Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Για τους υμνητές της Χούντας: Ένα μήνυμα για αυτούς που νομίζουν πως «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται»

Από τον αναγνώστη της Lifoland, Μύρο Ζέκα

Για τους υμνητές της Χούντας: Ένα μήνυμα για αυτούς που νομίζουν πως «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται»

 

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι, δυσαρεστημένοι από την οικονομική πορεία της χώρας, θεωρούν πως η ζωή κατά τη διάρκεια της Χούντας ήταν καλύτερη σε σχέση με σήμερα. Έτσι, συχνά πυκνά εκφράζονται απόψεις και γράφονται σχόλια υμνώντας τη ζωή επί των συνταγματαρχών αλλά και τους ίδιους τους συνταγματάρχες. Φυσικά, η άποψη αυτή απέχει έτη φωτός από την πραγματικότητα, αλλά λίγο οι σημερινές δυσκολίες και λίγο οι όχι και τόσο δημοκρατικές καταβολές κάποιων τους οδηγούν σε τέτοια αυθαίρετα συμπεράσματα.


Οι άνθρωποι αυτοί χρησιμοποιούν ως κύριο επιχείρημα την οικονομική ευμάρεια την εποχή εκείνη κάτι που όμως δεν ισχύει σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία. Επίσης, πολλά οικονομικά σκάνδαλα έλαβαν χώρα την επταετία των συνταγματαρχών και δεν υπήρξε ιδιαίτερη ανάπτυξη όπως κάποιοι υποστηρίζουν. Πολλοί δημοσιογράφοι έχουν κάνει σχετικά ρεπορτάζ, όπως ο Στ. Ψυχάρης για «ΤΟ ΒΗΜΑ» το 2011, τα οποία αποδομούν τους μύθους περί «καλής Χούντας».

Πέρα όμως από τον οικονομικό τομέα, η Χούντα καταπάτησε ανερυθρίαστα τα περισσότερα ανθρώπινα δικαιώματα και δη αυτά που σχετίζονταν με τις ελευθερίες.


Πέρα όμως από τον οικονομικό τομέα, η Χούντα καταπάτησε ανερυθρίαστα τα περισσότερα ανθρώπινα δικαιώματα και δη αυτά που σχετίζονταν με τις ελευθερίες. Όπως περιγράφει ο Μ. Αναγνωστάκης στο «Γύψο» είχε συσταθεί κατά τη δικτατορία «Υπηρεσία Λογοκρισίας» η οποία ήταν υπεύθυνη για τον έλεγχο των εφημερίδων. Οι εφημερίδες ήταν υποχρεωμένες να στέλνουν στην υπηρεσία το πρωτοσέλιδό τους και ένα μικρό τους τμήμα. Εάν αυτό εγκρινόταν από την υπηρεσία μόνο τότε κυκλοφορούσε το φύλλο της εφημερίδας. Ανάλογη κατάσταση επικρατούσε και στο χώρο του βιβλίου. Οι «ελεγκτές» διέθεταν τρεις σφραγίδες για τα βιβλία που δεν ήθελαν να εκδοθούν. Η μία έγραφε «Ανήθικον», η άλλη «Αντεθνικόν» και η Τρίτη «Πεισιθανάτιον». Όποιο βιβλίο ενέπιπτε, κατά την κρίση τους, σε μια από τις τρεις κατηγορίες δεν έπαιρνε έγκριση για έκδοση. Τέτοια ήταν η αποστροφή των συνταγματαρχών για κάθε τι ξένο που απαγορευόταν στα πανεπιστήμια ξένα βιβλία. Η μόνη βιβλιογραφία που επιτρεπόταν ήταν η ελληνική.


Ο απόλυτος έλεγχος είχε εξαπλωθεί και στις τέχνες. Οι χουντικοί πλήρωναν καλλιτέχνες ούτως ώστε να προπαγανδίζουν το έργο τους ενώ υπήρχαν σκληρότατες διώξεις για καλλιτέχνες που εξέφραζαν διαφορετικές απόψεις και δη όταν αυτές άπτονταν του κομμουνισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Μίκης Θεοδωράκης του οποίου η μουσική απαγορευόταν δια ροπάλου: «...Δια προκηρύξεως του αρχηγού Γ.Ε.Σ., αντιστράτηγου κ. Οδ. Αγγελή, απαγορεύονται καθ' άπασαν την Επικράτειαν και καθ'οποιονδήποτε τρόπον η μετάδοσις ή η εκτέλεσις μουσικής και ασμάτων του κομμουνιστού Μίκη Θεοδωράκη, τα οποία εκτός των άλλων αποτελούν και μέσον συνδέσμου μεταξύ των κομμουνιστών (...) Οι παραβάται θα παραπέμπονται εις τα έκτακτα στρατοδικεία» (Τύπος, 2.6.67).


«Tα βασανιστήρια είναι απαραίτητα για την προστασία του πολιτισμού μας» είχε τολμήσει να ξεστομίσει ένας εκ των πραξικοπηματιών. Γενικότερα, η δικτατορία των συνταγματαρχών είχε αποκαλεστεί «Ο πολιτισμός των βασανιστηρίων» από τον Νομικό Γεώργιο Αναστασιάδη σε μία αποκαλυπτική του έρευνα για τις παραβιάσεις στην ελευθερία έκφρασης των πολιτών την περίοδο εκείνη.


Αν και για τον υγιή νου είναι ούτως ή άλλως αποκρουστική η ιδέα της Χούντας αξίζει να μάθει κανείς για τις παραπάνω λεπτομέρειες και τις θηριωδίες των χουντικών ιδίως απέναντι στην ελευθερία των ανθρώπων. Έτσι, θα εξαφανιστεί κάθε πιθανή σκέψη για μια "καλή Χούντα" που πρόσφερε τα βασικά στους πολίτες της. Γιατί η ελευθερία είναι το βασικότερο όλων. Και αυτή όχι απλώς δεν την πρόσφερε η Χούντα αλλά την μαχόταν με κάθε της δύναμη.