Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

«The Puppet Master» στο Netflix: Η ιστορία του χειρότερου απατεώνα του κόσμου

Πόσο ισχυρά μπορεί να είναι τα ψέματα όταν εκφράζονται με αυτοπεποίθηση;

freegard

Η ιστορία, όπως ξεκινά, φαίνεται να έχει κάποια λογική. Δυο αδέρφια αναζητούν την αποξενωμένη μητέρα τους, που την έχει παρασύρει ένας άντρας που γνώρισε στο διαδίκτυο.

Το κορίτσι και το αγόρι, ενήλικα άτομα σήμερα, οι Τζέι και Σόφι Κλίντον, περιγράφουν πως η μητέρα τους γνώρισε μέσω διαδικτύου το 2011 έναν άντρα ονόματι Ντέιβιντ που πουλούσε διαφημιστικό χρόνο στα ΜΜΕ, παρουσιαζόταν ως εύπορος και αγαπούσε τα ακριβά πράγματα. Είχε εγκατασταθεί στο σπίτι τους, άφηνε υπόνοιες ότι είναι πλούσιος και πολυάσχολος, μιλούσε διαρκώς για αντικείμενα που θα έπαιρνε στη μητέρα τους και τελικά κατάφερε να την αποξενώσει από τα παιδιά της. Τα παιδιά δεν τον είδαν να εργάζεται ποτέ. 

Στα αρχικά αυτά πλάνα του 2020 μιλά και ο πρώην σύζυγός της, ανήσυχος που η τέως γυναίκα του δεν έχει δώσει εδώ και καιρό σημεία ζωής, για τη μεταμόρφωση μιας γυναίκας από στοργική σε αδιάφορη μητέρα. 

Τα παιδιά αφηγούνται ανάμεσα σε άλλα και τις διακοπές που έκαναν με τη μητέρα τους και τον φίλο της στην Ισπανία το 2012, δίνοντας ένα κλειδί της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του: οδηγούσε διαρκώς και νευρικά χωρίς να σταματούν πουθενά, σαν να έκαναν ένα road trip, άκουγε διαρκώς και μόνο Ντουράν Ντουράν και έδειχνε απίστευτη νευρικότητα όταν έπρεπε να δείξει το διαβατήριό του, ενώ στα παιδιά τότε δεν αποκάλυπτε το επώνυμό του. Όλη η συμπεριφορά του είχε σχεδιαστεί προκειμένου να χειραγωγήσει τη μητέρα και να αναγκάσει τα παιδιά να φύγουν από το σπίτι. Και τα κατάφερε.

Το ότι τα παιδιά της αναζητούν δημοσίως τη Σάντρα Κλίφτον αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού, τώρα πια τον αναγνωρίζουν όλο και περισσότεροι, τώρα ίσως γίνει πιο επικίνδυνος.

Μετά από λίγο, στην αρχή κιόλας της μίνι σειράς «The Puppet Master: Το Κυνήγι του Υπέρτατου Απατεώνα», που προβάλλεται στο Netflix σε τρία επεισόδια που διαρκούν συνολικά 130 λεπτά, η λογική χάνεται.

Εμφανίζεται ένας άντρας, ο Τζον Άτκινσον και αφηγείται κάτι απίστευτο: θυμάται πώς, το 1993, επέλεξε να πάει ένα ανάλογο οδικό ταξίδι με δύο φίλους και έναν σχετικά άγνωστο συμφοιτητή του που τον έλεγαν Ρομπ: «Αυτή η απόφαση άλλαξε τα επόμενα 10 χρόνια της ζωής μου» λέει. 

