Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

O κόσμος χωρίς τον Bowie. Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Όταν χάνεται το κυρίαρχο ίνδαλμα της νεότητάς σου, χάνεται η πυξίδα που νόμιζες ότι δεν χρειάζεσαι πια.

O κόσμος χωρίς τον Bowie. Από τον Δημήτρη Πολιτάκη


Ο Bowie ήταν με διαφορά το κυρίαρχο είδωλο της εφηβείας μου,
η οποία ολοκληρώθηκε με το τέλος της δεκαετίας του '80, οπότε και είχα αρχίσει ήδη να μην τον ακολουθώ και τόσο στενά, απορροφημένος από φρέσκες μπάντες και σκηνές. Δεν είχε σημασία. Δάγκωνε λίγο, βέβαια, το να μην μπορείς να αγαπήσεις τις νεωτερικές αναζητήσεις του σ' ένα μετα-ροκ σύστημα εννοιακού αλχημισμού όσο είχες αγαπήσει παράφορα τα αξεπέραστα, μοναδικά, απόκοσμα άλμπουμ της δεκαετίας του '70 (ουδείς είχε ποτέ, ούτε θα έχει τέτοιο σερί, αν και τώρα όλα αυτά μοιάζουν ακαδημαϊκά) αλλά και το «Let's Dance» του '83, έστω και για συναισθηματικούς λόγους, αφού είναι το πρώτο που βγήκε, ενώ είχα μόλις αποκτήσει συνείδηση του τι εστί David Bowie. Μόνο Bowie, Iggy/Stooges και Velvet Underground από τους «παλιούς»: αυτή ήταν η γραμμή καθοδήγησης από τους ινστρούχτορες της post punk ορθοδοξίας που μου την έπεσαν σε πολύ τρυφερή ηλικία.


Καλή τους ώρα, είχαν απόλυτο δίκιο. Ειδικά, όμως, η έντονα συναισθηματική γνωριμία μου με την ως τότε εργογραφία του Bowie, αγοράζοντας και λιώνοντας τον ένα μετά τον άλλον (με άτακτη και τυχαία χρονολογική σειρά) τους δίσκους, από το «Space Oddity» ως το «Scary Monsters», υπήρξε μια βαθιά και αξέχαστη «coming of age» εμπειρία. Ήταν τόσο πολλά τα αγαπημένα κομμάτια και τόσο ελκυστική και καθοριστική για μένα η προσωπικότητά του, ώστε η θέση του στην κορυφή του βάθρου είχε εξασφαλιστεί για πάντα. Ειδικά από τη στιγμή που έμοιαζε βέβαιο ότι θα ζήσει για πάντα και θα αποτελεί πάντα πρότυπο εξέλιξης και ωριμότητας: ούτε ιδιοφυής ερημίτης με γενειάδα, ούτε γκουρού πολυτελείας, ούτε VIP μαϊντανός.

Προσωπικά, θρηνώ επίσης το γεγονός ότι είχα την ευκαιρία να πάω να τον δω από κοντά όταν ήρθε να παίξει προ εικοσαετίας και δεν πήγα, αφού το τότε post-grunge, post-shoegazing θολωμένο, νεανικό μου μυαλό είχε βραχυκυκλώσει και δεν μπορούσε να διαχειριστεί το δέος μιας τέτοιας συνάντησης πέρα από τάσεις, μόδες και εφήμερες σκηνές που έμοιαζαν τόσο σημαντικές εκείνη την περίοδο.

