Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Ο ήρεμος Δημήτρης Μητροπάνος μιλά στον Ευθύμη Φιλίππου

Αλίμονο σ'αυτούς που δεν ξενύχτησαν

Ο ήρεμος Δημήτρης Μητροπάνος μιλά στον Ευθύμη Φιλίππου

—Κύριε Μητροπάνο, μπορείτε να μου μιλήσετε γενικά, για διάφορα πράγματα, σας παρακαλώ;

Κοιμάμαι αργά το βράδυ εδώ και 45 χρόνια. Γεννήθηκα στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το ’48. Έζησα εκεί μέχρι τα 16. Στα 17 έμαθα ότι ο πατέρας μου ζει -τσαντίστηκα λίγο γιατί θα έκανα κανονική θητεία στον στρατό- και στα 28 τον είδα για πρώτη φορά. Εμφανισιακά μοιάζαμε πολύ. Έφυγα απ’ τα Τρίκαλα γιατί υπήρχαν προβλήματα εκεί. Πολιτικά προβλήματα. Μ’ έδιωχναν απ’ το σχολείο και τέτοια. Μετά, ήρθα στην Αθήνα κι έμεινα με τον αδερφό της μάνας μου. Αυτός ήτανε για μένα ο πατέρας μου. Δεν είχα παρέες και δεν είχα φίλους. Ήταν κάπως περίεργα. Όταν ξεκίνησε το σχολειό, αναγκάστηκα να πλακωθώ με δυο-τρεις για να σταματήσουν τα πειράγματα. Σ’ ένα δοκιμαστικό στην Columbia με άκουσε ο Ζαμπέτας και με πήρε μαζί του να τραγουδάω, αλλά μέχρι τις 11, γιατί έπρεπε μετά να κοιμηθώ. Στο πάλκο μού είχανε δώσει και κρατούσα μια κιθάρα, ενώ δεν ήξερα. Ο Ζαμπέτας ήταν -δεν ξέρω ακριβώς πώς να το πω- (παύση) μικρό παιδί. Σαν ένα μικρό παιδάκι. Όταν τελείωσα το σχολείο, έψαχνε τραγουδιστή ο Μίκης για κάποιες συναυλίες και μου είπανε από το κόμμα «θα πας εκεί». Πήγα. Το μόνο που δεν ήθελα ήταν να γίνω τραγουδιστής. Το ‘67 κατάλαβα ότι θα γίνω. Το ’71 πήγα φαντάρος. Μέχρι τότε είχα αναβολή γιατί είχα γραφτεί σε μια σχολή για οπερατέρ. Μέναμε στην Αχαρνών, στο νούμερο 238. Αυτό είναι κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Μετά από δύο χρόνια ήρθανε στην Αθήνα η μάνα μου κι η αδερφή μου και μέναμε όλοι μαζί. Έφυγα απ’ το σπίτι όταν παντρεύτηκα για πρώτη φορά. Ήμουν σχεδόν τριάντα. Δεν μ’ ενδιέφερε να μείνω μόνος μου και δεν ήθελα κιόλας. Για πρώτη φορά έμεινα μόνος μου όταν χώρισα. Σαράντα χρόνων ή κάπου εκεί. Τότε ήταν η χειρότερη περίοδος, δυο φριχτά χρόνια. Για πρώτη φορά σ’ ένα άδειο σπίτι 200 τετραγωνικά, η δουλειά δεν πήγαινε καλά, εγώ δεν ήμουνα καλά, τίποτα, τίποτα. Δεν είχα συνηθίσει καθόλου τη μοναξιά και νομίζω πως ακόμα δεν την έχω συνηθίσει. Θέλω ανθρώπους. Ο καλύτερός μου φίλος είναι ο Βασίλης. Είναι φίλος μου απ’ το δημοτικό. Δεν έχουμε μαλώσει ποτέ. Διαφέρουμε και στα ποδοσφαιρικά και στα πολιτικά, αλλά δεν έχουμε καταφέρει να τσακωθούμε. Μιλάμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο. Επίσης, φίλος μου είναι ο Δημήτρης, που είναι ηχολήπτης. Αυτοί οι δυο ξέρουν τα πάντα για μένα. Δεν εκνευρίζομαι εύκολα. Το ξέσπασμά μου είναι περίπου μια φορά στα τρία χρόνια και τότε ό,τι είναι να εξαφανιστεί από δίπλα μου εξαφανίζεται. Θα βάλω τις φωνές μόνο όταν αξίζει να τις βάλω, μόνο όταν νιώθω ότι κάτι μπορεί ν’ αλλάξει. Αλλιώς, δεν έχει νόημα. Κάνω πολλά λάθη. Όμως, νιώθω καλά, γιατί όταν ήμουν νεότερος, έκανα περισσότερα. Πάντα (παύση)… ήμουν λίγο απόμακρος. Πάνω στην πίστα και κάτω από την πίστα. Δεν γίνεται να κάνεις παρέα με κάποιον επειδή έρχεται κάθε βράδυ και χαλάει λεφτά στο μαγαζί που τραγουδάς, να μιλάς με ανθρώπους που δεν σε αφορούν. Με τίποτα. Μ’ αρέσει