Το ντοκιμαντέρ πάει μπροστά και πίσω στον χρόνο και δημιουργεί ένα ανατριχιαστικό ανάγλυφο για το πόσο ισχυρά μπορεί να είναι τα ψέματα όταν εκφράζονται με αυτοπεποίθηση και πόσο επιδρά και καταστρέφει ζωές η καταχρηστική συμπεριφορά που είναι γνωστή ως καταναγκαστικός έλεγχος. Φωτ.: Netflix

Από εκείνο το σημείο και μετά, καταλαβαίνουμε ότι αποκαλύπτεται νωρίς νωρίς ένας απατεώνας, ότι ο Ρομπ και ο Ντέιβιντ είναι το ίδιο πρόσωπο. Παρά το «σπόιλερ», το χρονικό διάστημα των δέκα χρόνων εξάπτει τη φαντασία: μα πόσο τρομακτικά πειστικός μπορεί να είναι ένας απατεώνας;

Ο Τζον Άτκινσον αφηγείται ότι το 1993, στη Βρετανία των ταραχών και των βομβιστικών ενεργειών του ΙΡΑ, στο γεωργικό κολλέγιο που σπούδαζε τον πλησίασε ο Ρομπ, που παρουσιάστηκε σαν μυστικός πράκτορας της MI5 και του είπε ότι κινδύνευε να συλληφθεί ως ύποπτος για τρομοκρατικές ενέργειες κατά της κυβέρνησης. Ο Ρομπ έπεισε τον Άτκινσον, τη Σάρα Σμιθ και τη Μαρία (δεν αποκαλύπτεται το επίθετο) ότι κινδυνεύουν και πρέπει να τραπούν σε φυγή από τον IRA, και ότι έπρεπε να τους πάρει υπό την προστασία του. Συμφώνησαν να το κάνουν. Η Σμιθ δεν επέστρεψε στο σπίτι για την επόμενη  δεκαετία, το ίδιο σχεδόν και ο Άτκινσον.

Το ντοκιμαντέρ πάει μπροστά και πίσω στον χρόνο και δημιουργεί ένα ανατριχιαστικό ανάγλυφο για το πόσο ισχυρά μπορεί να είναι τα ψέματα όταν εκφράζονται με αυτοπεποίθηση και πόσο επιδρά και καταστρέφει ζωές η καταχρηστική συμπεριφορά που είναι γνωστή ως καταναγκαστικός έλεγχος. 

Η Σάρα Σμιθ περιγράφει το ταξίδι που έκαναν, ένα ταξίδι χωρίς λογική, από τη μια άκρη της Βρετανίας μέχρι την άλλη, ακούγοντας διαρκώς την ίδια κασέτα με τους Ντουράν Ντουράν. Ο Ρομπ τους έχει απαγάγει αλλά εκείνοι δεν το γνωρίζουν. Τους κρατά φοβισμένους και δέσμιους των τερατωδών ψεμάτων του σε μια εποχή που ευνοείται από την έλλειψη διαδικτύου, την έλλειψη κινητών τηλεφώνων. Τα νεαρά άτομα αρχίζουν να ζητούν χρήματα από τα σπίτια τους. 

Η Σάρα Σμιθ περιγράφει το ταξίδι που έκαναν, ένα ταξίδι χωρίς λογική, από τη μια άκρη της Βρετανίας μέχρι την άλλη, ακούγοντας διαρκώς την ίδια κασέτα με τους Ντουράν Ντουράν. Φωτ.: Netflix

Χρήματα ζητά και ο περίφημος «Ντέιβιντ» από τη Σόφι Κλίντον, της οποίας η μητέρα απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τα παιδιά της, ενώ έχει διακόψει κάθε σχέση και με το φιλικό της περιβάλλον. Της αποσπά 10.000 στερλίνες για να της αγοράσει υποτίθεται ένα αυτοκίνητο. Τα χρήματα κάνουν φτερά. Την ίδια την πετάει λίγο αργότερα από το πατρικό της σπίτι, όπως έχει κάνει νωρίτερα και με τον αδελφό της, αλλάζοντας κλειδαριές και αφήνοντάς τη στον δρόμο μόνο με τα ρούχα της. 

