Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Τραβώντας από το μανίκι τον Νταλάρα

Το μεταπολιτευτικό βίωμα της συζύγου – «φρουρού» της οικογενειακής περίφραξης δεν έσβησε ποτέ

Τραβώντας από το μανίκι τον Νταλάρα

 

Δεν τραβάς κάποιον από το μανίκι με την κάμερα ανοιχτή απέναντι του, για να μην πει κάτι κακό – για τον Σφακιανάκη, εν προκειμένω. Ναι, είναι μια κίνηση τρυφερότητας, αλλά μπροστά στον φακό σηκώνει ένα εκατομμύριο ερμηνείες.

 

Όλοι κάπως, κάποτε και κυρίως σε κάποιον δεν βγάζουμε άχνα. Στον εργοδότη για να μη φάμε το κεφάλι μας, στον κολλητό για να μη χαλάσουμε τις καρδιές μας, στον σύντροφο. Κυρίως, στον σύντροφο. Μια σιωπηρή, συμφωνημένη παντοφλίτσα, την οποία φοράμε στο κεφάλι συνήθως, για να διασφαλίσουμε τη σπιτική γαλήνη. Έχει και μια τρυφερότητα να στέκεσαι σούζα σ’ αυτόν που σε προστατεύει. Έχει όμως και μια βία. Αν μάλιστα βρίσκονται κάμερες μπροστά, η παντόφλα γίνεται λαστιχιά. Όλο αυτό παύει να ‘ναι γλυκό και τρυφερό κι αστείο.

Όχι, επειδή τον σύζυγο τον λένε Γιώργο Νταλάρα. Όχι, επειδή η σύζυγος του διετέλεσε κάποτε και σημαίνον πρόσωπο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αλλά, ακριβώς γιατί υπήρχαν κάμερες μπροστά, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ευθύνονταν για το τελικό αποτέλεσμα. Απλώς, το κατέγραφαν. Και αυτό που στα μάτια φίλων και συγγενών μπορεί να φαίνεται γλυκό – κάπως bossy -, αλλά λιονταρίσιο και προστατευτικό, οι κάμερες έχουν την τάση να το ξεβρακώνουν, να το αφήνουν γυμνό από την καλή πρόθεση.

 

 

 

Δεν τραβάς κάποιον από το μανίκι με την κάμερα ανοιχτή απέναντι του, για να μην πει κάτι κακό – για τον Σφακιανάκη, εν προκειμένω. Ναι, είναι μια κίνηση τρυφερότητας, αλλά μπροστά στον φακό σηκώνει ένα εκατομμύριο αναγνώσεις και ερμηνείες.

Παρεμβαίνεις, γιατί δεν θέλεις ο σύζυγος να πέσει στο στόμα κανενός με αφορμή μια άτυχη δήλωση.

Παρεμβαίνεις, γιατί δεν εμπιστεύεσαι την αντίδραση του.

Παρεμβαίνεις, γιατί έτσι είναι ο χαρακτήρας σου και αυτό είναι το βίωμα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας: η σύζυγος να τραβολογάει το ταίρι της, να επιβάλλεται, να προστατεύει την κοινή περιουσία και την περίφραξη της, όπως της έμαθαν και όπως ταιριάζει, στον χαρακτήρα της τον ράθυμο.

Για ό,τι κι αν παρεμβαίνεις και με όποιο δικαίωμα (της συζύγου, της συμβούλου, της συνοδοιπόρου), η εικόνα, αυτή που σε ένα οικογενειακό τραπέζι θα ήταν μια ευχάριστη νότα, είναι κακή και γεμάτη “πατήματα” για έναν λόχο λυσσασμένους, το ίδιο και χειρότερους από αυτόν που επιχειρείς να αποφύγεις.

Καλώς ή κακώς, ο σύντροφος – σύζυγος είναι γνωστός, με πορεία συγκεκριμένη, με παρελθόν. Ακόμη και έτσι να μην ήταν, για λόγους ευγένειας και πραγματικού σεβασμού δεν κατεβάζουμε τη τζαμαρία δημοσίως και με την αρένα σε παράταξη.

 

Κι αν πρέπει κάπως να δείξουμε ενότητα, αλληλοστήριξη και επαγρύπνηση, παλιές κομματικές αξίες, συνεννοούμαστε και συζητάμε από πριν, για να μην εκτεθούμε (και εκθέσουμε) μετά.

Αλλά, η προνοητικότητα δεν ήταν ποτέ από τα μεγάλα προσόντα της πολιτικής ζωής του τόπου. Πώς να διαχυθεί και στα των διαπροσωπικών σχέσεων…