Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Σαββατόβραδο στην Ομόνοια

Ζωντανή κόλαση ή πεθαμένος παράδεισος;

Σαββατόβραδο στην Ομόνοια
Ένας μοντέρνος ουρανός κάπου στο κέντρο.

Σάββατο βράδυ, ανηφορίζω την Αγίου Κωνσταντίνου /

είχα πάει στο Εθνικό να δω το Δεκαήμερο και όπως μετά από κάθε παράσταση του Καραθάνου τα τελευταία χρόνια, βγαίνω και αισθάνομαι λίγο πιο ελαφρύς, και λίγο πιο συμφιλιωμένος με τον εαυτό μου και με τον κόσμο τριγύρω /

τον κόσμο που εν τω μεταξύ στριμώχνεται στο πεζοδρόμιο της Μενάνδρου για να δει τι θα κάνει μετά /

«γιατί είναι Σάββατο βράδυ, Σάββατο βράδυ...», που τραγουδούσαν πριν από σχεδόν 20 χρόνια οι Στέρεο Νόβα /

λίγο πιο πάνω, στον παλιό Ζara, εκεί όπου για αιώνες ήταν ο Μπακάκος, έχει ανοίξει ένας ακόμα φούρνος, ο εφήμερος αντίποδας του «Νέον» /

το φως του και η καθησυχαστική ευταξία στο εσωτερικό, η υποδειγματική καθαριότητα, οι λαχταριστές βιτρίνες με τα ψωμάκια, τα κρουασάν και τα γλυκάκια, οι χαμογελαστές πωλήτριες, όλα αυτά σε μια πεθαμένη πλατεία, χωρίς πρεζάκια πια, αλλά και χωρίς καμιά ζωή, μοιάζουν με φάρσα /

δύο λεπτά περπάτημα από δω είναι η Ξούθου, ένας δρόμος, ο πιο στενός σε ολόκληρη την Αθήνα, που κάποτε έμοιαζε αδιάβατος και σκόρπιζε φόβο και απελπισία /

όπως και πολλοί άλλοι δρόμοι, που τώρα, με το φως της ημέρας τουλάχιστον, δείχνουν ακίνδυνοι και «καθαροί», οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό /

τώρα τον κίνδυνο και την απελπισία έχει αντικαταστήσει η ακόμα τρομακτικότερη απουσία κάθε ζωής /

η Ομόνοια άδεια κι έρημη, Σάββατο βράδυ, για όνομα του Θεού /

πού είναι τα επικά μποτιλιαρίσματα μπροστά από το Έβερεστ, γωνία με Αθηνάς, τα κόκκινα ποτάμια που ανέβαιναν την Πειραιώς πριν ξεχυθούν στην πλατεία και πάρουν την ανηφόρα της Σταδίου για το Σύνταγμα; /

πού είναι η αλαζονεία της ευημερίας όπως ανάβλυζε από τα ολοκαίνουργια Alfa Romeo και τα Yaris και τα Ford Focus; /

τώρα περπατάω στα βρεγμένα πεζοδρόμια λίγο πριν από την Αιόλου και δεν υπάρχει ψυχή ζώσα /

κανένα πρεζάκι, καμιά πόρνη, μόνο οι συνηθισμένοι πάγκοι με τις κυριακάτικες εφημερίδες μπροστά από τον «Μέγα Αλέξανδρο», που έτσι, χωρίς πελάτες και περιέργους λαθραναγνώστες, μοιάζουν κάπως παράταιροι, σαν σκηνή από άλλη ταινία /

ορμάω στον πεζόδρομο της Αιόλου γιατί δεν αντέχω για πολύ αυτή την καφκική ερημιά που σαν αρρώστια διαπερνάει πια τη μισή Αθήνα / θέλω ζωή και καταλαβαίνω ότι το όριο είναι η Σοφοκλέους /

εδώ κάνει κουμάντο περισσότερο το Σύνταγμα, παρά η Ομόνοια /

παίρνω ένα φαλάφελ, αισθάνομαι για ένα δευτερόλεπτο άνθρωπος της εποχής μου («στην Αθήνα του 2014 γίνεται μόδα το φαλάφελ») και καθώς ο φρεσκοτηγανισμένος κιμάς πλημμυρίζει τον ουρανίσκο, συνειδητοποιώ ότι η ζώνη του λυκόφωτος την οποία είχα αφήσω πριν από λίγο πίσω μου είναι το μετέωρο βήμα ανάμεσα στη «φάση νούμερο ένα» (ναρκωτικά, μικροέγκλημα, φόβος κ.λπ.) και στη «φάση νούμερο δύο» που δεν έχουμε ιδέα με τι θα μοιάζει /

σίγουρα δεν θα είναι οι μακέτες που μας αρέσει να πιστεύουμε ότι θα κάνουν τη δική μας δουλειά πιο εύκολη /

ότι θα ξυπνήσουμε ένα πρωί και στην Ομόνοια θα πίνουμε φρέντο, όπως το κάνουμε στο Κολωνάκι ή στην πλατεία Αγίας Ειρήνης /

η Αθήνα θα ακολουθήσει την πορεία της χώρας, εκτός κι αν αυτό που ζούμε σήμερα στην Ομόνοια είναι ο πρόλογος γι' αυτό που έρχεται /

ή απλώς φταίει που βλέπω πολύ «Breaking Bad».