Ενώ οι τέσσερις φοιτητές κάνουν τον γύρο της Βρετανίας ο «Ρομπ» αναγκάζει τους τρεις άλλους να δουλεύουν για να πληρώνουν υποτίθεται για την προστασία που τους παρέχει. Η Σάρα Σμιθ ζητά διαρκώς χρήματα από τον πατέρα της, που μετατρέπεται από αγρότης σε αληθινό ντετέκτιβ προκειμένου να βρει τα ίχνη της εξαφανισμένης κόρης του. 

Εδώ καταλαβαίνουμε ότι ο Ρομπ, που το αληθινό του όνομα είναι Ρόμπερτ Φρίγκαρντ είναι μια κατηγορία από μόνος του. Ένας σαδιστής, που υποδύεται τον Τζέιμς Μποντ και ασκεί εξουσία στα θύματά του, αποσπώντας τους ό,τι έχουν, εξευτελίζοντάς τα και κρατώντας τα σε ένα καθεστώς ελέγχου και φόβου, σπρώχνοντάς τα σε έναν λαβύρινθο από τον οποίο δεν μπορούν να διαφύγουν. 

Η Σάρα Σμιθ, που την κράτησε δέσμια των ψεμάτων του επί μια δεκαετία, ζώντας σαν φυγάς και έχοντας υποστεί κάθε μορφής κακοποίηση, με μεταφορές από το ένα στο άλλο «ασφαλές σπίτι», με ταπεινώσεις, απομονώνοντάς τη όλο και περισσότερο κάθε φορά, έως ότου την εγκαταλείψουν τελείως τα αγαπημένα της πρόσωπα, μπορεί να μην ήταν ικανή, να μη μπορούσε να ερευνήσει τον Ρόμπερτ Φρίγκαρντ. Θα μπορούσαν να το κάνουν τα δυο νεαρά αδέρφια Κλίφτον, κάνοντας μια απλή αναζήτηση στο Google, αν ήξεραν μόνο τι να πληκτρολογήσουν. 

Ο περίφημος «Ρομπ» και ο «Ντέιβιντ» δεν ήταν μόνο το ίδιο πρόσωπο, αλλά ένας απατεώνας εξαιρετικά επικίνδυνος, ο οποίος καταδικάστηκε μετά από μια δίκη οκτώ μηνών στο Blackfriars Crown Court το 2005, για δύο κατηγορίες απαγωγής, δέκα για κλοπή και οκτώ για εξαπάτηση σε ισόβια κάθειρξη, πριν απαλλαγεί από το πιο σοβαρό, την απαγωγή, και αφεθεί μετά από δυο χρόνια ελεύθερος για να συνεχίσει ανενόχλητα τη δράση του. Φωτ.: Netflix

Γιατί μετά από επίμονη έρευνα του πατέρα της Σάρα Σμιθ, ο οποίος αρνήθηκε να της δίνει τα χρήματα που του ζητούσε όταν από καιρού εις καιρόν τον έπαιρνε τηλέφωνο (και μόνο για αυτόν το λόγο), θα έβλεπαν ότι ο περίφημος «Ρομπ» και ο «Ντέιβιντ» δεν ήταν μόνο το ίδιο πρόσωπο, αλλά ένας απατεώνας εξαιρετικά επικίνδυνος, ο οποίος καταδικάστηκε μετά από μια δίκη οκτώ μηνών στο Blackfriars Crown Court το 2005, για δύο κατηγορίες απαγωγής, δέκα για κλοπή και οκτώ για εξαπάτηση σε ισόβια κάθειρξη, πριν απαλλαγεί από το πιο σοβαρό, την απαγωγή, και αφεθεί μετά από δυο χρόνια ελεύθερος για να συνεχίσει ανενόχλητα τη δράση του.