να μιλώ με τα παιδιά μου. Κάθε μεσημέρι, όταν έρχονται από το σχολειό και τρώμε όλοι μαζί. Για τα πάντα: για χαζομάρες, για τα πιο σοβαρά πράγματα του κόσμου. Η μεγάλη τώρα ανακάλυψε το λούμπεν. Ταυτόχρονα έχει τον Ντίλαν της. Η μικρή είναι του μέταλ. Μια χαρά. Εγώ μόνο τις φωνές της όπερας δεν μπορώ ν’ ακούσω. Ενώ τη μουσική μπορώ να την καταλάβω, οι φωνές τους δεν με ακουμπάνε. Μόνο αυτό. Με όλα τα άλλα είμαι ok. Υπάρχουν κάποια τραγούδια που λατρεύω. Περά από ώρες, περά από διάθεση. Η «Δραπετσώνα», ας πούμε. Το «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», ας πούμε. Τα λαϊκά μ’ αρέσει να τ’ ακούω ζωντανά. Όχι στο σπίτι. Παλιά άκουγα πολύ τζαζ. Άκουγα μπλουζ. Μου άρεσε ο Nιλ Ντάιαμοντ. Ο Nατ Κινγκ Κόουλ. Ο Ρέι Τσαρλς. Κάποια χρόνια αρκετά ο Μπρους Σπρίνγκστιν. Οι πρώτοι του δίσκοι. Όταν όμως έφυγα από τα Τρίκαλα, πηγαίνοντας στον σταθμό του τρένου για να έρθω στην Αθήνα, τραγούδαγα από μέσα μου Καζαντζίδη. Υπήρχε ένα δισκάδικο στο Παλιό Φάληρο, όπου πήγαινα συχνά. Είχα μια δισκοθήκη καλή. Μετά, όμως, άρχισαν να μεγαλώνουν τα ξαδερφάκια και τ’ ανιψάκια μου και άρχισε να μικραίνει η δισκοθήκη. Οι δικοί μου δίσκοι πάντα ήθελα να έχουν μόνο έναν σύνθετη. Να υπάρχει μια ιστορία. Σιχαίνομαι το στούντιο, δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτή η διαδικασία. Λες και ο σκοπός είναι να μην κάνει κάποιος λάθος μια νότα. Δεν το καταλαβαίνω. Με τον Κραουνάκη στο στούντιο γέλασα. Με τον Κραουνάκη στο στούντιο πέρασα φανταστικά. Λάθος όταν τραγουδάς είναι να μη νιώθεις, όχι να μην είναι σωστή μια νότα. Το ένα διορθώνεται, το άλλο όχι. Εγώ έχω μάθει να τραγουδώ άναρχα, δηλαδή μ’ αρέσει να τραγουδώ έτσι. Θα ήθελα παρά πολύ να κάνω μια ηχογράφηση με λάθη. Όπως παίζουμε ζωντανά κάθε βράδυ. Το βράδυ δεν μ’ ενοχλεί όταν χορεύουν*. Μ’ ενοχλεί όταν νομίζουν πως χορεύουν. Έχει τύχει πολλές φορές να τσαντιστώ. Δεν έχει τύχει ποτέ να φοβηθώ. Δεν έχω κανέναν λόγο να φοβάμαι. Είμαι μεγαλωμένος στα μπουζούκια και μ’ αρέσουν. Πολύ. Αυτό που λένε «σκυλάδικα» εμένα μ’ αρέσει παρά πολύ. Παλιοί τραγουδιστές, μικρές ορχήστρες, πέντε μουσικοί, έξω απ’ την Αθήνα, μέσα στην Αθήνα, γύρναγα στο σπίτι 10 το πρωί. Τώρα δεν ξέρω τι είναι αυτό που μ’ ευχαριστεί. Πολλά. Εγώ, η Βένια και τα παιδιά τα καλοκαίρια τα περνάμε στον Μαραθώνα με τον παππού και τη γιαγιά, επειδή υπάρχει ένα μικρό σπίτι εκεί. Δεν είμαι από αυτούς που θέλουν να πάνε στα νησιά, ν’ ανακαλύψουν παραλίες και να γνωρίσουν μέρη.

—Κύριε Μητροπάνο, ποιο τραγούδι είπατε από μέσα σας πηγαίνοντας στον σταθμό;

Αυτό που λέει «Είναι βαρύς καημός ο χωρισμός στον κόσμο αυτό τον άπονο, στα ξένα, δεν μπορώ, για να χαρώ το λέω με παράπονο, θέλω στο σπίτι μου στη μάνα μου να πάω και στο κορίτσι μου που χρόνια λαχταράω».

Ο Δημήτρης Μητροπάνος είναι ο πιο δυνατός άνθρωπος του κόσμου. Το μικρόφωνό του ζυγίζει περίπου 100 κιλά και είναι φτιαγμένο στο Παρίσι από χρυσό, χαλίκια και ξύλο. Πρόσφατα άλλαξε μάρκα τσιγάρων. Τα μαλλιά του έχουν χρώμα γκρι πολύ έντονο. Οι παλάμες των χεριών του είναι κόκκινες από τα πέταλα των λουλουδιών. Περπατάει ίσια. Μένει στο Παλαιό Ψυχικό, άλλα κάθε βράδυ κοιμάται σ’ ένα μέρος, το ίδιο πάντα, κοντά στη Βενετία.