Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

135' με τον Άγγελο Παπαδημητρίου

Ο εξαιρετικός ηθοποιός και εικαστικός μιλά για τον ρόλο του ως αρχιτσέλιγκα στην «Γκόλφω», την τέχνη του και την υποκρισία της ελληνικής κατάστασης

135' με τον Άγγελο Παπαδημητρίου
Φωτό: Πάνος Μιχαήλ

 

Η παράσταση της Γκόλφως είναι ένας θρίαμβος κι αυτό δεν είναι νέο. Τόσο καλλιτεχνικά όσο και εισπρακτικά. Το βράδυ της Κυριακής το ενθουσιασμένο κοινό είχε κατακλύσει για μια ακόμα φορά τα καμαρίνια του Ρεξ για να συγχαρεί τους ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη Νίκο Καραθάνο. Ανάμεσά τους και γνωστοί καλλιτέχνες που έμοιαζαν να είναι ειλικρινείς στα ωραία λόγια και τα χαμόγελα που σκορπούσαν στους συντελεστές. Το ραντεβού μου με τον Άγγελο Παπαδημητρίου ήταν στο καμαρίνι που μοιράζεται με τον Καραθάνο και τους ηθοποιούς Γιάννη Βογιατζή και Γιώργο Μπινιάρη. Χρειάστηκε να περάσει αρκετή ώρα μέχρι να χαιρετήσει όλο εκείνο το πλήθος ανθρώπων, ανάμεσά τους και τον κινηματογραφιστή Πάνο Κούτρα της Στρέλλας, στου οποίου την καινούργια ταινία συμμετέχει και ο ίδιος. Απευθυνόταν σε όλους με χαμόγελα κι εγκάρδιο κουβεντολόι. Όσα χρόνια τον ξέρω δεν θυμάμαι να τον έχω ακούσει να λέει ούτε μια κακή κουβέντα για κανέναν. Πάντα καλοπροαίρετος, αισιόδοξος, θετικός υπέρ το δέον, απέναντι σε όλα και όλους. Του το λέω καθώς βγαίνουμε από την πίσω έξοδο του θεάτρου επί της οδού Φειδίου. «Είναι τρόποι καλής συμπεριφοράς» μου απαντάει. «Το να είσαι εύχαρις είναι θέμα καλών τρόπων. Όπως κάθε πρωί κάνω μπάνιο και ξυρίζομαι, έτσι νιώθω ότι πρέπει να είμαι και χαρούμενος. Ακόμα κι αν έχω κάποιο πρόβλημα. Αντιθέτως, το θεωρώ κακή συμπεριφορά να μαυρίσω την ψυχή του άλλου με τα προβλήματά μου. Είναι ματαιότητα. Άλλωστε, μέχρι τώρα δεν είχα την ανάγκη κανενός. Αν και δεν ξέρω αν θα την έχω στο μέλλον».