Η σειρά δείχνει ανθρώπους-θύματα του και μοιάζει παράλογο να έχουν πιστέψει κάποιον που τους λέει «Είμαι πράκτορας της MI5», αλλά η μαρτυρία της Σμιθ αποδεικνύει ότι στα χέρια ενός τόσο πειστικού, ταλαντούχου απατεώνα οι λογικοί άνθρωποι μπορεί να κάνουν παράλογες επιλογές και οι δυνατοί άνθρωποι να λυγίσουν. 

Όταν αρχίζει να μιλά ο Μπομπ Μπράντον της Σκότλαντ Γιαρντ, γίνεται γρήγορα αντιληπτό ότι ο «Ρομπ» λειτουργεί με την πειθώ μιας αίρεσης. Μαθαίνουμε ότι στο παρελθόν έχει υπάρξει εξαιρετικά πειστικός πωλητής αυτοκινήτων, από εκεί έχει και το πάθος για την οδήγηση, εκεί ψαρεύει και τα θύματά του. Με τον ίδιο τρόπο πουλά κατασκοπεία, έρωτα, με τον ίδιο τρόπο ζητά χρήματα για να προστατεύσει υποτίθεται τα θύματά του και το καταπληκτικό είναι ότι του τα δίνουν. 

Μια τέτοια περίπτωση είναι ένα επόμενο θύμα του που εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ, μια Αμερικανίδα, η Κιμ, η οποία αγοράζει ένα αυτοκίνητο από τον «Ρομπ», ο οποίος την πολιορκεί, της αγοράζει ακριβά δώρα, την απομακρύνει από τους φίλους και το περιβάλλον της, ενώ αρχίζουν να ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη, χωρίς να αφήνουν ίχνη από χώρα σε χώρα. Ο απατεώνας όντως δρα σαν κατάσκοπος, μέχρι που παρεμβαίνει η αμερικανική πρεσβεία, αρχίζει να τον παρακολουθεί και οργανώνει μια πελώρια επιχείρηση προκειμένου να τον συλλάβει.

Τον συλλαμβάνει στο Χίθροου, όταν φτάνει η μητέρα της Κιμ από την Αμερική προκειμένου να του δώσει ένα μεγάλο ποσό χρημάτων –υποτίθεται για να φοιτήσει η κόρη της σε σχολή κατασκόπων–, με τη γνωστή συνέχεια. Δικάζεται και αφήνεται ελεύθερος γιατί τα θύματα έδιναν «οικειοθελώς» και τα χρήματα και την ελευθερία τους. Η επιτυχής προσφυγή του κατά της καταδίκης του για απαγωγή βασίστηκε στον ισχυρισμό ότι τα θύματά του ήταν ελεύθερα να τον αφήσουν ανά πάσα στιγμή. Ο καταναγκαστικός έλεγχος δεν ήταν ποινικό αδίκημα στην Αγγλία και την Ουαλία μέχρι το 2015. 

Pals Sarah Smith, Jim Cooper, Maria Hendy και John Atkinson - τρεις από αυτούς υπήρξαν θύματα του Φρίγκαρντ. Φωτ.: Netflix

Το πώς βρέθηκε τελικά η Σάρα Σμιθ, που δείχνει πολύ θάρρος περιγράφοντας με ειλικρίνεια αυτά που συνέβησαν, είναι άλλο ένα συνταρακτικό περιστατικό. Μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια βρέθηκε να δουλεύει σαν καθαρίστρια στο σπίτι μιας άλλης ερωμένης του «Ρομπ», της Ρενάτα Κίστερ, η οποία είχε αγοράσει από αυτόν ένα αυτοκίνητο, της απέσπασε 20.000 (ένα από τα μικρά ποσά που πήρε από τα θύματά του, αφού υπολογίζεται ότι όλα αυτά τα χρόνια έχει αποσπάσει περισσότερα από ένα εκατομμύριο στερλίνες από επτά γυναίκες και έναν άνδρα) και την ανάγκασε να προσλάβει τη Σάρα σαν οικιακή βοηθό.

