Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Αντίο τσολιά μου!

Η 25η Μαρτίου ήταν πάντα η πιο «βαριά» και αντιπαθής στάση του χειμερινού εορτολογίου στην αργή πορεία προς την Ανάσταση.

Αντίο τσολιά μου!

Υπάρχουν αργίες καιαργίες, με διαφορετική αίσθηση καιδιαφορετική σημειολογία - σημειολογίαπου εγκαθίσταται στο παιδικό μυαλό καιδεν φεύγει ποτέ. Χριστούγεννα μια χαρά.28η Οκτωβρίου εντάξει, παρά τιςπαρελάσεις και τα χουντικής έμπνευσηςκινηματογραφικά έπη του Τζέιμς Πάρις(τα τραγούδια της Βέμπο είχαν μιαχαριτωμένη ελαφρότητα, ασυνήθιστη σεπατριωτικά άσματα εν καιρώ πολέμου).Αυτό που δεν άντεχα ποτέ ήταν το εορτολόγιοτης μιζέριας από την αρχή του νέου έτουςμέχρι το Πάσχα, μια αργή και βασανιστικήπορεία προς την Ανάσταση με αποκορύφωματην κανιβαλική Τσικνοπέμπτη, την ΚαθαράΔευτέρα (καταθλιπτικός συνδυασμόςνηστίσιμων, καρναβαλιού σε μουντόχειμωνιάτικο και μικροαστικό φόντο,άσχετος όσο οι Βραζιλιάνες στο Μοσχάτο)και την 25η Μαρτίου. Με όλα τα άσχημακαι αντιαισθητικά συστατικά της, εκτόςαπό τη σκορδαλιά ίσως, η οποία όμως είναιέθιμο του Ευαγγελισμού που εορτάζεταιτην ίδια μέρα, οπότε και τοποθετήθηκεβολικά και αρκετά αυθαίρετα η «μέρα τηςΕθνικής Παλιγγενεσίας» παρόλο πουτίποτα ιδιαιτέρως «επαναστατικό» δενσυνέβη στις 25 Μαρτίου του 1821. Φουστανέλες,τσαρούχια, σχολικά σκετς με μικράκοριτσάκια σε ρόλο αυτόχειροςΣουλιωτοπούλας, σφαγές και σουβλίσματακαι ο συνδυασμός που σκοτώνει: εμβατήριακαι «βλάχικα» (θυμάμαι παλιά ήταν εντάξεινα αποκαλείς τα δημοτικά «βλάχικα»,αλλά ο όρος θυσιάστηκε στο βωμό τηςνεοελληνικής εκδοχής της πολιτικήςευπρέπειας, από σεβασμό και στο έργοτης Δόμνας Σαμίου ίσως). Και παπάδες, πολλοίπαπάδες - από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό(«Όχι, Έλληνας ήταν!» που έλεγε κι οΓκιωνάκης στη γνωστή σκηνή από τα ΚίτριναΓάντια) ως τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ ωςΠαπαφλέσσα (ο μόνος ρόλος στον οποίουπήρξε πειστικός στη μακρά, «ευτραφή»περίοδό του).

