Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Δευτέρες στο σπίτι. Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Χαρά και εργασία «με τα σώβρακα στον καναπέ», ενώ οι τοίχοι στενεύουν.

Δευτέρες στο σπίτι. Από τον Δημήτρη Πολιτάκη

Όπως πολλοί από εσάς –ασχέτως αν δεν έχουν διάθεση να το ομολογήσουν, και καλά κάνουν, η αυτεπίγνωση μέχρι ένα σημείο μπορεί να σε πάει μόνο–, έχω κι εγώ την αυτοκαταστροφική τάση να αντιμετωπίζω συνήθως τη ζωή ως ένα σερί τελευταίων ευκαιριών που σπαταλιούνται η μία μετά την άλλη, αλλά δεν τελειώνουν ποτέ. Πάντα υπάρχει η επόμενη, πιο επείγουσα, πιο κρίσιμη, πιο βαριά, για να παρέλθει κι αυτή αφήνοντας πίσω μια λιτανεία ενοχών: πότε ήρθε και χάθηκε η ιδανική σχέση, η ιδανική δουλειά, το ιδανικό σπίτι; Η μουδιασμένη εποχή που ζούμε, όμως, σε φορτώνει με άλλα, πιο βασικά, πιο αγωνιώδη ερωτήματα, που σε ξεπερνάνε (ευτυχώς, από μία άποψη). Δεν εννοώ τα μεγάλα ζητήματα της έκρυθμης παγκόσμιας κατάστασης, όπως το φάσμα του ISIS, η άνοδος της ακροδεξιάς ή η καλπάζουσα οικονομική/κοινωνική ανισότητα, αλλά αυτά που αφορούν τη διαβρωμένη καθημερινότητά μας.


Θα περιοριστούν άραγε ποτέ σε ανεκτά επίπεδα η ακατάσχετη πολιτικολογία, η ιδεολογική εργαλειοποίηση των πάντων και ο χυδαίος λαϊκισμός (δεν εννοώ καμία παράταξη και καμία κυβέρνηση, αλλά την ευρύτατα διαδεδομένη και επικίνδυνη αντίληψη ότι ο πολιτικός και πνευματικός κόσμος είναι αντάξιος του αγνού λαού); Θα βρούμε επιτέλους μη επισφαλή επαγγελματική απασχόληση εμείς και οι φίλοι μας; Πόσοι στενοί κύκλοι γνωστών και πόσες παρέες παλιών φίλων δεν έχουν διαλυθεί λόγω ραγδαίου οικονομικού χάσματος μεταξύ των μελών τους... Πόσο να συντηρηθούν πια κατ' οίκον και ρεφενέ; Άμα ο άλλος φτάνει να μην έχει την άνεση και την ανεμελιά να βγει να πάρει δυο-τρία ποτά σε ένα μπαρ, χέσε μέσα. Οι μισοί συνεχίζουν την πορεία στο μέτωπο και οι άλλοι μισοί γίνονται παράπλευρες απώλειες και τους θυμόμαστε σαν τους ηρωικά πεσόντες στις πολεμικές ταινίες που ξεψυχισμένα προτρέπουν τους όρθιους να συνεχίσουν χωρίς αυτούς.

Θα βρούμε επιτέλους μη επισφαλή επαγγελματική απασχόληση εμείς και οι φίλοι μας; Πόσοι στενοί κύκλοι γνωστών και πόσες παρέες παλιών φίλων δεν έχουν διαλυθεί λόγω ραγδαίου οικονομικού χάσματος μεταξύ των μελών τους... Πόσο να συντηρηθούν πια κατ' οίκον και ρεφενέ; Άμα ο άλλος φτάνει να μην έχει την άνεση και την ανεμελιά να βγει να πάρει δυο-τρία ποτά σε ένα μπαρ, χέσε μέσα. Οι μισοί συνεχίζουν την πορεία στο μέτωπο και οι άλλοι μισοί γίνονται παράπλευρες απώλειες και τους θυμόμαστε σαν τους ηρωικά πεσόντες στις πολεμικές ταινίες που ξεψυχισμένα προτρέπουν τους όρθιους να συνεχίσουν χωρίς αυτούς.


