκινάμε στις αρχές Ιανουαρίου. Εργαζόμαστε δηλαδή 8-9 μήνες. Βλέπουμε ταινίες σε ξένα φεστιβάλ, σε ειδικές διανομές και σε DVD. Μία προς μία τη συζητάμε όλοι οι συνεργάτες και αποφασίζουμε ποια θα πάρουμε και ποια όχι. Μετά στήνουμε και τα αφιερώματα, βάσει αυτών των ταινιών.

Ανάλογα με τις ταινίες δημιουργείται και το αφιέρωμα;

Ανάλογα με το τι υπάρχει στον κόσμο κάθε φορά. Κάνουμε μια παρέμβαση στα πράγματα. Δηλαδή, πέρσι, που στους νέους επικρατούσε μια ταραχή, κάναμε ένα αφιέρωμα που το ονομάσαμε «Διαγωγή Μηδέν» και είχε θέμα την εκπαίδευση. Αυτά τον Σεπτέμβρη, τρεις μήνες πριν πάρει φωτιά η Αθήνα από τους πιτσιρικάδες. Αυτή ήταν και μια παρέμβαση του φεστιβάλ στην κατάσταση των νέων στην Ελλάδα.

Που βγήκε αληθινή...

Μα αυτά δεν είναι πράγματα που συμβαίνουν μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον κόσμο. Τον Δεκέμβρη δεν πήρε φωτιά μόνο η Ελλάδα. Αν παρακολουθούσες σωστά κινηματογράφο, που είναι ένας καθρέφτης της ζωής, αν παρακολουθούσες σωστά τις ταινίες και όλες τις άλλες μορφές τέχνης, θα έφτανες στο συμπέρασμα ότι το καζάνι των Ελλήνων βράζει. Μακάρι να έκανε το ίδιο και η πολιτική.

Φέτος, δηλαδή, τι μας «δείχνει» ο κινηματογράφος;

Ότι είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα. Γι' αυτό και εμείς αποφασίσαμε να προτείνουμε ένα μεγάλο αριθμό ψυχαγωγικών ταινιών, που ο κόσμος θα δει για να ξεσκάσει. Ταυτόχρονα, όμως, θέλουμε να δείξουμε στον κόσμο, στους παραγωγούς και στους διανομείς ότι το ψυχαγωγικό σινεμά δεν είναι κατ' ανάγκη σινεμά που αποβλακώνει. Υπάρχουν ταινίες που πας να τις δεις και να ξεσκάσεις, που είναι υψηλής αισθητικής και σε κάνουν και να σκέφτεσαι.

Αυτό το να «ξεσκάς» δεν είναι λίγο παλιομοδίτικο;

Όχι, γιατί ο κόσμος αυτήν τη στιγμή είναι πάρα πολύ πιεσμένος και θέλει να βγει να ψυχαγωγηθεί. Γιατί να πάει στη χαζή αμερικανική ταινία, γιατί να πάει στα αποβλακωτικά μπουζούκια; Υπάρχει ψυχαγωγία υψηλής αισθητικής. Μια τέτοια ταινία είναι η βρετανική κομεντί που κάνει opening στο σινεμά, Μια κάποια εκπαίδευση.

Η οικονομική κρίση επηρέασε το φεστιβάλ;

Όχι, καθόλου. Εμείς έχουμε πολύ μικρό budget και με πολύ λίγα χρήματα πρέπει να έχουμε το μάξιμουμ ενός καλού προγράμματος. Πιστεύω πως με τα χρήματα που έχουμε εμείς ελάχιστα φεστιβάλ του κόσμου μπορούν να κάνουν αξιοπρεπές πρόγραμμα.

Τι ζηλεύεις από τα ξένα φεστιβάλ;

Την οργάνωση, την παράδοση και, φυσικά, τα λεφτά.

Πιστεύεις ότι ένα ελληνικό φεστιβάλ μπορεί να γίνει κάποια στιγμή ανταγωνιστικό στην Ευρώπη;

Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι είτε εμείς είτε κάποιο άλλο ελληνικό φεστιβάλ έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει διεθνή εμβέλεια και διεθνές κύρος, αρκεί να σχεδιαστεί με σοβαρότητα, ν' αποκτήσει ταυτότητα και να έχει μια ξεκάθαρη αισθητική και ιδεολογική πρόταση προς τους θεατές και τον ίδιο τον κινηματογράφο. Είμαι σίγουρος ότι μπορεί να γίνει. Εμείς κάνανε ένα φεστιβάλ με το τίποτα και μέσα σε δεκαπέντε χρόνια έγινε ένας μικρός θεσμός στην πρωτεύουσα.

Είναι στο ίδιο επίπεδο, όμως, η κατάσταση στην πρωτεύουσα με πριν από δεκαπέντε χρόνια;

Όχι. Τότε δεν υπήρχε ο Λούκος και το Φεστιβάλ Αθηνών, δεν υπήρχαν όλα αυτά τα μουσικά συγκροτήματα. Οι Νύχτες Πρεμιέρας δεν προτείνουν τα ίδια πράγματα. Όλα κτίστηκαν σιγά-σιγά από πολλούς ανθρώπους και 'μεις με τη σειρά μας βάλαμε ένα μικρό λιθαράκι, ώστε να πάνε τα πράγματα πιο πέρα.