Και όλα αυτά τα παραμύθιαπου μύριζαν ακόμα κι όταν ήσουν μικρόςαλλά επιμένουν παρά την επιστημονικήκατάδειξη ακριβώς του μυθικού χαρακτήρατους: το κρυφό σχολειό, όπως μορφοποιήθηκεστον πίνακα του Γύζη (ιδιοκτησία εδώκαι χρόνια του κ. Εμφιετζόγλου) καιαπεικονιζόταν και στο βραχύβιοδιακοσάδραχμο την περασμένη δεκαετία(η ειρωνεία ήταν ότι την άλλη πλευρά τουχαρτονομίσματος κοσμούσε το πορτρέτοτου Ρήγα Φεραίου, αγνού επαναστάτη καικορυφαίου εκπρόσωπου του ελληνικούδιαφωτισμού), οι γενίτσαροι, η ιδέα πουεκφραζόταν εμμέσως πλην σαφώς απόπολλούς δασκάλους μας ότι ο Καποδίστριαςήταν πράκτορας των Μεγάλων Δυνάμεωνκαι συνεπώς «τη ζήταγε ο οργανισμόςτου» (τη δολοφονία του από τουςΜαυρομιχάληδες)... Πολλά τα παιδικάτραύματα από το όργιο εθνικής έγερσηςκαι έχει κανείς την υποψία ότι αυτόςείναι ένας από τους βασικούς λόγους πουπαραμένουμε κακόβουλοι, κολλημένοι καισυμπλεγματικοί ως λαός. Η παρέλαση ήταντο λιγότερο κακό και έτσι κι αλλιώς,ακόμα κι όταν ήμουν στο σχολείο, δενφανταζόμουν ποτέ ότι θα βίωναν και οιεπόμενες γενιές κάτι τόσο παρωχημένοκαι φασιστικό (οι μαθητές ως εφηβικόκλιμάκιο του στρατού). Πλάνη οικτρά. Δενέχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε πουο Παπαθεμελής -αυτή η περίεργη μετάλλαξηθεούσας και old schoolκεντρώου εθνικόφρονος- είχε δηλώσειότι «όποιος κρατά σημαία πρέπει να είναιέτοιμος να σκοτώσει και να σκοτωθεί γιατην πατρίδα». Και βέβαια να διαθέτειεξακριβωμένα αγνό και 100% ελληνικό DNA:«Δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ...» δηλαδή,ενώ είναι προφανέστατη η απροθυμία τωνξένων μεταναστών να γίνουν γκρινιάρηδεςκαι νευρωτικοί Νεοέλληνες.

Και αντί να υπάρξει μιασοβαρή συζήτηση επιτέλους με θέμα «ποιοιείμαστε και πού πάμε», πρέπει να υποστούμε,μεταξύ άλλων, και αυτό το ευτράπελοδημοψήφισμα με τους «Μεγάλους Έλληνες»,προερχόμενο μάλιστα από μιντιακό φορέαεκσυγχρονισμού και κοσμοπολιτισμούυποτίθεται (το ότι το κόνσεπτ ανήκειστο BBC δεν δικαιολογείτην ανοησία του, και στο φινάλε στηΒρετανία δεν διαγωνίστηκαν στην ίδιαπίστα χλαμύδες, άμφια, φουστανέλες καιπαντελόνια όπως εδώ - γυναίκες ούτε γιαδείγμα, εννοείται).

Όλα τα έθνη -ακόμα καιτα πιο «πολιτισμένα», συχνά δε ειδικάαυτά που έχουν και το πιο πολύ αίμα σταεθνικά σύμβολά τους- έχουν αντίστοιχουςεθνικούς μύθους και σύμβολα συλλογικήςαυτοεπιβεβαίωσης (αλλά και επιβλητικέςστρατιωτικές παρελάσεις, όπως τη μέρατης Βαστίλης στο Παρίσι), αλλά βρίσκονταιπια σε κατάσταση μαυσωλείου («περασμέναμεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις»),δεν διδάσκονται στα σχολεία ωςαδιαμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα. «Τοέθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόό,τι είναι αληθινό» είχε πει ο εθνικόςμας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, αλλάκάτι τέτοια από το ένα αυτί μπαίνουν κιαπό το άλλο βγαίνουν στην ψευτο-πατριωτικήνιρβάνα μας. Εδώ ακόμα αναρωτιόμαστεαν θα πρέπει να ξεκινήσει συζήτηση γιατα αυτονόητα, όπως ο διαχωρισμός κράτους- εκκλησίας. Είναι παρήγορο τουλάχιστονότι στη θέση του Αρχιεπισκόπου βρίσκεταιπλέον κάποιος σαν τον Ιερώνυμο, πνευματικόςηγέτης (ασχέτως αν πιστεύει κανείς ήόχι) με ψυχραιμία και καθησυχαστικήεκφορά λόγου, αλλά και με μια λεπτή καιμεταδοτική νηφαλιότητα, πράγμα φανερόσε όποιον άκουσε το πρωτοχρονιάτικοδιάγγελμά του, που δεν είχε καμιά σχέσημε τα μπανάλ ευχολόγια και τις εθνικέςκορώνες της πολιτικής ηγεσίας. Δεν ξέρωαν είναι ειρωνικό, αλλά θα μπορούσε ναπει κανείς ότι ο άνθρωπος είναι ό,τικαλύτερο συνέβη προσφάτως σε θεσμικόεπίπεδο στην τελευταία θεοκρατική χώρατης Ευρωπαϊκής Ένωσης.