Θα επιστρέψει ποτέ ξανά η κανονικότητα; Και όχι φυσικά με την «καθησυχαστική» μορφή του Χατζηνικολάου και του Σεφερλή (όλα κανονικά είναι, βρε κουτό, κοίτα εμάς εδώ, για πάντα μαζί σου ανεξαρτήτως συνθηκών και καθεστώτων) και τόσων άλλων ανάμεσά τους που εξακολουθούν να στοιχειώνουν το prime time καθαρτήριο της ελληνικής τηλεόρασης, η οποία χρησιμεύει πλέον μόνο ως πυξίδα που δείχνει μόνιμα το σημείο μηδέν, την απόλυτη παραίτηση. Αν σταματούσαν να εκπέμπουν όλα τα κανάλια σήμερα, εκτός από κάποιες πρώτες ώρες αμηχανίας σε σουβλατζίδικα και ψιλικατζίδικα, κανείς δεν θα πάθαινε στερητικό σύνδρομο από την απότομη έλλειψη ενημέρωσης και ψυχαγωγίας.

Αυτά αναλογιζόμουν Δευτέρα μεσημέρι, καθώς έστελνα δουλειά μέσω e-mail εργαζόμενος από το σπίτι «με τα σώβρακα στον καναπέ» (καθόλου αστείο και καθόλου fun), όπως κάνει προ πολλού η παγκόσμια τάξη νεο-freelancers των media ανά τον πλανήτη. Καταπιεστικό το σύστημα του γραφείου, αλλά και το σπίτι ως χώρος εργασίας μπορεί να σου επιτεθεί εκεί που δεν το περιμένεις. Δεν σε γουστάρει από μια φάση και μετά, ειδικά αν ανήκεις στους «μπεκιάρηδες» αυτού του κόσμου που θα μπορούσαν να πουν πολλά «για τον ανόρεχτο καταμερισμό των ωρών, για το ανεξέλεγκτο χέρι που μας κρατάει μέσα του στους τέσσερις τοίχους, για να μας σπρώξει κατόπιν στους δρόμους, σάμπως να εξαντλήθηκε κάτι βαθύτερο από την υπομονή του» (Κ. Παπαγιώργης, Γεια σου, Ασημάκη).


Είναι όπως τα έλεγε ο Τζεφ Ντάιερ στο «Out of Sheer Rage», το βιβλίο που ξεκίνησε να γράψει για τον Ντ.Χ. Λόρενς και τελικά έγραψε σχεδόν για οτιδήποτε άλλο: «Τα σπίτια δεν μένουν πιστά. Μπορεί να ζήσουμε δέκα χρόνια σ' ένα σπίτι και δύο εβδομάδες αφότου μετακομίσουμε αλλού, είναι σαν να μη βρεθήκαμε ποτέ εκεί. Ζητάμε από τα σπίτια να ανταποκριθούν στα δικά μας αισθήματα απώλειας, αλλά, όπως το παραλληλόγραμμο που σχηματίζεται στον τοίχο εκεί όπου κρεμόταν ένας αγαπημένος καθρέπτης, δεν μας προσφέρουν πια καμιά αντανάκλαση. Συχνά στις παλιές ταινίες, όταν κάποιος μπαίνει σ' ένα σπίτι όπου κάποτε έζησε ευτυχισμένες στιγμές, η οθόνη γεμίζει με απόκοσμα γέλια. Αυτή η σύμβαση λειτουργεί τόσο αποτελεσματικά, ακριβώς επειδή στη ζωή δεν είναι καθόλου έτσι. Πιστοποιεί απλά τη δύναμη της επιθυμίας μας: ζητάμε από τα σπίτια να είναι στοιχειωμένα. Ποτέ δεν είναι...». Στοιχειωμένα μπορεί να μην είναι, σε στοιχειώνουν όμως και σε βάζουν στο τριπ της έγκλειστης κατάθλιψης. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορείς να θυμηθείς πώς την ξεπέρασες την προηγούμενη φορά, τότε που σκεφτόσουν πως χάθηκε η πιο πρόσφατη από τις τελευταίες ευκαιρίες. Ντάιερ και πάλι: «Η έξοδος από την κατάθλιψη μοιάζει με παραθυράκι του νόμου: μπορείς να το χρησιμοποιήσεις άπαξ και μετά σφραγίζεται για να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά...».

Το άρθρο από την έντυπη έκδοση της LIFO