#quote#
Αποφασίζουμε να πάμε στο αγαπημένο του στέκι στην Ακαδημίας για φαγητό. Τον υποδέχτηκαν με αγάπη και φιλοφρονήσεις. Τον ρωτάω πώς βιώνει τη μεγάλη επιτυχία του Εθνικού, για την οποία, αν και είναι παράσταση συνόλου, ο ίδιος έχει λάβει ιδιαίτερα εγκωμιαστικά σχόλια. Παίζει τον αρχιτσέλιγκα που με τα λεφτά του εκμαυλίζει τον Τάσο, που τελικά αφήνει την Γκόλφω και να πάρει την κόρη του Σταυρούλα. Ο πολυτάλαντος ηθοποιός και εικαστικός μου λέει: «Δεν ήταν καθόλου έκπληξη για μένα η επιτυχία, γιατί το περίμενα. Ξέρω από την εικαστική μου δουλειά ότι όταν παρουσιάζεις αληθινά και βιωμένα συναισθήματα μεταπλασμένα σε τέχνη, αυτό πάντα βρίσκει ανταπόκριση στον κόσμο. Τώρα, όσον αφορά την Γκόλφω, νομίζω ότι πατάει επάνω στις ενοχές που έχει ο κόσμος γι' αυτό το κακοποιημένο έργο. Ένα έργο που είχε καταντήσει συνώνυμο της παρωδίας και της φτήνιας. Εγώ μόνο το έχω δει σε τόσες εκδοχές, από την αξέχαστη του Ελεύθερου Θεάτρου μέχρι και πορνό. Ενώ πρόκειται για ένα κείμενο υψηλού γούστου. Όπως λέει ο Καραθάνος, αν βγάλεις τα περιττά στολίδια και δεις το κείμενο γυμνό, είναι το ελληνικό Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Του εκμυστηρεύομαι ότι ήταν ένα έργο που όλοι όσοι δεν το ξέραμε το θεωρούσαμε ένα ειδύλλιο φουστανέλας, όχι μεγάλης δραματουργικής αξίας. Συμφωνεί κι εξηγεί: «Χρειάζεται κάποιος σοβαρός άνθρωπος για να το αναδείξει σωστά. Όποτε το έβλεπα να παίζεται ως παρωδία, λυπόμουν σαν να έβλεπα μια γυναίκα που την έβαψαν και την περιέφεραν από χωριό σε χωριό για να την πομπεύσουν». Μα, κάπως έτσι δεν διαπόμπευαν για χρόνια την ελληνική παράδοση, ως κάτι φαιδρό που όφειλαν να το εξευτελίσουν; «Ακριβώς! Άκουγαν δημοτικό τραγούδι και άλλαζαν πεζοδρόμιο. Το εθνικό μας κόμπλεξ. Ο τρόμος μην τους πουν χωριάτες. Η παράστασή μας καταργεί αυτόν ακριβώς τον τρόμο και σε πάει κατευθείαν στην πηγή». Δέχτηκε αμέσως να παίξει έναν τόσο «κόντρα» ρόλο; «Το πρώτο που είπα στον Νίκο ήταν να πάρει άλλον. Βέβαια, ήξερα μέσα μου ότι θα τα κατάφερνα, παρ' όλα αυτά του είχα ζητήσει να με αλλάξει, αν μέσα σε δέκα μέρες δεν ήταν ικανοποιημένος. Είδα όλα αυτά τα νιάτα γύρω μου, τη φόρα του έργου, και φοβήθηκα. Είμαι και το αντίβαρο της καλοσύνης μέσα στο έργο. Το αντίστοιχο της κακής διαχείρισης στη σύγχρονη πολιτική σήμερα. Πάντως, ήταν θέμα εμπιστοσύνης από τη μεριά του σκηνοθέτη. Όπως πάντα συμβαίνει με μένα και τους σκηνοθέτες».

Ο Άγγελος Παπαδημητρίου, γνωστός για τα γλυπτά του που παραπέμπουν στην όπερα, στη λογοτεχνία και στο θέατρο, έργα μπαρόκ μπολιασμένα με στοιχεία κιτς, έκανε μεγάλη εντύπωση όταν τα πρωτοπαρουσίασε στην γκαλερί Νέες Μορφές το 1983 και, αργότερα, όταν εκπροσώπησε με αυτά την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1993. «Γράφουν για μένα πως έκανα ό,τι και ο Κουνς στη διεθνή σκηνή, αλλά δέκα χρόνια νωρίτερα. Μέχρι τότε, ενώ όλοι λάτρευαν το κιτς, δεν τολμούσαν να το χρησιμοποιήσουν. Για μένα υπήρξε η καύσιμη ύλη. Θυμάμαι ότι είχε έρθει στην πρώτη μου εκείνη έκθεση ένας μεγαλύτερος από εμένα γλύπτης, από τους ωραιότερους άντρες, με έπιασε από τον λαιμό σπρώχνοντάς με στον τοίχο και μου είπε ν' αφήσω αυτές τις αηδίες και να κάνω μάρμαρο και χαλκό. Αν το πρόσωπό μου πρόδιδε τη μαχητικότητα που είχα μέσα μου στην προσπάθειά μου να αμυνθώ θα με είχε σκοτώσει». Του λέω ότι οι ρόλοι που έχει κάνει στο θέατρο είναι σαν προέκταση των γλυπτών του, χαρακτήρες με ακραία συμπεριφορά. Συμφωνεί: «Για μένα δεν υπάρχει καμία διαφορά, είτε κάνω τα εικαστικά μου, είτε παίζω, είτε τραγουδάω. Όλα είναι το ίδιο». Είχα πάντα την εντύπωση ότι έκανε θέατρο σαν για παιχνίδι, σαν να μην είχε επαγγελματική ανάγκη, απλώς ως μία έξτρα καλλιτεχνική έκφραση. Μου ομολογεί: «Είναι ένα κόλπο. Όταν έχεις ανάγκη, κανείς δεν σε παίρνει. Σαν να ξεπουλάς τα κοσμήματά σου λόγω πτώχευσης». Ήταν στη Θεσσαλονίκη όπου ο Χουρμουζιάδης της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης τον είδε να τραγουδάει δίπλα στη Μελίνα Τανάγρη και του πρότεινε να παίξει τον Μαλβόλιο στη Δωδεκάτη Νύχτα. Μετά ακολούθησε ο Βουτσινάς με τις Νεφέλες, που του έδωσε τον ρόλο του Σωκράτη, με τον οποίο κατέβηκε στην Επίδαυρο. «Ήξερα το θέατρο από μικρό παιδί. Είχα περάσει και λίγο από μια δραματική σχολή, αλλά είχα φτάσει τα 40 και δεν περίμενα να παίξω ποτέ. Χρειαζόντουσαν οι ειδικές συνθήκες και η εμπιστοσύνη κάποιου. Όταν ο Καραθάνος μου έδωσε τον ρόλο του κακού στον Συρανό ντε Μπερζεράκ, δεν με είχε δει να παίζω ποτέ. Κι έχω παίξει με όλους. Από τη Λυρική μέχρι το Μπάντμιντον, ως παρτενέρ της Ζωζώς Σαπουντζάκη». Και σε ένα τηλεπαιχνίδι του υπενθυμίζω. «Ήταν από τις ωραιότερες χαρές της ζωής μου. Το "Φορτ Μπουαγιάρ" ήταν σοβαρή υπόθεση και το διηύθυνε ένας πρώην χορευτής του Μπεζάρ. Εκείνος με επέλεξε να κάνω τον Σοφό. Ήταν η πρώτη φορά που ο Σοφός δεν ήταν γέρος με γενειάδα, αλλά πιο ανάλαφρος. Βρέθηκα σε ένα παζάρι και με φώναζαν τα γυφτάκια "Σοφέ, σοφέ, κάνε μάγια να βγάλουμε λεφτά!". Ξέρεις τι χαρά είναι αυτό;».