Πέθανε, όμως, κι αυτό δεν καταπίνεται εύκολα. Αλλά συνέβη, θα μου πεις, πάει, πέρασε. Όλο τέτοια θα 'χουμε στο εξής, δυστυχώς. Ναι, αλλά αυτό ειδικά πονάει πολύ και αφήνει ένα κενό που δεν αναπληρώνεται και πιστεύω, υπό το κράτος βαθιάς θλίψης, ότι θα χάσκει για πάντα. Δεν ήταν ανάγκη να είναι ενεργός, δημιουργικός, καίριος ο Bowie. Αρκούσε που υπήρχε ως γειωμένος ευπατρίδης «εξωγήινος», ως λαμπερό πνεύμα, ως γέφυρα μεταξύ ανυπόκριτης συμπόνιας και ασυμβίβαστου εστετισμού (ποτέ ελιτισμού όμως), ως μοντέλο καλού, ευγενούς, ευαίσθητου και καταδεκτικού ατόμου, σύμφωνα με κάθε αξιόπιστη μαρτυρία. Να θυμόμαστε ότι, αντίθετα με τον «Σερ Μικ», τον «Σερ Έλτον» και άλλους επιφανείς εκπροσώπους της ροκ ολιγαρχίας, αρνήθηκε (δις μάλιστα) να δεχτεί τίτλους τιμής από την επίσημη βρετανική κυβέρνηση. Να θυμόμαστε ακόμα ότι, κόντρα στις κανιβαλικές τάσεις της εποχής, δεν θέλησε να κοινοποιήσει την είδηση του καρκίνου που τον έτρωγε, εξασφαλίζοντας θέσεις για τα media και το κοινό στην αρένα όπου διεξαγόταν η μάχη του με την «επάρατο».


Αντ' αυτού, έκανε κάτι που μοιάζει, εκ των υστέρων, τόσο πολύ χαρακτηριστική Bowie χειρονομία: μας άφησε κληρονομιά ένα ακόμα άλμπουμ υψηλών προδιαγραφών που αποτελεί επίσης ένα χρονικό προαναγγελθέντος θανάτου, γεγονός που θα με δυσκολέψει πολύ να το ακούσω, και ακόμα περισσότερο να το αγαπήσω. Οφείλω, όμως, πλέον να το ακούσω προσεκτικά και θα το κάνω. Κάποτε. Το μέλλον είναι άδηλο, αλλά το μέλλον που ήδη ζούμε δεν είναι ακριβώς αυτό που μας υποσχέθηκε το έργο του. Όπως εύστοχα σημείωσε στη νεκρολογία του «Wire» η Emily Bick: «Όταν ήμουν στην εφηβεία, είχα πιστέψει ότι μεγαλώνοντας η ζωή θα ήταν γεμάτη από το δράμα και την τέχνη και το θέαμα των τραγουδιών του ή, έστω, από κάποια ιδανικά επιτηδευμένη ατμόσφαιρα εποχής της Βαϊμάρης. Ο David Bowie ήταν ήρωας ενός προ-νεοφιλελεύθερου κόσμου, όπου η ιδιωτικότητα, το μυστήριο και η απόδραση αποτελούσαν ακόμα πιθανότητες, κι αυτό είναι που θρηνώ περισσότερο απ' όλα...».


Προσωπικά, θρηνώ επίσης το γεγονός ότι είχα την ευκαιρία να πάω να τον δω από κοντά όταν ήρθε να παίξει προ εικοσαετίας και δεν πήγα, αφού το τότε post-grunge, post-shoegazing θολωμένο, νεανικό μου μυαλό είχε βραχυκυκλώσει και δεν μπορούσε να διαχειριστεί το δέος μιας τέτοιας συνάντησης πέρα από τάσεις, μόδες και εφήμερες σκηνές που έμοιαζαν τόσο σημαντικές εκείνη την περίοδο. Εξάλλου, πάντα υπήρχε χρόνος, την επόμενη φορά σίγουρα. Τα νιάτα –και οι πολυτέλειες που τα συνοδεύουν– πραγματικά σπαταλιούνται στους νέους. Τώρα είναι αργά πια, και μένουν μόνο τα τραγούδια, που παραμένουν οάσεις «ιδιωτικότητας, μυστηρίου και απόδρασης» κι αν διάλεγα μόνο ένα κομμάτι, αυτό θα ήταν μάλλον το αυτοβιογραφικό, αινιγματικό «The Bewlay Brothers», μ' αυτή την παρήχηση του Κ που τόσο με είχε εντυπωσιάσει μικρό, φανερώνοντάς μου, εκτός των άλλων, τις μαγικές δυνατότητες που μπορεί να έχουν τα παιχνίδια του λόγου:

«...Now my brother lays upon the rocks / He could be dead, he could be not, he could be You /
He's Chameleon, Comedian, Corinthian and Caricature...».