Η γυναίκα, εντελώς κακοποιημένη, αγνώριστη από τη σκληρότητά του, επέστρεψε τελικά στο σπίτι της. Είχε πετάξει καριέρα, οικογένεια και μια ολόκληρη ζωή επειδή πίστεψε ένα πειστικό ψέμα. Ο πατέρας της, που ξόδεψε δέκα χρόνια φτιάχνοντας χάρτες στους τοίχους του σπιτιού του, παρακολουθώντας πού είναι κόρη του από την κίνηση της πιστωτικής της, ένας γενναίος ηλικιωμένος άντρας, πήρε πίσω το κορίτσι του.

Η αστυνομία ανακάλυψε στις γαλλικές Άλπεις ένα κρησφύγετο του Ρομπ, σε ένα φτηνό ξενοδοχείο. Βρήκαν διαβατήρια και ταυτότητες, έγγραφα και στοιχεία γυναικών που άλλες βρέθηκαν και άλλες αγνοούνται. Με τη Μαρία, την τέταρτη της παρέας των φοιτητών που τον ακολούθησαν στο αρχικό ταξίδι το 1993 και δεν εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ, έχει δυο παιδιά και μια μαρτυρία λέει ότι την έδερνε συστηματικά και της είχε σπάσει όλα τα δόντια. Είναι άλλη μια γυναίκα που οδηγήθηκε στον φόβο και την απόγνωση. 

Το 2020, η Σάντρα Κλίφτον επικοινώνησε με έναν οικογενειακό τους φίλο και του ζήτησε χρήματα. Εκείνος αρνήθηκε και η γυναίκα από τότε αγνοείται. Λίγο καιρό πριν την προβολή του ντοκιμαντέρ η παραγωγή πήρε ένα μέιλ υποτίθεται από τη Σάντρα Κλίφτον, στο οποίο λέει ότι γνωρίζει τα πάντα για τον «Ρομπ» και είναι ευτυχισμένη μαζί του.

Οι πιο πρόσφατες πληροφορίες για τη δράση του τον θέλουν να εμπορεύεται σκυλιά ράτσας και στο ντοκιμαντέρ εμφανίζεται μια γυναίκα που τον εμπιστεύτηκε ως «συνέταιρο» από την οποία απέσπασε μεγάλα ποσά για την περίθαλψη των σκυλιών και προκειμένυυ να «βελτιώσει» την ποιότητά τους.  

Ο χειρότερος απατεώνας του κόσμου, ο 51χρονος σήμερα Ρόμπερτ Φρίγκαρντ, είναι πιθανό να εξακολουθεί να υποδύεται τον μυστικό πράκτορα της MI5.

Τα παιδιά αφηγούνται ανάμεσα σε άλλα και τις διακοπές που έκαναν με τη μητέρα τους και τον φίλο της στην Ισπανία το 2012, δίνοντας ένα κλειδί της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς του. Φωτ.: Netflix

Ο «Ντέιβιντ Χέντι» όπως είναι το τελευταίο όνομα με το οποίο εμφανίστηκε, είναι ένας θλιβερός, άκαρδος άνθρωπος που δύσκολα μπορεί κάποιος να καταλάβει την ψυχολογία του. Είναι τρομακτικός και αδίστακτος. 

Το ότι τα παιδιά της αναζητούν δημοσίως τη Σάντρα Κλίφτον αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού, τώρα πια τον αναγνωρίζουν όλο και περισσότεροι, τώρα ίσως γίνει πιο επικίνδυνος. Όταν τα παιδιά και ο πρώην σύζυγος της Κλίφτον πήγαν στο πατρικό τους σπίτι και το άνοιξαν, είδαν στοίβες τους λογαριασμούς, απλήρωτες υποθήκες και απλήρωτες τις δόσεις του φανταχτερού αυτοκινήτου με το οποίο κυκλοφορούσε. 

Όλα δείχνουν ότι το παιχνίδι με τον Ρόμπερτ Φρίγκαρντ, ή όπως αλλιώς λέγεται, δεν έχει τελειώσει.