Ανηφορίζοντας τα Εξάρχεια, μπαίνουμε στον πεζόδρομο της Τσαμαδού. Μια παρέα αναρχικών έξω από ένα μπαρ τον σταματά να τον συγχαρεί για την ερμηνεία του. Τον είχαν δει λίγες ώρες πριν στο Ρεξ. Τον ρωτάω για την κρίση, περιμένοντας μια μη αναμενόμενη απάντηση. «Από μικρός, τη δεκαετία του '60, έβλεπα πού πήγαινε το πράγμα. Έβλεπα την ευρωπαϊκή Ελλάδα που ήθελε να προβάλει η Μελίνα και ντρεπόμουν. Είμαστε μια φτωχή χώρα, που αρνείται να παίξει στα κιλά της. Η πλαστή της εικόνα μου φαινόταν τόσο θνησιγενής, και εντέλει τόσο μειωτική! Δεν ήταν η πραγματική της αίγλη. Η αίγλη της είναι το αριστουργηματικό της τραγούδι, η ποίηση, ο λόγος». Ποιο εννοεί ως «αριστουργηματικό τραγούδι» τον ρωτάω. Τον Τσιτσάνη, την Τζένη Βάνου, τον Χατζιδάκι ή τη Μαρινέλλα; «Όλα αυτά τα εκτιμώ. Όταν είναι στη θέση τους. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι τίποτα δεν μένει στη θέση του, όλα μετακινούνται: οι υπηρέτριες έγιναν κυρίες, οι κυρίες ψυχασθενείς. Ο Χατζιδάκις είναι σπουδαίος και χωρίς να είναι Βέρντι, όπως ο Θεοδωράκης χωρίς να χρειάζεται να υποδυθεί τον Μπετόβεν. Κανείς δεν κάθεται στη θέση του ή ντρέπεται για ό,τι είναι. Εγώ είμαι περήφανος που είμαι Έλληνας, φτωχός, αυτοδίδακτος, ζωντανός, ερωτικός, γατόνι και καριόλης. Οι περισσότεροι ντρέπονται για την Ελλάδα. Κι όμως, είναι ένας σπουδαίος τόπος μεγάλης ομορφιάς και έκφρασης. Κοίτα μόνο τι φυσιογνωμίες έβγαλε. Πού είναι σήμερα ένας Ταχτσής;».